Νέα αποκλιμάκωση θα σημειώσει το δημόσιο χρέος και το 2026, σύμφωνα με το προσχέδιο του νέου προϋπολογισμού, επιβεβαιώνοντας τη σταθεροποίηση των δημόσιων οικονομικών και τη βελτίωση της πιστοληπτικής εικόνας της χώρας. Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται να διαμορφωθεί στα 359 δισ. ευρώ ή 137,6% του ΑΕΠ, έναντι 362,8 δισ. ευρώ ή 145,4% του ΑΕΠ το 2025, παρουσιάζοντας μείωση κατά 7,8 ποσοστιαίες μονάδες.
Αντίστοιχα, το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης αναμένεται να υποχωρήσει στα 394,6 δισ. ευρώ ή 151,2% του ΑΕΠ, από 398,4 δισ. ευρώ ή 159,6% το προηγούμενο έτος. Η αποκλιμάκωση αυτή αποδίδεται κυρίως στη συνεχιζόμενη άνοδο του ονομαστικού και του πραγματικού ΑΕΠ, στη συγκρατημένη δανειακή δραστηριότητα του ελληνικού δημοσίου και στις συνεχείς πρόωρες αποπληρωμές δανείων από τον μηχανισμό στήριξης.
Nέα πρόωρη αποπληρωμή δανείων
Τον Δεκέμβριο του 2025 αναμένεται νέα πρόωρη αποπληρωμή δανείων από το πρώτο Μνημόνιο, ύψους 5,29 δισ. ευρώ, που αφορά δάνεια με λήξεις από το 2033 έως το 2041. Η νέα προεξόφληση έρχεται να προστεθεί στις αντίστοιχες κινήσεις των προηγούμενων ετών, οι οποίες υπερέβησαν συνολικά τα 15 δισ. ευρώ, ενισχύοντας τη βιωσιμότητα του χρέους και μειώνοντας την έκθεση σε δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου.
Κεντρικός στόχος της στρατηγικής αυτής είναι η πλήρης αποπληρωμή των διμερών δανείων με τις χώρες της ευρωζώνης έως το 2031, μια δεκαετία νωρίτερα από τη συμβατική τους λήξη. Η δυνατότητα υλοποίησης αυτών των προπληρωμών στηρίζεται στα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα του ελληνικού δημοσίου, τα οποία διατηρούνται σε επίπεδα-ρεκόρ τα τελευταία χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι την δεδομένη χρονική στιγμή ξεπερνούν τα 44 δισ. ευρώ.
Η εκδοτική δραστηριότητα του Δημοσίου καθ’ όλη τη διάρκεια του 2025 εξελίχθηκε ομαλά και με υψηλό βαθμό υπερκάλυψης των εκδόσεων. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες καλύφθηκαν κυρίως μέσω κοινοπρακτικών εκδόσεων δεκαετών, δεκαπενταετών και τριακονταετών ομολόγων συνολικής αξίας 7 δισ. ευρώ, καθώς και μέσω μηνιαίων επανεκδόσεων ομολόγων ύψους 700 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, η βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση μέσω εντόκων γραμματίων και πράξεων repos διατήρησε τη ρευστότητα του συστήματος και ενίσχυσε τη σταθερότητα της καμπύλης αποδόσεων.
Η αναβάθμιση της Ελλάδας
Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από όλους τους μεγάλους διεθνείς οίκους αξιολόγησης το 2024 και το 2025 αποτέλεσε σημείο-ορόσημο για τη χώρα. Οι οίκοι DBRS, Standard & Poor’s, Fitch, Scope και Moody’s έχουν τοποθετήσει πλέον την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα (BBB/Baa3), με σταθερές ή θετικές προοπτικές, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των αγορών και μειώνοντας το κόστος δανεισμού. Το γεγονός αυτό επιτρέπει στο Ελληνικό Δημόσιο να λειτουργεί ως κανονικός εκδότης κρατικών τίτλων της Ευρωζώνης, με πλήρη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου.
Οι δαπάνες για τόκους του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης διαμορφώνονται σταθερά κοντά στα 6-7 δισ. ευρώ ετησίως, ή περίπου στο 3% του ΑΕΠ, ενώ σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης αναμένονται κοντά στα 5 δισ. ευρώ για τα έτη 2025 και 2026. Η συγκράτηση του κόστους εξυπηρέτησης οφείλεται στη δομή του χαρτοφυλακίου με υψηλό ποσοστό σταθερού επιτοκίου, στη μακρά μέση διάρκεια ωρίμανσης και στις ευνοϊκές συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων που έχουν συναφθεί.
H δανειακή στρατηγική του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους
Για το 2026, η δανειακή στρατηγική του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους αναμένεται να είναι εκ νέου περιορισμένη, με στόχο τη διατήρηση της εκδοτικής κανονικότητας, τη σταθερή παρουσία στις αγορές και την περαιτέρω βελτίωση της ρευστότητας στη δευτερογενή αγορά. Παράλληλα, θα συνεχιστεί η πολιτική πρόωρων αποπληρωμών δανείων του επίσημου τομέα με τη χρήση μέρους των ταμειακών διαθεσίμων, ενώ θα επιδιωχθεί η πλήρης αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου για δάνεια εκτός ευρώ και η διατήρηση της υφιστάμενης αναλογίας χρέους σταθερού επιτοκίου.
Συνολικά, το 2026 προδιαγράφεται ως έτος σταθερότητας και περαιτέρω ενίσχυσης της εμπιστοσύνης των επενδυτών προς την ελληνική οικονομία. Η διατήρηση της καθοδικής πορείας του δημόσιου χρέους, η συνετή διαχείριση του χαρτοφυλακίου δανεισμού και η σταθερή παρουσία της Ελλάδας στις αγορές κεφαλαίου συνθέτουν ένα περιβάλλον δημοσιονομικής ισορροπίας και αναβαθμισμένης αξιοπιστίας για τη χώρα.