Σύννεφα έχουν αρχίσει να συγκεντρώνονται πάνω από τον στόχο για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2025, μετά τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που αντανακλούν μια εικόνα πολύ πιο αδύναμη από τις αρχικές προβλέψεις. Παρά τις προσδοκίες ότι το ενισχυμένο τουριστικό ρεύμα και οι υψηλότερες εισπράξεις θα έδιναν φέτος την απαιτούμενη ώθηση στο ΑΕΠ, η «ατμομηχανή» της χώρας έτρεξε με ρυθμό μόλις 2% στο τρίτο τρίμηνο, επιβεβαιώνοντας ότι το στοίχημα για μέσο ρυθμό 2,2% στο σύνολο της χρονιάς μόνο εύκολο δεν είναι.
Το εννεάμηνο σκιαγραφεί μια πορεία ανοδική, αλλά με ταχύτητες χαμηλότερες από τις απαιτούμενες για να καλυφθεί το έλλειμμα δυναμικής που άφησε πίσω της η υποτονική επίδοση του δεύτερου τριμήνου. Οι πρόσφατες αναθεωρήσεις της ΕΛΣΤΑΤ ανεβάζουν την ανάπτυξη του πρώτου τριμήνου στο 2,4% (από 2,2%), ενώ το δεύτερο τρίμηνο υποχωρεί στο 1,6% (από 1,7%), διαμορφώνοντας έναν μέσο όρο 2% για το εννεάμηνο.
Αυτό πρακτικά σημαίνει πρακτικά ότι για να φτάσει η χώρα στο 2,2% στο τέλος της χρονιάς, το τέταρτο τρίμηνο πρέπει να επιταχύνει στο 2,8%, έναν ρυθμό ιδιαίτερα απαιτητικό, που προϋποθέτει την ενεργοποίηση όλων των διαθέσιμων μοχλών της οικονομικής δραστηριότητας.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τις ετήσιες μεταβολές φωτίζουν τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία της εικόνας. Από τη μία πλευρά, η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε κατά 2,1%, επιβεβαιώνοντας ότι τα νοικοκυριά εξακολουθούν να αποτελούν βασικό πυλώνα στήριξης της οικονομίας, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις και την επιφυλακτικότητα που καταγράφεται σε ορισμένες κατηγορίες δαπανών.
Παρατεταμένη ακρίβεια στην κατανάλωση
Μπορεί ο πληθωρισμός να έχει αποκλιμακωθεί, ωστόσο η παρατεταμένη ακρίβεια στην κατανάλωση και στις υπηρεσίες δυσχεραίνει την ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης. Το αποτέλεσμα είναι οι μισθολογικές αυξήσεις να απορροφώνται από την ακρίβεια, χωρίς να μεταφράζονται σε μεγαλύτερη κατανάλωση.
Από την άλλη πλευρά, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου ενισχύθηκαν κατά 12,8%, μια επίδοση που θεωρείται καίρια για τη διατήρηση της μεσοπρόθεσμης αναπτυξιακής δυναμικής. Το αποτέλεσμα αυτό αποδίδεται σε συνέχιση έργων υποδομής, επενδύσεις στον τουρισμό, αλλά και ανανέωση μηχανολογικού εξοπλισμού στη βιομηχανία.
Το εξωτερικό εμπόριο
Στο μέτωπο του εξωτερικού εμπορίου, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν συνολικά κατά 1,7%, κίνηση που υποστηρίζει το ΑΕΠ, έστω κι αν οι ρυθμοί ανόδου δεν είναι ιδιαίτερα δυναμικοί. Οι εξαγωγές αγαθών ενισχύθηκαν κατά 1,7%, ενώ οι υπηρεσίες -παρά το υψηλό επίπεδο τουριστικής δραστηριότητας— κατέγραψαν πιο συγκρατημένη αύξηση 1,1%.
Αντίθετα, οι εισαγωγές υποχώρησαν κατά 4%, με τις εισαγωγές αγαθών να μειώνονται κατά 5%, κάτι που εν μέρει αντανακλά μείωση της εγχώριας ζήτησης αλλά και τη σταδιακή εξισορρόπηση των αποθεμάτων. Η πτώση των εισαγωγών υπηρεσιών κατά 0,8% συνέβαλε επίσης θετικά στο ισοζύγιο, περιορίζοντας τις πιέσεις στο εξωτερικό ισοζύγιο πληρωμών.
Παρά τις θετικές ενδείξεις σε κατανάλωση, επενδύσεις και εξαγωγές, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να κινείται σε ένα στενό περιθώριο μεταξύ δυναμικής και αδυναμιών. Η επίτευξη του στόχου 2,2% για το 2025 θα εξαρτηθεί από την αντοχή της ζήτησης στο τέλος της χρονιάς, την πορεία των επενδύσεων, αλλά και τις εξωτερικές συνθήκες – από την ευρωπαϊκή οικονομική επιβράδυνση έως τις διεθνείς γεωπολιτικές εντάσεις.