Η νεότερη ανάλυση της Eurostat φέρνει στο προσκήνιο μια σκληρή πραγματικότητα, αφού σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, μόνο στην Ελλάδα και την Ιταλία το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε την περίοδο 2004-2024, κατά 5% και 4% αντίστοιχα. Σε αντίθεση με τις δύο αυτές χώρες, η Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά κατέγραψε αύξηση 22% στο πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα μέσα στα τελευταία είκοσι χρόνια. Από το 2004 μέχρι το 2008, η καμπύλη ήταν σταθερά ανοδική σε όλα τα κράτη-μέλη, ενώ η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2011 πάγωσε κάθε πρόοδο. Το 2012-2013 ακολούθησε νέα πτώση, πριν ξεκινήσει μια μακρά περίοδος ανάκαμψης που κράτησε μέχρι την πανδημία του 2020.
Η COVID-19 προκάλεσε μια ακόμη βίαιη υποχώρηση, ωστόσο το 2021 σημειώθηκε σημαντική αντίδραση, η οποία συνεχίστηκε με πιο ήπιο ρυθμό την επόμενη διετία. Τα πρώτα στοιχεία του 2024 δείχνουν εκ νέου επιτάχυνση της αύξησης των εισοδημάτων στην ΕΕ.
Στο σύνολο της εικοσαετίας, η Ρουμανία αναδείχθηκε ο «πρωταθλητής» της ανόδου, με εντυπωσιακή αύξηση 134% στο πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών. Ακολούθησαν η Λιθουανία με 95%, η Πολωνία με 91% και η Μάλτα με 90%. Στον αντίποδα, τα πιο συγκρατημένα κέρδη σημειώθηκαν στην Ισπανία (11%), στην Αυστρία (14%), στο Βέλγιο (15%) και στο Λουξεμβούργο (17%).
Στο ευρωπαϊκό αυτό μωσαϊκό ανόδου, η Ελλάδα και η Ιταλία αποτελούν τις μόνες εξαιρέσεις. Η εικοσαετία για την ελληνική οικονομία περιλαμβάνει την κρίση χρέους, τη σκληρή λιτότητα, το τρίτο μνημόνιο και τη δραστική συρρίκνωση των αποδοχών των νοικοκυριών — συγκυρία που εξηγεί την τελική αρνητική εικόνα.

Πώς αλλάζει η εικόνα την τελευταία εξαετία
Αν όμως η οπτική μεταφερθεί στην περίοδο 2019-2024, τότε η εικόνα αντιστρέφεται. Σύμφωνα με τη Eurostat, το πραγματικό εισόδημα των Ελλήνων αυξήθηκε κατά 22,3% μέσα στην τελευταία εξαετία. Κυβερνητικές πηγές υπογραμμίζουν ότι η άνοδος αυτή καταγράφεται σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της περιόδου, με μοναδική αρνητική χρονιά το 2020, όταν το σοκ της πανδημίας πάγωσε την οικονομική δραστηριότητα.
Η κυβέρνηση ερμηνεύει τα στοιχεία ως ένδειξη ότι η οικονομική ανάκαμψη της τελευταίας εξαετίας έχει ξεπεράσει την αύξηση του κόστους ζωής και επιτρέπει στα νοικοκυριά να βελτιώνουν σταδιακά το βιοτικό τους επίπεδο. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την περίοδο του τρίτου μνημονίου, κατά την οποία η φορολογική πίεση στα μεσαία στρώματα είχε αυξηθεί απότομα, περιορίζοντας δραματικά το διαθέσιμο εισόδημα.
Ενδεικτικές είναι και οι διακυμάνσεις πριν και μετά το 2019. Το 2016 και το 2017 οι ετήσιες αυξήσεις του πραγματικού εισοδήματος ήταν σχεδόν μηδενικές (0,48% και 0,46%), ενώ το 2018 καταγράφηκε οριακή μείωση (-0,05%). Αντίθετα, το 2021 σημειώθηκε άλμα 9%, καθώς η οικονομία επανερχόταν από το σοκ της πανδημίας, ενώ το 2023 η αύξηση έφτασε το 5%, παρά τις πιέσεις από τον διεθνή πληθωρισμό και τις ανατιμήσεις ενέργειας και προϊόντων.
Παρότι η Ιταλία συμμερίζεται με την Ελλάδα τη γενική εικόνα της εικοσαετούς συρρίκνωσης, στη Ρώμη η ανόρθωση του εισοδήματος την τελευταία εξαετία είναι ασθενέστερη. Η Eurostat δεν δίνει την ίδια αναλυτική αποτύπωση για τη γειτονική χώρα στο πρόσφατο εξαετές διάστημα, ωστόσο η συνολική της απόδοση από το 2004 μέχρι σήμερα αντικατοπτρίζει μια οικονομία που αντιμετωπίζει παρόμοια χρόνια προβλήματα: αργή ανάπτυξη, υψηλό χρέος, διαρθρωτικές αδυναμίες και πιέσεις από το δημογραφικό.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε καλύτερη τροχιά την τελευταία εξαετία, όμως το γεγονός ότι ξεκινά από χαμηλότερη βάση σημαίνει ότι η βελτίωση, αν και σημαντική, δεν έχει ακόμη αντισταθμίσει πλήρως την απώλεια της προηγούμενης δεκαετίας.
Τι σημαίνει αυτό για τα νοικοκυριά
Τα ευρήματα της Eurostat σκιαγραφούν μια μικτή εικόνα για την Ελλάδα: μεγάλη ζημιά σε βάθος εικοσαετίας, αλλά και εντυπωσιακή ανάταξη τα τελευταία έξι χρόνια. Η συζήτηση για την πραγματική ενίσχυση του βιοτικού επιπέδου θα παραμείνει κεντρική, καθώς ο πληθωρισμός συνεχίζει να πιέζει μισθούς και αγοραστική δύναμη.
Η ουσία είναι μία: η Ελλάδα έχει αφήσει πίσω της τη στασιμότητα του μνημονιακού δεκαετούς κύκλου, όμως απέχει ακόμη από την ουσιαστική και διατηρήσιμη σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το επόμενο διάστημα θα αποδείξει αν η ανοδική πορεία μπορεί να παγιωθεί — και αν θα παραμείνει μπροστά ή θα ξανακυλήσει.