Κομισιόν για Ελλάδα: Βάζει αστερίσκους για ανάπτυξη, ληξιπρόθεσμα, κόκκινα δάνεια και ιδιωτικοποιήσεις

Η Κομισιόν καλεί την Ελλάδα να επιταχύνει τις παρεμβάσεις, ώστε οι υφιστάμενες πιέσεις να μην μετατραπούν σε παράγοντες μακροοικονομικής αστάθειας

Οι σημαίες ΕΕ και Ελλάδας με φόντο την Ακρόπολη © INTIME/ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΙΑΚΟΣ

Με επτά καίριες προειδοποιήσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας συνοδεύει η Κομισιόν την τελευταία έκθεση μετα-προγραμματικής εποπτείας, σκιαγραφώντας κρίσιμες εστίες κινδύνου που απειλούν να επιβραδύνουν την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας. Από τα ληξιπρόθεσμα χρέη του Δημοσίου και τα «κόκκινα δάνεια» έως τις καθυστερήσεις στις ιδιωτικοποιήσεις, το υψηλό δημόσιο χρέος και τις μεταρρυθμιστικές εκκρεμότητες, οι Βρυξέλλες καλούν την Αθήνα να επιταχύνει τις παρεμβάσεις, ώστε οι υφιστάμενες πιέσεις να μην μετατραπούν σε παράγοντες μακροοικονομικής αστάθειας.

1. Διατήρηση υψηλού ρυθμού ανάπτυξης

Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να εμφανίζει θετικούς ρυθμούς, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 2% στο πρώτο εξάμηνο του 2025, ενώ για το 2026 η πρόβλεψη είναι οριακή επιτάχυνση στο 2,2%. Ωστόσο, η Κομισιόν προειδοποιεί ότι η ανάπτυξη παραμένει εύθραυστη, καθώς η Ελλάδα θα πρέπει να επιταχύνει την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που υπολείπονται με βάση το σχέδιο «Ελλάδα 2.0», εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την πλήρη απορρόφηση των διαθέσιμων κονδυλίων. Με δεδομένο ότι το 2026 το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας φτάνει στο τέλος του, η ταχύτητα του ΑΕΠ αναμένεται να επιβραδυνθεί στο 1,7% το 2027.

2. Ληξιπρόθεσμα χρέη του Δημοσίου

Το «στοκ» των καθαρών ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους αυξήθηκε από 465 εκατ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2024 σε 626 εκατ. ευρώ τον Ιούλιο του 2025, αντανακλώντας κυρίως τη μεγάλη διόγκωση των οφειλών των νοσοκομείων, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 147 εκατ. ευρώ και αντιπροσωπεύουν πλέον σχεδόν το 40% του συνόλου. Σύμφωνα με την έκθεση, η δημιουργία της Κεντρικής Αρχής Προμηθειών Υγείας (ΕΚΑΠΥ) δεν έχει ακόμα αποδώσει πλήρως τα αναμενόμενα οφέλη της, αν και αναμένεται να συμβάλει στην αποτροπή συσσώρευσης νέων οφειλών για φάρμακα και άλλες προμήθειες στο μέλλον. Αντίθετα, οι εκκρεμείς συντάξεις έχουν σε μεγάλο βαθμό εξαλειφθεί, ενώ οι οφειλές των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Νομικών Προσώπων της γενικής κυβέρνησης παραμένουν σχεδόν ανυποχώρητες, απαιτώντας πιο αποτελεσματικές δράσεις από την πλευρά της κυβέρνησης. «Η παρακολούθηση των οφειλών είναι απαραίτητη, καθώς αποτελεί βασικό δείκτη της πειθαρχίας στις πληρωμές, ενώ η συσσώρευση χρεών μπορεί να υποδηλώνει αδυναμίες στον έλεγχο των δαπανών και να επηρεάσει τις συνθήκες ρευστότητας στην ιδιωτική οικονομία», αναφέρει η έκθεση.

3. Αγορά εργασίας

Η απασχόληση θα συνεχίσει να αυξάνεται, ωστόσο η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας περιορίζεται από χρόνια δομικά προβλήματα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι χαμηλοί δείκτες συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό και τα κενά τα κενά στις δεξιότητες των εργαζομένων. Με δεδομένες τις δημογραφικές προκλήσεις της χώρας, η αύξηση της παραγωγικότητας θεωρείται κρίσιμη για τη διατήρηση της δυναμικής της ανάπτυξης και για τη μείωση του χάσματος παραγωγικότητας με την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση.

4. Μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs)

Παρά τη μείωση του δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων από 3,8% τον Δεκέμβριο του 2024 σε 3,6% τον Ιούνιο του 2025, τα «κόκκινα» δάνεια παραμένουν ένα σημαντικό πρόβλημα για τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Μεγάλο «αγκάθι» παραμένει η διαχείριση του παλαιού αποθέματος κόκκινων δανείων που έχουν μεταβιβαστεί στους servicers. Πολλά τιτλοποιημένα χαρτοφυλάκια του προγράμματος «Ηρακλής» εμφανίζουν χαμηλότερες ανακτήσεις από τις προβλέψεις των επιχειρηματικών σχεδίων, κυρίως λόγω δικαστικών εμποδίων στις διαδικασίες εκκαθάρισης. Η κυβέρνηση εισήγαγε τον περασμένο Ιούλιο μέτρα για την επιτάχυνση και ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των δικαστικών διαδικασιών, με στόχο τη μείωση των καθυστερήσεων. Το χρέος που διαχειρίζονται οι servicers εκτός τραπεζικού συστήματος αυξήθηκε κατά 10,3 δισ. ευρώ σε έναν χρόνο, φτάνοντας τα 79,7 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2025, ως αποτέλεσμα του τελευταίου κύματος τιτλοποιήσεων. Την ίδια στιγμή, το δεύτερο τρίμηνο του 2026 αναμένεται να ολοκληρωθεί η σύσταση του Φορέα Ακινήτων, ενώ παράλληλα έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των αιτήσεων στον εξωδικαστικό μηχανισμό μετά την εισαγωγή της κατηγορίας «επιλέξιμων οφειλετών», στους οποίους οι πιστωτές δεν μπορούν να αρνηθούν τον διακανονισμό, σύμφωνα με την έκθεση Μεταμνημονιακής Εποπτείας. Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας διατήρησε την ισχυρή κερδοφορία του το α’ 6μήνο και η μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους, λόγω της μείωσης των επιτοκίων, αντισταθμίστηκε από την αύξηση του όγκου δανεισμού και την αύξηση των καθαρών προμηθειών και άλλων εσόδων. Η ρευστότητα παρέμεινε υψηλή, υποστηριζόμενη από την αυξανόμενη καταθετική βάση. Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις καταθέσεις – για παράδειγμα, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν σχετικά χαμηλό λόγο δανείων προς καταθέσεις 68,9%. Ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας παρέμεινε άνετα πάνω από 200% και ο δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης βρίσκεται επίσης σε ικανοποιητικό επίπεδο (136%, 9 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ). Ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των σημαντικών ιδρυμάτων αυξήθηκε στο 20,6%, σημειώνοντας αύξηση 0,6 ποσοστιαίων μονάδων σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2024, χάρη στις εκδόσεις κεφαλαιακών μέσων και τα διακρατούμενα ενδιάμεσα κέρδη. Ωστόσο, η ποιότητα του κεφαλαίου παρέμεινε χαμηλή, καθώς οι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTCs) αντιπροσώπευαν το 38,6% των συνολικών προληπτικών ιδίων κεφαλαίων τον Δεκέμβριο του 2024, παρόλο που αυτό είναι σημαντικά χαμηλότερο από ό,τι τον Δεκέμβριο του 2021 (61%). Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες στοχεύουν στην πλήρη απόσβεση των DTCs έως το 2034, πολύ νωρίτερα από τον αρχικό στόχο του 2041

5. Καθυστερήσεις στις ιδιωτικοποιήσεις και τις επενδύσεις

Η πορεία των ιδιωτικοποιήσεων συνεχίζει να αντιμετωπίζει καθυστερήσεις, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μακροχρόνια αναβολή στην ολοκλήρωση της σύμβασης παραχώρησης της Εγνατίας Οδού. Παράλληλα, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και οι στρατηγικές επενδύσεις συναντούν γραφειοκρατικά και διοικητικά εμπόδια, που περιορίζουν τον ρυθμό υλοποίησης των έργων και την προσέλκυση κεφαλαίων. Η Κομισιόν τονίζει ότι η επιτάχυνση αυτών των διαδικασιών είναι απαραίτητη για να ενισχυθεί η αναπτυξιακή δυναμική της χώρας.

6. Δημοσιονομικές πιέσεις

Παρότι η Ελλάδα εξακολουθεί να εμφανίζει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, η Κομισιόν προειδοποιεί ότι η δημοσιονομική ισορροπία αρχίζει να κλονίζεται. Το πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης εκτιμάται στο 1,1% του ΑΕΠ το 2025, με το πρωτογενές να διαμορφώνεται στο 4,3% του ΑΕΠ το 2025, από 4,7% του ΑΕΠ το 2024 λόγω της επίδρασης του «πακέτου» των μέτρων (μείωση ασφαλιστικών εισφορών κατά μία ποσοστιαία μονάδα, αυξήσεις μισθών στο Δημόσιο). Για την περίοδο 2026–2027, οι Βρυξέλλες προβλέπουν ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα θα παραμείνουν σταθερά, αλλά το συνολικό αποτέλεσμα θα επιδεινωθεί με το πλεόνασμα να μειώνεται στο 0,3% του ΑΕΠ το 2026 και να μηδενίζεται το 2027 εξαιτίας της νέας δέσμης μόνιμων μέτρων ύψους 0,7% του ΑΕΠ το 2026 και 0,9% το 202— που περιλαμβάνει μειώσεις στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και του ΕΝΦΙΑ σε μικρούς οικισμούς, καθώς και στοχευμένες ενισχύσεις για συνταξιούχους και δημοσίους υπαλλήλους. Οι μειώσεις στον φόρο εισοδήματος αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του κόστους, με στόχο την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος και την αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, η Κομισιόν σημειώνει ότι τα «πακέτα» των παρεμβάσεων δημιουργούν νέες πιέσεις υπογραμμίζοντας την ανάγκη για προσεκτική δημοσιονομική διαχείριση τα επόμενα χρόνια, ώστε να μην υπονομευθούν τα κεκτημένα των τελευταίων ετών.

7. Χρηματοδοτικές ανάγκες και δημόσιο χρέος

Παρά τη σημαντική βελτίωση των τελευταίων ετών, η Κομισιόν επισημαίνει ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σειρά προκλήσεων γύρω από τη διαχείριση του δημόσιου χρέους και τη χρηματοδότησή της. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες του κράτους παραμένουν μεν μέτριες, κάτω από το 10% του ΑΕΠ για την περίοδο 2025-2027, αλλά η εικόνα αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις πρόωρες αποπληρωμές του Greek Loan Facility (GLF) τα έτη 2023-2024, που μείωσαν τις μελλοντικές υποχρεώσεις. Παράλληλα, το ισχυρό ταμειακό «μαξιλάρι» των 42 δισ. ευρώ -από τα υψηλότερα στην ΕΕ- προσφέρει μια σημαντική ασφάλεια απέναντι σε κινδύνους. Ωστόσο, η Κομισιόν υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα παραμένει μια χώρα με πολύ υψηλό δημόσιο χρέος: 154,2% του ΑΕΠ στο τέλος του 2024, με πρόβλεψη αποκλιμάκωσης στο 138% το 2027. Αν και οι βραχυπρόθεσμοι και μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι θεωρούνται χαμηλοί, οι μεσοπρόθεσμοι παραμένουν υψηλοί, λόγω της μεγάλης διάρκειας των δανειακών υποχρεώσεων, των μελλοντικών αποπληρωμών προς ESM και EFSF, αλλά και της ευαισθησίας της οικονομίας σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς. Στο θετικό σκέλος, η πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές παραμένει ισχυρή: το spread των ελληνικών 10ετών ομολόγων σταθεροποιείται κοντά στις 70 μονάδες βάσης, ενώ το επιτόκιο αναχρηματοδότησης διατηρείται στο 3,2%. Η μέση διάρκεια του χρέους -περίπου 20 έτη – και η μεγάλη έκταση δανείων με χαμηλά επιτόκια περιορίζουν τον άμεσο αντίκτυπο των αυξήσεων επιτοκίων διεθνώς. Η Κομισιόν πάντως προειδοποιεί ότι, παρά τη συγκρατημένη χρηματοδοτική πίεση και το «μαξιλάρι» ρευστότητας, η Ελλάδα χρειάζεται συνετή δημοσιονομική πορεία και προσεκτική διαχείριση των μελλοντικών αποπληρωμών, καθώς η Ελλάδα έχει ακόμη μπροστά της χρέος 31,6 δισ. ευρώ από το πρώτο μνημόνιο, 59,8 δισ. ευρώ προς τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) και 141,3 δισ. ευρώ προς στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF). Η αποπληρωμή του κεφαλαίου του GLF ξεκίνησε το 2020, με επιταχυνόμενη αποπληρωμή από το 2023. Η εξόφληση των δανείων του EFSF ξεκίνησε το 2023, ενώ η προγραμματισμένη αποπληρωμή των δανείων του ESM θα ξεκινήσει το 2034.