Η κατανάλωση αναδεικνύεται ο βασικός μοχλός της ανάπτυξης του ΑΕΠ στη χώρα μας. Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι η χώρα μας, παρά την κρίση που αντιμετώπισε την περασμένη δεκαετία, συνεχίζει στα πρότυπα που είχε πριν από την ύφεση των προηγούμενων ετών.
Συγκεκριμένα η Ελλάδα πέρυσι κινήθηκε για άλλη μια φορά σε ιστορικό υψηλό δαπάνης, με την κατανάλωση να φτάνει στα 178 δισ. ευρώ (σε τρέχουσες τιμές). Σχεδόν τρία στα τέσσερα ευρώ του διαμόρφωσαν το ΑΕΠ στη χώρα μας το 2024 ήταν λόγω της κατανάλωσης στα νοικοκυριά. Συγκεκριμένα, το 75,3% του περυσινού ΑΕΠ σύμφωνα με την Eurostat, προήλθε από την δαπάνη των νοικοκυριών.
Το υπόλοιπο 25% του ΑΕΠ διαμορφώνεται από τις επενδύσεις και τα αποθέματα και τέλος τη διαφορά μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών. Έτσι φαίνεται ότι ο βασικός μοχλός που διαμορφώνει το ΑΕΠ στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια είναι η κατανάλωση. Και πέρυσι, για άλλη μια φορά, η χώρα μας πέτυχε νέα πρωτιά εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συγκεκριμένα το 75,3% την κατατάσσει Νο 1 χώρα σε όλη την Ε.Ε., έχοντας δεύτερη την Κροατία όπου οι καταναλωτικές δαπάνες πέρυσι αντιστοιχήθηκαν στο 70,5% του ΑΕΠ και τρίτη κατά σειρά την Πορτογαλία, με την καταναλωτική δαπάνη να ανέρχεται στο 66,6% του εθνικού της ΑΕΠ. Στην γειτονική Ιταλία η κατανάλωση στα νοικοκυριά ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι ακόμη μικρότερη και ανέρχεται στο 57,1%.
Αλβανία και το Μαυροβούνιο ξεπερνούν τη χώρα μας
Στην υπόλοιπη Ευρώπη, μόνον η Αλβανία και το Μαυροβούνιο ξεπερνούν τη χώρα μας στον δείκτη της καταναλωτικής δαπάνης, χώρες που δεν έχουν καμία παραγωγική βάση και βασίζονται κυρίως σε εμβάσματα και παροχή υπηρεσιών.
Η μεγάλη αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης φυσικά στη χώρα μας καταγράφεται μέσα στην περίοδο 2020-2024. Κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, στη χώρα μας καταγράφεται αύξηση της κατανάλωσης σχεδόν 30% καθώς από 141 δισ. ευρώ το 2019, το 2024 εκτοξεύεται στα 178 δις. ευρώ. Η ποσοστιαία αυτή επίδοση της Ελλάδας, είναι η τέταρτη μεγαλύτερη στη Ε.Ε., μετά εκείνης που σημείωσε την ίδια περίοδο η Κύπρος (+39%), η Κροατία (+45%) και η Μάλτα (+67,5%).
10% επάνω οι καταναλωτικές δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών
Ως ποσοστό του ΑΕΠ ωστόσο, Αλβανία και το Μαυροβούνιο ξεπερνούν τη χώρα μας. Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι οι καταναλωτικές δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών ως ποσοστό του ΑΕΠ από την προ κρίσης περίοδο μέχρι και σήμερα, ανήλθαν σχεδόν 10 ποσοστιαίες μονάδες. Συγκεκριμένα, πριν την κρίση κυμαινόταν στο 66% έως 68% του ΑΕΠ, ενώ τα τελευταία χρόνια κινούνται πέριξ του 75%. Το ιστορικό ρεκόρ καταγράφεται το 2022, όπου η καταναλωτική δαπάνη στη χώρα μας ανήλθε στο 77,2% του ΑΕΠ.
Ως ποσοστό του ΑΕΠ η κατανάλωση στη χώρα μας είναι υψηλότερη ακόμη και από το 2008 που τότε καταγράφεται το ιστορικό υψηλό καταναλωτικής δαπάνης σε πραγματικές τιμές. Τη χρονιά εκείνη, σύμφωνα με τη Eurostat, φτάσαμε τα 163 δισ. ευρώ, ενώ πέρυσι, σε πραγματικές τιμές του 2010, φτάσαμε στα 159 δισ. ευρώ. Βρισκόμαστε δηλαδή μια ανάσα από το ιστορικό ρεκόρ του 2008. Στην πράξη τα στοιχεία δείχνουν ότι βρισκόμαστε κάπου μεταξύ 2009 και 2010 σε όρους πραγματικής κατανάλωσης.
Στην αποταμίευση είμαστε ουραγοί
Σε αντίθεση όμως με τις χρυσές επιδόσεις της χώρας μας στην κατανάλωση, στην αποταμίευση είμαστε ουραγοί. Το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών είναι αρνητικό τουλάχιστον από το 2018 και μετά. Το 2024, το ποσοστό αποταμίευσης ήταν -2,5% μετά το -2,4% που σημειώθηκε το 2023. Και το 1ο τρίμηνο του 2025 η αποταμίευση έφτασε περίπου -8,5%.
Έρευνες όπως της Eurobank επισημαίνουν ότι η αποταμίευση των ελληνικών νοικοκυριών έχει επιδεινωθεί σημαντικά τα τελευταία έτη γεγονός που σημαίνει ότι τα νοικοκυριά ξοδεύουν περισσότερα από όσα εισπράττουν -είτε δηλαδή χρησιμοποιούν χρήματα από τα «σεντούκια» είτε καταφεύγουν σε δανεισμό. Αυτή η αρνητική αποταμίευση φαίνεται να αποτελεί την βασική αιτία της μείωσης του ρυθμού των επενδύσεων παρά τα δισ. που ρέουν στη χώρα μας από τα κοινοτικά ταμεία, αλλά και τις τράπεζες.