Στην ομιλία του, που κινήθηκε ανάμεσα στην οικονομική ανάλυση και τη αποτίμηση του τρόπου με τον οποίο αναπτύσσονται τα κράτη, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, βρήκε την ευκαιρία κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Οδυσσέα Αθανασίου «Γιατί αυτοί πέτυχαν», να αναδείξει τον ρόλο των θεσμών, της ηγεσίας και της κουλτούρας στην πορεία εθνών που κατάφεραν να μετατραπούν από αδύναμοι κρίκοι σε παγκόσμια παραδείγματα προόδου.
Ανατρέχοντας σε διεθνείς ιστορίες επιτυχίας, ο Διοικητής της ΤτΕ έστρεψε το βλέμμα στην Ελλάδα, περιγράφοντας τα διδάγματα της κρίσης και τη σημερινή πορεία ανάκαμψης.
Από τις ιστορικές πόλεις στα κράτη-πρότυπα
Ο Γιάννης Στουρνάρας αναφέρθηκε σε έξι πόλεις και κράτη που μελετά ο συγγραφέας: Βενετία, Πορτογαλία, Ολλανδία, Σιγκαπούρη, Νότια Κορέα και Εσθονία. Όπως εξήγησε, κανένα από αυτά δεν είχε τεράστιους φυσικούς πόρους ή εγγυημένη γεωπολιτική ασφάλεια, αλλά πέτυχαν γιατί επένδυσαν στην εκπαίδευση, το ανθρώπινο κεφάλαιο, τους θεσμούς και την εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτών.
«Η ανάπτυξη δεν είναι αποτέλεσμα ενός μόνο παράγοντα», υπογράμμισε, «αλλά συνδυασμός γεωγραφίας, ιστορίας, ηγεσίας, θεσμών και κουλτούρας».
Ανέφερε χαρακτηριστικά παραδείγματα, μεταξύ των οποίων ήταν η Βενετία που δημιούργησε ναυτική αυτοκρατορία, η Ολλανδία ως οικονομική υπερδύναμη και η Εσθονία ως πρότυπο ψηφιακής διακυβέρνησης.
Θεσμοί και διακυβέρνηση: Η λεπτή γραμμή
Στην ομιλία του, ο κ. Στουρνάρας τόνισε τη διαφορά μεταξύ θεσμών και διακυβέρνησης: «Οι θεσμοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού. Η διακυβέρνηση είναι ο τρόπος που παίζουμε το παιχνίδι». Υπογράμμισε ότι η αποτελεσματικότητα των θεσμών εξαρτάται από την κουλτούρα και τη νοοτροπία των πολιτών: αν κυριαρχεί η λογική του «να βολευτούμε», κανένας θεσμός δεν μπορεί να σταθεί όρθιος για πολύ.
Το βιβλίο, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, λειτουργεί ως καθρέφτης για την ελληνική κοινωνία, θέτοντας το ερώτημα: «Τι κάνουμε εμείς με τα δικά μας δεδομένα;». Η Ελλάδα, όπως είπε, δεν στερείται ταλέντου, δημιουργικότητας ή επιχειρηματικής φλόγας, αλλά η επιτυχία εξαρτάται από την ευθυγράμμιση πολιτικών αποφάσεων, θεσμών και κουλτούρας ευθύνης και συνεργασίας.
Μαθήματα από την ελληνική κρίση
Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρθηκε εκτενώς στην ελληνική εμπειρία των τελευταίων 15 ετών. Τόνισε ότι η κρίση έδειξε τη σημασία της πολιτικής σταθερότητας, της αξιοπιστίας και της προσήλωσης στους θεσμούς. Ο λαϊκισμός, η πόλωση και η αντίσταση σε μεταρρυθμίσεις μπορούν να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη των αγορών και των πολιτών.
Παράλληλα, επισήμανε ότι η ανάκαμψη απαιτεί συνδυασμό δημοσιονομικής προσαρμογής, διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και δημόσιων επενδύσεων.
Η Ελλάδα, όπως σημείωσε, κατάφερε να ανακτήσει αξιοπιστία στις διεθνείς αγορές, με μείωση δημόσιου χρέους, σταθερό τραπεζικό τομέα και αύξηση ξένων επενδύσεων.
Στρατηγικές προτεραιότητες για την ανάπτυξη
Ο κ. Στουρνάρας ανέλυσε επίσης τους κρίσιμους τομείς για την περαιτέρω ανάπτυξη της χώρας:
- Ενέργεια: Αναβάθμιση σε περιφερειακό κόμβο, αξιοποίηση αιολικού και ηλιακού δυναμικού, ανάπτυξη αποθηκευτικών μονάδων.
- Logistics και υποδομές: Εκσυγχρονισμός λιμανιών και δικτύων μεταφορών, ενίσχυση διεθνών εμπορικών σχέσεων.
- Ψηφιακός μετασχηματισμός: Επενδύσεις σε τεχνητή νοημοσύνη, Big Data και καινοτομία, σύνδεση έρευνας με παραγωγή.
- Δημοσιονομική σταθερότητα: Συνέπεια, μείωση χρέους, εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και ενίσχυση παραγωγικών επενδύσεων.
Όπως επισήμανε, η Ελλάδα έχει πλέον τη δυνατότητα να περάσει σε μια εποχή υψηλότερης παραγωγικότητας, μεγαλύτερης ανθεκτικότητας και διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Το μήνυμα του βιβλίου
Ο κ. Στουρνάρας κατέληξε στο βασικό συμπέρασμα του βιβλίου Αθανασίου: «Η ανάπτυξη δεν είναι πεπρωμένο, είναι στάση».
Η στάση αυτή αντικατοπτρίζει τη νοοτροπία των πολιτών, των θεσμών και της ηγεσίας απέναντι στον χρόνο, στην ευθύνη και στην καινοτομία.
Όπως τόνισε, η ιστορία δεν ανήκει σε όσους περιμένουν, αλλά σε όσους τολμούν να τη γράψουν.
«Ίσως, σε μελλοντική έκδοση του βιβλίου, ο Οδυσσέας να συμπεριλάβει και την Ελλάδα», κατέληξε ο κ. Στουρνάρας, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις, οι επενδύσεις και η στρατηγική για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της χώρας.
Μια απόπειρα να δούμε πως γράφεται η πορεία μιας χώρας
«Το βιβλίο του Οδυσσέα Αθανασίου «Γιατί αυτοί πέτυχαν» δεν είναι ούτε ένα εγχειρίδιο Οικονομικών ούτε μια στεγνή ιστορική μελέτη. Είναι κάτι πιο απαιτητικό. Είναι μια απόπειρα να δούμε πώς πραγματικά γράφεται η πορεία μιας χώρας. Όχι μόνο πάνω στους χάρτες και στα στατιστικά στοιχεία, αλλά στον τρόπο που σκεφτόμαστε, που συνεργαζόμαστε, που εμπιστευόμαστε – ή δεν εμπιστευόμαστε – ο ένας τον άλλον.
Ο συγγραφέας μας προτείνει έναν απλό, αλλά ισχυρό, παραλληλισμό. Να δούμε την ανάπτυξη ενός κράτους όπως θα βλέπαμε την πορεία ενός ανθρώπου. Όπως κάθε άνθρωπος γεννιέται με κάποια δεδομένα – χαρακτηριστικά, ταλέντα, αδυναμίες – έτσι και κάθε κράτος ξεκινά με τη γεωγραφία του, τους πόρους του, το λαό που το κατοικεί. Αυτά όμως είναι μόνο η γραμμή εκκίνησης, όχι ο τερματισμός. Αυτό που τελικά κάνει τη διαφορά είναι ο χαρακτήρας. Τον χαρακτήρα του ανθρώπου προσδιορίζουν οι αξίες του. Τον χαρακτήρα του κράτους η κουλτούρα του, οι θεσμοί του, ο τρόπος που αντιμετωπίζει τις προκλήσεις.
Μέσα από έξι πόλεις και κράτη – τη Βενετία, την Πορτογαλία, την Ολλανδία, τη Σιγκαπούρη, τη Νότια Κορέα και την Εσθονία – ο Οδυσσέας Αθανασίου δεν ψάχνει μια «μαγική συνταγή» για την ανάπτυξη. Αυτό που αναδεικνύει είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο: ότι η ανάπτυξη δεν είναι ποτέ αποτέλεσμα ενός μόνο παράγοντα.
Η γεωγραφία και τα ιστορικά γεγονότα θέτουν το πλαίσιο. Η ηγεσία και η διακυβέρνηση χτίζουν ή γκρεμίζουν ευκαιρίες. Οι θεσμοί δίνουν κανόνες και σταθερότητα. Και η κουλτούρα – αυτός ο «αόρατος αρχιτέκτονας», όπως ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει χαρακτηριστικά – καθορίζει αν όλα τα παραπάνω θα λειτουργήσουν ή θα ακυρωθούν στην πράξη. Το πιο εντυπωσιακό κοινό στοιχείο αυτών των κρατών είναι ότι τα περισσότερα δεν ήταν ευνοημένα από τον Δημιουργό. Δεν είχαν τεράστιους φυσικούς πόρους. Δεν είχαν εγγυημένη γεωπολιτική ασφάλεια. Κι όμως, πέτυχαν.
Πέτυχαν γιατί επένδυσαν συστηματικά στην εκπαίδευση και στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Πέτυχαν γιατί ανέπτυξαν θεσμούς που δημιουργούν εμπιστοσύνη: προστασία της ιδιοκτησίας, κράτος δικαίου, αξιοκρατία. Πέτυχαν γιατί άνοιξαν τις οικονομίες τους στον κόσμο, στο εμπόριο, στις ιδέες, στους ανθρώπους. Και, κυρίως, πέτυχαν γιατί καλλιέργησαν μια κουλτούρα ευθύνης και προσπάθειας. Την αντίληψη ότι η πρόοδος δεν χαρίζεται, αλλά κατακτιέται.
Η Βενετία έθεσε τα θεμέλιά της σε έναν βάλτο και έχτισε μια ναυτική αυτοκρατορία. Η μικρή σε έκταση Πορτογαλία κυρίευσε εδάφη πολλαπλάσια του μεγέθους της. Η επίσης ασήμαντη γεωγραφικά Ολλανδία έγινε οικονομική υπερδύναμη. Η Σιγκαπούρη χωρίς πόρους, αλλά ευνοημένη από τη γεωγραφική της θέση, έγινε μία από τις πιο ισχυρές «τίγρεις» της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Η Νότια Κορέα, μετά από έναν καταστροφικό πόλεμο και πολύ μεγάλη φτώχεια, είναι σήμερα μια παγκόσμια εξαγωγική δύναμη. Η Εσθονία, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, έγινε υπόδειγμα ψηφιακής διακυβέρνησης και καινοτομίας. Στην αρχή της πορείας τους, όλα αυτά τα κράτη βρέθηκαν μπροστά σε υπαρξιακά αδιέξοδα. Αντί όμως να εγκλωβιστούν σε αυτά, τα χρησιμοποίησαν ως αφετηρία. Το ένστικτο επιβίωσης έγινε συλλογική στρατηγική.
Το βιβλίο φωτίζει και κάτι ακόμα. Τη λεπτή, αλλά ουσιαστική, διαφορά ανάμεσα σε θεσμούς και διακυβέρνηση. Οι θεσμοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού. Η διακυβέρνηση είναι ο τρόπος που παίζουμε το παιχνίδι. Μπορεί να έχεις καλούς νόμους, αλλά αν η εφαρμογή τους είναι αποσπασματική, αν η διοίκηση είναι αναποτελεσματική, αν η διαφθορά θεωρείται «φυσιολογική», τότε ο θεσμός αδειάζει από περιεχόμενο.
Και από την άλλη, καμία πολιτική βούληση, όσο ειλικρινής κι αν είναι, δεν αρκεί αν δεν μεταφράζεται σε ένα συνεκτικό πλαίσιο κανόνων, ελέγχων, συνέχειας. Εδώ ακριβώς μπαίνει η κουλτούρα. Γιατί, όπως δείχνουν τα παραδείγματα του βιβλίου, οι θεσμοί δεν ζουν σε κενό αέρος. Τους στηρίζει – ή τους υπονομεύει – ο τρόπος που αντιλαμβάνεται η κοινωνία την ευθύνη, την αξιοκρατία, το συλλογικό καλό. Αν η κυρίαρχη νοοτροπία είναι «να βολευτούμε», κανένας θεσμός δεν μπορεί να σταθεί όρθιος για πολύ.
Και εδώ, αναπόφευκτα, το βιβλίο λειτουργεί σαν καθρέφτης για εμάς. Χωρίς κραυγές, χωρίς εύκολη καταγγελία, θέτει ένα σιωπηλό αλλά επίμονο ερώτημα. Τι κάνουμε εμείς ως χώρα με τα δικά μας δεδομένα; Δεν μας λείπει η γεωγραφική θέση. Δεν μας λείπει το ταλέντο, ούτε η δημιουργικότητα, ούτε η επιχειρηματική φλόγα. Εκεί που κρινόμαστε, είναι στο αν θα καταφέρουμε να ευθυγραμμίσουμε τις πολιτικές αποφάσεις με μια μακροπρόθεσμη στρατηγική, τους θεσμούς με μια πραγματική συνέπεια και διαφάνεια, και, κυρίως, την κουλτούρα μας με μια νοοτροπία ευθύνης και συνεργασίας.
Το βιβλίο «Γιατί αυτοί πέτυχαν» δεν μας προσφέρει μια λίστα «μέτρων πολιτικής». Προσφέρει κάτι πιο δύσκολο και ίσως πιο χρήσιμο: ένα πλαίσιο σκέψης. Μας δείχνει ότι η ανάπτυξη είναι αποτέλεσμα της Γεωγραφίας και της Ιστορίας, αλλά και των επιλογών της ηγεσίας, της ποιότητας των θεσμών, της επένδυσης σε παιδεία, τεχνολογία, υποδομές, και, πάνω απ’ όλα, της κουλτούρας που όλα αυτά τα θεωρεί απαραίτητα.
Θα τολμήσω να συμπυκνώσω το μήνυμα του βιβλίου σε μία φράση: «η ανάπτυξη δεν είναι πεπρωμένο, είναι στάση». Είναι η στάση ενός λαού απέναντι στο χρόνο. Εάν θα ζει μόνο για την επόμενη εκλογική αναμέτρηση ή για την επόμενη γενιά. Είναι η στάση μιας οικονομίας απέναντι στο ρίσκο και την καινοτομία. Είναι η στάση των θεσμών απέναντι στη δικαιοσύνη. Και είναι η στάση του καθενός μας απέναντι στην ευθύνη. Ο Οδυσσέας Αθανασίου, μέσα από τις ιστορίες έξι πόλεων και κρατών, μας θυμίζει ότι «η ιστορία δεν ανήκει σε όσους περιμένουν, αλλά σε όσους τολμούν να τη γράψουν».
Το ερώτημα που αφήνει εν τέλει σε όλους μας είναι απλό, αλλά καθόλου εύκολο να απαντηθεί: Θα περιοριστούμε να διαβάζουμε, σε βιβλία όπως αυτό, γιατί οι άλλοι πέτυχαν, ή θα αποφασίσουμε κάποια στιγμή να γράψουμε το αντίστοιχο κεφάλαιο και για τη δική μας χώρα;
Η ελληνική εμπειρία
«Η εμπειρία της ελληνικής κρίσης τα τελευταία 15 χρόνια προσφέρει ένα σύνολο πολύτιμων μαθημάτων για τη διαχείριση ακραίων καταστάσεων και τη χάραξη οικονομικής πολιτικής. Πρωτίστως, αναδεικνύεται από αυτήν ότι η πολιτική σταθερότητα και η αξιοπιστία αποτελούν τα θεμέλια μιας υγιούς οικονομικής πορείας.
Ο λαϊκισμός, η έντονη πόλωση και οι αντιστάσεις από οργανωμένα συμφέροντα μπορούν να καθυστερήσουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη των αγορών και των πολιτών. Αντίθετα, η προσήλωση στους θεσμούς, η διαφάνεια και η συνέπεια ενισχύουν την εικόνα της χώρας – και κάθε χώρας – και διευκολύνουν την ανάκαμψη.
Επιπλέον, η ελληνική κρίση καταδεικνύει ότι οι δημοσιονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες πρέπει να αντιμετωπίζονται προτού εξελιχθούν σε αδιέξοδο. Ωστόσο, η απλή συμμόρφωση με κανόνες ονομαστικής σύγκλισης δεν αρκεί όταν δεν συνοδεύεται από βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές. Για παράδειγμα, όσες χώρες συμμετέχουν σε μια νομισματική ένωση, όπως οι χώρες της ευρωζώνης, χρειάζεται να ενισχύουν θεσμούς, ανταγωνιστικότητα και διοίκηση, ώστε να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις μιας κοινής νομισματικής πολιτικής.
Ένα ακόμη σημαντικό δίδαγμα από την ελληνική κρίση είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να σχεδιάζονται με σωστή χρονική αλληλουχία και επαρκή θεσμική υποστήριξη. Μέτρα που επικεντρώνονται μονομερώς στη μείωση του κόστους εργασίας ή επιβαρύνουν υπερβολικά συγκεκριμένες ομάδες μπορεί να εντείνουν την ύφεση. Απαιτείται, επομένως, ένας συνδυασμός δημοσιονομικής προσαρμογής, μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη και δημόσιων επενδύσεων που στηρίζουν την οικονομική δραστηριότητα.
Τελικά, η ελληνική κρίση υπογραμμίζει ότι η αποτελεσματική διαχείριση κρίσεων απαιτεί ισχυρούς θεσμούς, δημοσιονομική υπευθυνότητα και συνεκτικές μεταρρυθμίσεις που στηρίζουν την ανάπτυξη. Παρά το βαρύ κοινωνικό κόστος, η προσαρμογή οδήγησε στην αποκατάσταση της σταθερότητας και προσέφερε πολύτιμη εμπειρία όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία βελτίωσε τους μηχανισμούς της χάρη στο ελληνικό πρόβλημα.
Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα κατάφερε να ξεπεράσει το σοκ της βαθιάς οικονομικής κρίσης και να ανακτήσει την αξιοπιστία της τόσο στις ευρωπαϊκές αγορές όσο και στη διεθνή κοινότητα. Η πορεία της δημοσιονομικής εξυγίανσης, σε συνδυασμό με στοχευμένες μεταρρυθμίσεις, έχει μετατρέψει τη χώρα σε παράδειγμα επιτυχημένης προσαρμογής και ανθεκτικότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι η απόδοση των ελληνικών ομολόγων έχει πλέον συγκλίνει με εκείνη πολλών κρατών της ευρωζώνης, ενώ οι άμεσες ξένες επενδύσεις πραγματοποιούνται με ρυθμούς σημαντικά υψηλότερους από το παρελθόν. Παράλληλα, το δημόσιο χρέος υποχωρεί με ταχύτητα ως ποσοστό του ΑΕΠ και ο τραπεζικός τομέας έχει επιστρέψει σε πορεία σταθερότητας, δημιουργώντας στέρεες βάσεις για την περαιτέρω ανάπτυξή του.
Η ελληνική οικονομία έχει καταφέρει να μετασχηματιστεί ουσιαστικά, αφήνοντας πίσω την πολυετή κρίση και καταγράφοντας από τις υψηλότερες επιδόσεις στην ευρωζώνη. Από το 2019 και μετά, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας υπερβαίνει σταθερά τον μέσο όρο των χωρών του ευρώ, επιτρέποντας στη χώρα να επιστρέψει σε τροχιά πραγματικής σύγκλισης με το ευρωπαϊκό επίπεδο ευημερίας. Το πρώτο εξάμηνο του 2025, το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε περίπου κατά 2% σε ετήσια βάση – ποσοστό που παραμένει αισθητά υψηλότερο από τις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες – και οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι αυτοί οι ρυθμοί μπορούν να διατηρηθούν τουλάχιστον έως και το 2027.
Η τρέχουσα δυναμική της οικονομίας δεν οφείλεται σε προσωρινά μέτρα τόνωσης, αλλά σε στέρεες βάσεις, δηλαδή σταθερά δημόσια οικονομικά, αυξημένη κατανάλωση, σημαντική άνοδο των επενδύσεων, ενισχυμένη από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης (RRF), καθώς και ισχυρές επιδόσεις, ιδιαίτερα στον τουρισμό, στις μεταφορές και στις ψηφιακές υπηρεσίες. Η αγορά εργασίας έχει ενισχυθεί θεαματικά, με την ανεργία να υποχωρεί σε μονοψήφιο ποσοστό για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, το εισόδημα των νοικοκυριών παρουσιάζει σημαντική βελτίωση και οι δείκτες φτώχειας και ανισότητας μειώνονται, δείχνοντας ότι η ανάπτυξη έχει πλέον ουσιαστικό κοινωνικό αποτύπωμα.
Καθοριστικός παράγοντας για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία υπήρξε η υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική των τελευταίων ετών. Η Ελλάδα επιτυγχάνει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, αξιοποιώντας τις βελτιώσεις στη φορολογική διοίκηση και τα μέτρα για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, αντί να στηρίζεται μόνο στην αυστηρή λιτότητα. Η σταθερή μείωση του δημόσιου χρέους, σε συνδυασμό με τους ευνοϊκούς όρους δανεισμού, έχει ενισχύσει την επενδυτική εικόνα της χώρας. Οι αναβαθμίσεις από διεθνείς οίκους αξιολόγησης επιβεβαιώνουν τη βελτίωση αυτή και έχουν διευκολύνει την προσέλκυση νέων κεφαλαίων.
Ως ώριμο πλέον μέλος της ευρωζώνης, η Ελλάδα μπορεί να εκμεταλλευθεί προς όφελός της το θετικό κλίμα. Η βελτιωμένη εικόνα της οικονομίας, οι αναβαθμίσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης, που προανέφερα, σε συνδυασμό με τις δηλώσεις ευρωπαίων αξιωματούχων που αναγνωρίζουν την πρόοδο της χώρας, ενισχύει το κύρος της. Αυτό το περιβάλλον δημιουργεί ένα σύνολο ευκαιριών για νέες επενδύσεις και για αξιοποίηση των κεφαλαίων που προέρχονται από την Ευρώπη.
Κρίσιμος παράγοντας για την περαιτέρω σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι η ενίσχυση των επενδύσεων, ιδιαίτερα σε τομείς που αυξάνουν την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Η συνύπαρξη δημοσιονομικής σταθερότητας, αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας και ενισχυμένων ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων δημιουργεί ένα ιδιαίτερα ελκυστικό περιβάλλον για τέτοιες στρατηγικές τοποθετήσεις.
Στο επίκεντρο της νέας αναπτυξιακής πορείας βρίσκονται οι ενεργειακές προκλήσεις. Η Ελλάδα επιδιώκει να αναβαθμίσει τον ρόλο της ως περιφερειακός ενεργειακός κόμβος, όπως έμπρακτα αποδεικνύεται από τις πρόσφατες συμφωνίες που υπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση. Με την αξιοποίηση του πλούσιου αιολικού και ηλιακού δυναμικού της, τον εκσυγχρονισμό των δικτύων και την ανάπτυξη μονάδων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, θα ενισχυθεί η ενεργειακή αυτονομία της χώρας μας και θα περιοριστεί μακροπρόθεσμα η εξάρτησή της από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα.
Την ίδια στιγμή, ο τομέας των εφοδιαστικών αλυσίδων προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες. Με τα λιμάνια και τα δίκτυα μεταφορών να αποτελούν φυσικές πύλες μεταξύ τριών ηπείρων, η αναβάθμιση των σχετικών υποδομών μπορεί να μετατρέψει την Ελλάδα σε περιφερειακό κόμβο logistics, προσελκύοντας νέες επενδύσεις και ενισχύοντας τη θέση της χώρας στο παγκόσμιο εμπόριο».
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός
«Ο ψηφιακός μετασχηματισμός αποτελεί έναν ακόμη πυλώνα ανάπτυξης. Το ταχέως αναπτυσσόμενο τεχνολογικό οικοσύστημα, με επενδύσεις σε τεχνητή νοημοσύνη, big data και σύγχρονες ψηφιακές υποδομές, μπορεί να αυξήσει την παραγωγικότητα σε όλους τους κλάδους. Αυτό καθιστά την Ελλάδα ιδιαίτερα ελκυστική για επενδυτές που αναζητούν πρόσβαση σε μια ανερχόμενη τεχνολογική αγορά.
Η σύνδεση της επιστημονικής γνώσης με την παραγωγή, στο πλαίσιο προγραμμάτων έρευνας και ανάπτυξης, τα φορολογικά κίνητρα για καινοτόμες επιχειρήσεις και η συμμετοχή σε διεθνή αμυντικά προγράμματα μπορούν να αυξήσουν την προστιθέμενη αξία της ελληνικής οικονομίας και να ενισχύσουν την αυτονομία της χώρας.
Ωστόσο, όλα αυτά προϋποθέτουν συνέπεια και συνέχεια. Απαραίτητο στοιχείο είναι, λοιπόν, η διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, αλλά και η συστηματική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη δρομολογηθεί. Ιδιαίτερη σημασία αποκτούν οι αλλαγές που μειώνουν τη γραφειοκρατία, ενισχύουν το ανθρώπινο κεφάλαιο, επιταχύνουν την απονομή δικαιοσύνης και αντιμετωπίζουν τις δημογραφικές προκλήσεις.
Οι επενδύσεις στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί από το 2019, διατηρείται όμως το επενδυτικό κενό σε σχέση με την Ευρώπη. Η επιτάχυνση των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων αποτελεί τον δρόμο για την πραγματική σύγκλιση με την ευρωζώνη και για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών. Πρόκειται για μια μοναδική ευκαιρία, την οποία η χώρα δεν πρέπει να αφήσει ανεκμετάλλευτη.
Το εξωτερικό περιβάλλον παραμένει γεμάτο προκλήσεις. Γεωπολιτικές εντάσεις, κλιματικοί κίνδυνοι, αβεβαιότητες στις αγορές ενέργειας και ο διεθνής οικονομικός κατακερματισμός αποτελούν σημαντικές απειλές. Στο εσωτερικό, υπάρχουν ανοικτά ζητήματα, όπως το υψηλό ιδιωτικό χρέος, το χαμηλό κεφαλαιακό απόθεμα, οι δημογραφικές πιέσεις, η περιορισμένη συμμετοχή των γυναικών και των νέων στην αγορά εργασίας και η αργή απονομή της δικαιοσύνης. Παράλληλα, το υψηλό κόστος της στέγασης επιβαρύνει ολοένα περισσότερο τα νοικοκυριά.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο στόχος της χώρας δεν είναι απλώς η συνέχιση της ανάκαμψης, αλλά η επιτάχυνση της πορείας προς τη μακροχρόνια σύγκλιση. Αυτό απαιτεί κάλυψη του επενδυτικού κενού και σταθερή άνοδο της παραγωγικότητας μέσα από την καλύτερη αξιοποίηση εγχώριων πόρων, ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων και άμεσων ξένων επενδύσεων, ειδικά σε τομείς διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών.
Παράλληλα, η οικονομική σταθερότητα πρέπει να παραμείνει αδιαπραγμάτευτη. Η ταχύτερη μείωση του δημόσιου χρέους και η πλήρης συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ θα ενισχύσουν περαιτέρω την αξιοπιστία της χώρας. Η δημοσιονομική πολιτική οφείλει να γίνει πιο αναπτυξιακή, δίνοντας προτεραιότητα σε νέες επενδύσεις, στην εκπαίδευση, στην καινοτομία και στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος.
Τελικά, αυτό που θα καθορίσει την επόμενη φάση της ελληνικής οικονομίας είναι η αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων και η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων από την Ευρώπη. Η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση πρέπει να αντιμετωπιστούν ως στρατηγικό στοίχημα. Εφόσον η χώρα μας συνεχίσει με συνέπεια τις μεταρρυθμίσεις, έχει τις προϋποθέσεις να περάσει σε μια εποχή υψηλότερης παραγωγικότητας, μεγαλύτερης ανθεκτικότητας και διατηρήσιμης ανάπτυξης»