Σχέδιο για πρόωρη αποπληρωμή και των δανείων του EFSF, το κρίσιμο 2034

Το σχέδιο του οικονομικού επιτελείου για μείωση χρέους κάτω από το 100% του ΑΕΠ με όχημα τις πρόωρες αποπληρωμές

Σημαίες ΕΕ και Ελλάδας με φόντο την Ακρόπολη © EPA/ORESTIS PANAGIOTOU

Χωρίς ημερομηνία λήξης συνεχίζεται το σχέδιο της κυβέρνησης με τις πρόωρες αποπληρωμές του χρέους, καθώς μετά τα διμερή δάνεια (GLF), τα οποία επιδιώκεται να εξοφληθούν ακόμη και πριν από το 2031, σειρά παίρνουν οι «ακριβές υποχρεώσεις» του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), συνολικού ύψους 141,8 δισ. ευρώ, που λήγουν το 2070.

Στο οικονομικό επιτελείο και τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) εξετάζουν σενάρια που θα επιτρέψουν την περαιτέρω ελάφρυνση του Προϋπολογισμού από το βάρος των μνημονιακών δανείων, καθώς από το 2034 θα προστεθούν στο κάδρο και οι οφειλές ύψους 61,9 δισ. ευρώ προς τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), οι οποίες θα πρέπει να αποπληρωθούν έως το 2060.

Κοινός παρονομαστής όλων αυτών των κινήσεων είναι το «μαξιλάρι» των διαθεσίμων, το οποίο έχει «φουσκώσει» στα 44,8 δισ. ευρώ και, σε συνδυασμό με τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα (3,8% για το 2025), επιτρέπει στην κυβέρνηση όχι μόνο να καλύπτει τις δαπάνες για τους τόκους, αλλά και να προχωράει σε παράλληλες προεξοφλήσεις, μειώνοντας έτσι το κόστος δανεισμού. Πρόκειται για τη στρατηγική των υπερπλεονασμάτων, την οποία το οικονομικό επιτελείο σκοπεύει να διατηρήσει «ως Ευαγγέλιο» τα επόμενα χρόνια, με στόχο το δημόσιο χρέος να υποχωρήσει κάποια στιγμή κάτω από το «ψυχολογικό φράγμα» του 100% του ΑΕΠ.

Προτεραιότητα η μείωση του χρέους

Προς το παρόν, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης που παρακολουθούν στενά οι Βρυξέλλες, αναμένεται -σύμφωνα με το προσχέδιο του νέου Προϋπολογισμού το 2026- να αποκλιμακωθεί στο 137,6% του ΑΕΠ ή στα 359 δισ. ευρώ, από 145,4% του ΑΕΠ ή 362,8 δισ. ευρώ το 2025, σημειώνοντας μείωση 7,8 ποσοστιαίων μονάδων. Αντίστοιχα, το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης προβλέπεται να υποχωρήσει στα 394,6 δισ. ευρώ ή στο 151,2% του ΑΕΠ, από 398,4 δισ. ευρώ ή 159,6% το προηγούμενο έτος. Η αποκλιμάκωση αυτή αποδίδεται:

  1. στη συνεχιζόμενη άνοδο του ονομαστικού και του πραγματικού ΑΕΠ,
  2. στη συγκρατημένη δανειακή δραστηριότητα του Δημοσίου και
  3. στις διαδοχικές πρόωρες αποπληρωμές υποχρεώσεων προς τους μηχανισμούς στήριξης.

Ενδεικτικά, τον Δεκέμβριο του 2025 προγραμματίζεται νέα προεξόφληση ύψους 5,29 δισ. ευρώ, που αφορά δάνεια του πρώτου Μνημονίου, με λήξεις από το 2033 έως το 2041. Η κίνηση αυτή έρχεται να προστεθεί στις προηγούμενες αποπληρωμές, οι οποίες συνολικά έχουν υπερβεί τα 15 δισ. ευρώ, συμβάλλοντας ουσιαστικά στη βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους και στη μείωση της έκθεσης σε κυμαινόμενο επιτόκιο.

Ο σχεδιασμός και τα επόμενα βήματα

Στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας βαδίζουν με στόχο την ολοκληρωτική εξόφληση των διμερών υποχρεώσεων προς τις χώρες της Ευρωζώνης έως το 2031, μία δεκαετία πριν από την αρχική ημερομηνία λήξης, αλλά και με την προοπτική ακόμη ταχύτερης αποπληρωμής, εφόσον οι δημοσιονομικές συνθήκες το επιτρέψουν.

Η εκδοτική δραστηριότητα του Ελληνικού Δημοσίου κατά τη διάρκεια του 2025 εξελίχθηκε ομαλά, με υψηλό βαθμό υπερκάλυψης. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες καλύφθηκαν μέσω κοινοπρακτικών εκδόσεων δεκαετών, δεκαπενταετών και τριακονταετών ομολόγων αξίας 7 δισ. ευρώ, καθώς και μέσω μηνιαίων επανεκδόσεων ύψους 700 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, οι πράξεις repos και τα έντοκα γραμμάτια διατήρησαν τη ρευστότητα του συστήματος και τη σταθερότητα της καμπύλης αποδόσεων.

Εν τω μεταξύ, οι δαπάνες για τόκους της Κεντρικής Διοίκησης παραμένουν σταθερές, στα 6-7 δισ. ευρώ ετησίως (περίπου 3% του ΑΕΠ), ενώ σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης εκτιμώνται κοντά στα 5 δισ. ευρώ για τα έτη 2025 και 2026. Η σταθερότητα αυτή αποδίδεται στη δομή του χαρτοφυλακίου, με υψηλό ποσοστό δανείων σταθερού επιτοκίου, μακρά διάρκεια ωρίμανσης και ευνοϊκές συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων.

Περιορισμένη αναμένεται να είναι και η δανειακή δραστηριότητα του 2026, καθώς οι χρηματοδοτικές ανάγκες δεν ξεπερνούν τα 8 δισ. ευρώ. Έτσι, χωρίς πίεση για εσπευσμένες εξόδους στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, οι κινήσεις του ΟΔΔΗΧ θα είναι στοχευμένες, με στόχο τη διατήρηση της κανονικότητας στις εκδόσεις, τη σταθερή παρουσία στις αγορές και τη συνεχή βελτίωση της ρευστότητας στη δευτερογενή αγορά.