Η Ελλάδα παραδοσιακά συνδέεται με τον ήλιο, τη θάλασσα και τις καλοκαιρινές διακοπές Ιουλίου και Αυγούστου. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια ένα νέο αφήγημα αρχίζει να εδραιώνεται: ο τουρισμός δεν τελειώνει με το πρώτο κουδούνι των σχολείων, αλλά συνεχίζεται δυναμικά μέσα στο φθινόπωρο. Από τον Σεπτέμβριο έως τον Νοέμβριο, η χώρα προσελκύει πλέον εκατομμύρια επισκέπτες, μετατρέποντας τους «ενδιάμεσους» μήνες σε καθοριστικό κομμάτι της τουριστικής στρατηγικής.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι μήνες Σεπτέμβριος και Οκτώβριος αποφέρουν πλέον πάνω από το ένα τέταρτο των συνολικών ετήσιων ταξιδιωτικών εισπράξεων. Το 2024 η συμβολή τους έφτασε τα 5,76 δισ. ευρώ (27% του συνόλου), ενώ το 2019 αντιστοιχούσε μόλις στο 24%. Ακόμα πιο εντυπωσιακές είναι οι επιδόσεις του περυσινού Νοεμβρίου, όπου καταγράφηκε άνοδος 44,7% στις εισπράξεις, με τις αφίξεις από ΗΠΑ να σημειώνουν άλμα άνω του 78%.
Οι αριθμοί αυτοί δείχνουν ότι η τουριστική περίοδος δεν είναι πλέον τόσο στενά περιορισμένη. Το φθινόπωρο εξελίσσεται σε «δεύτερη αιχμή», με υψηλές πληρότητες σε δημοφιλείς προορισμούς, συχνά πάνω από 80%-90%. Για τα ξενοδοχεία, αυτό σημαίνει πιο σταθερή λειτουργία και καλύτερη διαχείριση προσωπικού. Για τις τοπικές κοινωνίες, σημαίνει εισόδημα που δεν εξαντλείται στο δίμηνο Ιουλίου–Αυγούστου.
Η αλλαγή δεν αφορά μόνο τον όγκο των επισκεπτών, αλλά και το προφίλ τους. Έρευνα της ForwardKeys καταγράφει ότι μετά το τέλος των σχολικών διακοπών, οι οικογένειες δίνουν τη σκυτάλη σε ζευγάρια και solo ταξιδιώτες. Ενώ τον Αύγουστο οι οικογενειακές κρατήσεις έφταναν το 26% των διεθνών ταξιδιών, τον Σεπτέμβριο περιορίζονται στο 15%. Αντίθετα, ζευγάρια και μεμονωμένοι ταξιδιώτες καλύπτουν πλέον το 73% των κρατήσεων.
Οι επισκέπτες αυτοί δεν αναζητούν κατ’ ανάγκη παραλίες και all inclusive πακέτα. Προτιμούν πιο ήσυχες αποδράσεις, πολιτιστικές και γαστρονομικές εμπειρίες, ταξίδια ευεξίας ή city breaks. Αυτό δίνει ώθηση σε προορισμούς όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, αλλά και σε μικρότερους τόπους με θεματικά προϊόντα, από οινοτουρισμό μέχρι αναρριχητικό ή συνεδριακό τουρισμό.
Καθοριστικό ρόλο στην παράταση της σεζόν παίζουν οι αεροπορικές συνδέσεις. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο του ΣΕΤΕ, μόνο για το δίμηνο Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου 2025 έχουν προγραμματιστεί 7,6 εκατ. διεθνείς αεροπορικές θέσεις, πάνω από το ένα τέταρτο του ετήσιου συνόλου. Ο Σεπτέμβριος αναδεικνύεται πλέον τρίτος μήνας σε μερίδιο αφίξεων, πίσω μόνο από Ιούλιο και Αύγουστο.
Η Aegean αυξάνει κατά 9%-10% τις θέσεις στο τελευταίο τρίμηνο του έτους, ενώ η SKY express εγκαινίασε πτήσεις Παρίσι – Ηράκλειο που συνεχίζονται και τον Νοέμβριο. Η TUI, από την πλευρά της, διατηρεί ξενοδοχεία σε λειτουργία μέχρι το τέλος του φθινοπώρου, δείχνοντας εμπιστοσύνη στη ζήτηση. Η Αθήνα παραμένει στην κορυφή των αφίξεων με 2,6 εκατ. θέσεις για το δίμηνο, ακολουθούμενη από Ηράκλειο, Ρόδο, Κέρκυρα και Θεσσαλονίκη.
Η βιωσιμότητα του φθινοπωρινού τουρισμού δεν μπορεί να στηριχθεί αποκλειστικά στις παραλίες. Νέες επενδύσεις προσανατολίζονται σε θεματικά προϊόντα που απευθύνονται σε κοινά πέρα από τους θερινούς μήνες.
Στη Ρόδο, το ξενοδοχείο Kalezoe αναπτύσσεται με στόχο τον αναρριχητικό τουρισμό, ο οποίος έχει ζήτηση κυρίως άνοιξη και φθινόπωρο. Στο Ρέθυμνο, το νέο συνεδριακό κέντρο του Theartemis Palace ενισχύει τον συνεδριακό τουρισμό, που παραδοσιακά «ανθεί» εκτός καλοκαιριού. Παράλληλα, ο Αυθεντικός Μαραθώνιος της Αθήνας τον Νοέμβριο λειτουργεί ως πόλος έλξης διεθνών επισκεπτών, γεμίζοντας ξενοδοχεία και ενισχύοντας τα έσοδα.
Παρά τα θετικά βήματα, η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί στον χειμερινό τουρισμό. Οι μεγάλοι γερμανικοί tour operators, όπως TUI και Dertour, δεν περιλαμβάνουν τη χώρα στα χειμερινά τους προγράμματα. Οι τουρίστες που αναζητούν ήλιο τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο επιλέγουν Ισπανία, Αίγυπτο ή Τουρκία, όπου προσφέρονται ολοκληρωμένα πακέτα και συχνές πτήσεις.
Στην Ελλάδα, με εξαίρεση τα city breaks σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, απουσιάζει οργανωμένο προϊόν για χειμερινές διακοπές. Η έλλειψη αεροπορικών συνδέσεων, θερέτρων ευεξίας ή αναβαθμισμένων χιονοδρομικών κέντρων περιορίζει σημαντικά τις δυνατότητες. Έτσι, ενώ η επιμήκυνση της σεζόν μέχρι τον Νοέμβριο δείχνει εφικτή, η μετάβαση σε έναν πραγματικά δωδεκάμηνο τουρισμό παραμένει ζητούμενο.
Η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου δεν είναι απλώς οικονομική επιλογή, είναι στρατηγική βιωσιμότητας. Η διασπορά των αφίξεων σε περισσότερους μήνες μειώνει την πίεση του υπερτουρισμού σε κορυφαίους προορισμούς, προστατεύει το περιβάλλον και προσφέρει καλύτερη ποιότητα ζωής στους κατοίκους.
Ταυτόχρονα, για τις τοπικές κοινωνίες, σημαίνει περισσότερες σταθερές θέσεις εργασίας και εισοδήματα που δεν περιορίζονται σε μια στενή περίοδο. Σε συνθήκες όπου η ζήτηση για ταξίδια αλλάζει χαρακτήρα -με τους ταξιδιώτες να αναζητούν αυθεντικότητα, εμπειρίες και καλύτερη αναλογία τιμής/ποιότητας- η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να διαφοροποιήσει το προϊόν της.
Αναδημοσίευση από την Απογευματινή