Διψήφια αύξηση την εξαετία 2019-2025 καταγράφεται στα τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά. Ειδικότερα, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα δείχνει σαφή σημάδια αποκλιμάκωσης, όμως η εικόνα πίσω από τους δείκτες παραμένει σύνθετη. Οι πιέσεις σε τρόφιμα, υπηρεσίες και ενέργεια συνεχίζουν να επηρεάζουν τα νοικοκυριά, ενώ οι ευρωπαϊκές συγκρίσεις φωτίζουν σημαντικές αποκλίσεις. Η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει για τρίτο συνεχόμενο μήνα αποκλιμάκωση του πληθωρισμού βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) τον Οκτώβριο.
Η επιβράδυνση του πληθωρισμού δεν συνεπάγεται ότι πέφτουν οι τιμές, αλλά ότι μειώνεται ο ρυθμός ανόδου τους. Πτώση του γενικού επιπέδου τιμών –δηλαδή αρνητικός πληθωρισμός– είχε παρατηρηθεί στο παρελθόν, τόσο την περίοδο 2013-2015, στο αποκορύφωμα της κρίσης χρέους, όσο και στα έτη 2020-2021, εξαιτίας της πανδημίας, εξηγεί η Eurobank στο report της 7 Ημέρες Οικονομίας.
Για τον Οκτώβριο, ο ετήσιος πληθωρισμός στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 1,6%, όταν στην Ευρωζώνη ήταν 2,1%. Η χώρα κατέλαβε έτσι την τέταρτη χαμηλότερη θέση ως προς την άνοδο τιμών μεταξύ των κρατών-μελών. Πρώτη βρέθηκε η Εσθονία με 4,5%, ακολουθούμενη από τη Λετονία (4,2%), την Κροατία (4,0%), την Αυστρία (4,0%), τη Σλοβακία (3,8%), τη Λιθουανία (3,7%), την Ισπανία (3,2%), τη Σλοβενία (3,1%), την Ολλανδία (3,0%), το Βέλγιο (2,5%), τη Μάλτα (2,4%), τη Γερμανία (2,3%), την Πορτογαλία (2,0%), ενώ κάτω από την Ελλάδα βρίσκονται η Φινλανδία (1,5%), η Ιταλία (1,3%), η Γαλλία (0,9%) και η Κύπρος (0,3%). Ωστόσο, στο δεκάμηνο Ιανουαρίου–Οκτωβρίου 2025, ο μέσος πληθωρισμός της Ελλάδας ήταν υψηλότερος, στο 2,9%, έναντι 2,1% στην Ευρωζώνη.

Η διαφορά αυτή οφείλεται κυρίως στον επίμονα υψηλό πληθωρισμό των υπηρεσιών, ο οποίος έως τον Ιούλιο 2025 κινήθηκε στο 5,2%, πριν αποκλιμακωθεί στο 2,7% τον Οκτώβριο. Σύμφωνα με το Προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού 2026, ο μέσος πληθωρισμός εκτιμάται στο 3% για φέτος και στο 2,2% για το 2026.
Στην αποκλιμάκωση του ΕνΔΤΚ κατά 2,1 ποσοστιαίες μονάδες από τον Αύγουστο έως τον Οκτώβριο συνέβαλαν κυρίως δύο κατηγορίες: τα ξενοδοχεία–καφέ–εστιατόρια και η στέγαση, νερό, ηλεκτρικό, αέριο και λοιπά καύσιμα. Στην πρώτη, ο πληθωρισμός υποχώρησε στο 1,4% από 6,4% τον Ιούλιο, αφαιρώντας μία ποσοστιαία μονάδα από τον γενικό δείκτη. Στη δεύτερη, μειώθηκε στο 2,4% από 8,1%, συμβάλλοντας στη μείωση κατά 0,67 μονάδες. Μικρότερη επίδραση είχαν η ένδυση–υπόδηση και τα τρόφιμα–μη αλκοολούχα ποτά. Ο «πυρήνας» του πληθωρισμού –ο δείκτης χωρίς ενέργεια, τρόφιμα, αλκοόλ και καπνό– μειώθηκε στο 1,9% τον Οκτώβριο, από 4,3% τον Ιούλιο.
Στο μέτωπο των σωρευτικών μεταβολών της τελευταίας εξαετίας –μια περίοδος που περιλαμβάνει πανδημία, ενεργειακή κρίση και γεωπολιτικές αναταράξεις– η μεγαλύτερη άνοδος καταγράφεται στα τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά: 35,3% στην Ελλάδα και 33,9% στην Ευρωζώνη. Ακολουθούν τα ξενοδοχεία–καφέ–εστιατόρια (27,2% στην Ελλάδα, 28,5% στην Ευρωζώνη), η στέγαση–ενέργεια (23,2% και 28,2% αντίστοιχα), η ένδυση–υπόδηση (21,2% έναντι 8,8%), οι μεταφορές (14,3% έναντι 20,5%), η υγεία (12,2% έναντι 11,5%), τα διαρκή αγαθά–είδη νοικοκυριού (11,9% έναντι 16,1%), η εκπαίδευση (10,7% έναντι 13,1%), η αναψυχή–πολιτισμός (8,6% έναντι 15,8%), τα άλλα αγαθά–υπηρεσίες (6,7% έναντι 21,2%), τα αλκοολούχα–καπνός (5,1% έναντι 28,3%) και οι επικοινωνίες (–7,3% έναντι –7,2%). Είναι δεδομένο ότι ο πληθωρισμός τροφίμων πλήττει δυσανάλογα τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, όπου τα τρόφιμα αποτελούν μεγαλύτερο μερίδιο του οικογενειακού προϋπολογισμού.

Στο άμεσο μέλλον, η κλιματική κρίση και οι γεωπολιτικές εντάσεις αναμένεται να συνεχίσουν να προκαλούν έντονες διακυμάνσεις στο κόστος παραγωγής τροφίμων και, κατά συνέπεια, στις τελικές τιμές τους.