Ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης τοποθετήθηκε εκτενώς επί του «σχεδίου νόμου για τις κοινωφελείς περιουσίες και ιδρύματα, τις σχολάζουσες κληρονομιές και δωρεές προς το Δημόσιο» στην Ολομέλεια της Βουλής, με την ευκαιρία της ανακοίνωσης της αποκατάστασης των πληγέντων σε Μάτι και Μάνδρα.
Συγκεκριμένα τόνισε ο Κυριάκος Πιερρακάκης:
«Όταν μιλάμε για κοινωφελή ιδρύματα και για το Ζάππειο, δεν μιλάμε απλώς για ακίνητα, ισολογισμούς ή νομικά σχήματα. Μιλάμε για κάτι βαθύτερο: για τον τρόπο με τον οποίο μια κοινωνία συνομιλεί με το παρελθόν της και, ταυτόχρονα, αποφασίζει πως θα επενδύσει στο μέλλον της. Γιατί η συνομιλία με το παρελθόν και το μέλλον αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.
Τα κοινωφελή ιδρύματα γεννήθηκαν από μια γενιά ανθρώπων που πίστευαν ότι ο πλούτος, πέρα από προσωπικό δικαίωμα, συνιστά και κοινωνική ευθύνη. Άφησαν περιουσίες για να λειτουργούν ενεργά. Για να κινούνται, να αποδίδουν, να επιστρέφουν αξία στην κοινωνία και ενίοτε στους τόπους καταγωγής τους. Αυτή ήταν η ουσία της βούλησής τους: Όχι η ακινησία, αλλά η διαρκής προσφορά.
Κι όμως, στη χώρα μας, για πολλά χρόνια, αυτή η βούληση παγιδεύτηκε. Στο όνομα της προστασίας, συγκροτήθηκε ένα σύστημα που τελικά προστάτευε κυρίως την αδράνεια. Στο όνομα του ελέγχου, αποδεχθήκαμε τη στασιμότητα. Έτσι, σημαντικές κοινωφελείς περιουσίες βασικά έμειναν αδρανείς λόγω της απουσίας εργαλείων που επιτρέπουν τη δράση.
«Πρόβλημα νοοτροπίας»
Αυτή δεν ήταν απλώς μια διοικητική δυσλειτουργία. Ήταν πρόβλημα νοοτροπίας. Η αδράνεια θεωρήθηκε ασφαλής επιλογή, όπως συνήθως εγώ θα έλεγα, θεωρείται και σε πολλά. Όμως η αδράνεια δεν είναι ουδέτερο μέγεθος. Κάθε χρόνος χωρίς δράση σημαίνει χαμένη κοινωνική αξία, ακύρωση της πρόθεσης των διαθετών, αποσύνδεση των ιδρυμάτων από τη ζωή των ανθρώπων που προορίζονταν να ωφεληθούν.
Ακριβώς εδώ προκύπτει η ανάγκη αλλαγής παραδείγματος. Τα κοινωφελή ιδρύματα δεν μπορούν να αξιολογούνται μόνο από το αν υπάρχουν τυπικά. Πρέπει να κρίνονται από το αν επιτελούν ουσιαστικά τον σκοπό τους. Αν λειτουργούν, αν παράγουν αποτέλεσμα, αν απαντούν στις πραγματικές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας.
Γι’ αυτό το νέο πλαίσιο θέτει στο επίκεντρο τρεις έννοιες: Γνώση, διαφάνεια και δράση. Για πρώτη φορά, μέσω του Ενιαίου Ηλεκτρονικού Μητρώου Κοινωφελών Περιουσιών, το κράτος αποκτά πλήρη, ενιαία και δημόσια εικόνα του συνόλου των ιδρυμάτων, των περιουσιών τους, των διοικήσεών τους και των πράξεών τους. Πρόκειται για έναν μηχανισμό που συνδέει τη διαφάνεια με τη λειτουργική ύπαρξη.
Η Πολιτεία παρεμβαίνει, δεν παραμένει αδρανής
Παράλληλα, στο παρόν σχέδιο νόμου η αδράνεια παύει να είναι ασαφής έννοια. Ορίζεται με αντικειμενικά κριτήρια και ενεργοποιεί συγκεκριμένες διαδικασίες. Όταν ένα ίδρυμα για χρόνια δεν δημοσιοποιεί στοιχεία ή όταν δεν κατευθύνει ουσιαστικό μέρος των εσόδων του στον κοινωφελή του σκοπό, η Πολιτεία δεν στρέφει αλλού το βλέμμα, η Πολιτεία παρεμβαίνει. Ενεργοποιείται μια διαδικασία επανεκκίνησης, με σαφές χρονοδιάγραμμα και ευθύνη.
Σε αυτό το σημείο αποκτά καθοριστικό ρόλο ο νέος φορέας διαχείρισης αδρανών περιουσιών και κληρονομιών. Ένας φορέας που δεν δημιουργείται για να υποκαταστήσει μόνιμα τη φυσιολογική λειτουργία των ιδρυμάτων, αλλά για να διασφαλίσει ότι η αδράνεια δεν παγιώνεται. Όταν δεν υπάρχει διοίκηση ή όταν η λειτουργία έχει ουσιαστικά εγκαταλειφθεί, η Πολιτεία παρεμβαίνει προσωρινά, για να προστατεύσει τον κοινωφελή σκοπό και να επαναφέρει τη λειτουργία εκεί όπου αυτή έχει διακοπεί.
Την ίδια ακριβώς φιλοσοφία υπηρετούν και οι νέες ηλεκτρονικές πλατφόρμες που εισάγονται. Η ψηφιακή καταγραφή των σχολαζουσών κληρονομιών απλοποιεί διαδικασίες που μέχρι σήμερα απαιτούσαν χρόνια. Περιουσίες που έμεναν «ορφανές» και εγκλωβισμένες σε αδιέξοδα και πλέον αποκτούν πλέον σαφή και ταχύτερο διοικητικό δρόμο αξιοποίησης, ώστε να επιστρέφουν στην κοινωνία και στους σκοπούς που τις δικαιολογούν. Αντίστοιχα, η ψηφιακή πλατφόρμα δωρεών προς το Δημόσιο δημιουργεί ένα περιβάλλον απλό, διαφανές και αξιόπιστο για όσους επιθυμούν να προσφέρουν.
Ο αδρανής πλούτος στην Ελλάδα
Και εδώ απλώς να προσθέσω ότι θυμάμαι αυτήν την συζήτηση εδώ και χρόνια, από τα χρόνια του πρώτου Μνημονίου – ενδεχομένως και από πιο πριν – να μιλάμε για το πώς υπάρχει αδρανής πλούτος στην χώρα μας: ιδρύματα τα οποία υπάρχουν στην Ελλάδα από τον 19ο αιώνα, και τα οποία έχουν περιουσίες που μένουν αναξιοποίητες λόγω ενός θεσμικού πλαισίου και ενός θεσμικού περιβάλλοντος, το οποίο δεν έχει προσαρμοσθεί στο σήμερα. Γιατί;
Γιατί, ενδεχομένως τότε ο διαθέτης να είχε αφήσει μια πάρα πολύ συγκεκριμένης λογικής διάταξη, σε σχέση με το πως αυτά τα ιδρύματα θα λειτουργούσαν. Και πρέπει σήμερα να έρθει η Πολιτεία με μηχανισμούς δικούς της να επανερμηνεύσει την αρχική διάθεση, την αρχική πρόθεση και να μπορέσει να προσφέρει το έργο, την περιουσία αυτών των ιδρυμάτων, εκεί που ήταν ο θεμελιώδης σκοπός εξ αρχής, στην κοινωνία.
Μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο, το Ζάππειο αποκτά έναν ιδιαίτερο ρόλο ως σύμβολο μίας μετάβασης από το χθες στο σήμερα, αντανακλώντας αυτόν τον νέο τρόπο αντίληψης για το πώς πρέπει να αξιοποιούμε αυτή την περιουσία. Το Ζάππειο είναι ένας χώρος με τεράστιο ιστορικό και πολιτιστικό βάρος, για χρόνια λειτουργούσε μέσα σε δομές οι οποίες δεν του επέτρεπαν να εξελιχθεί με τον ρυθμό που απαιτεί η εποχή.
Η επιλογή ενός πιο ευέλικτου σχήματος διοίκησης για το Ζάππειο δεν αλλοιώνει τον δημόσιο χαρακτήρα του – όπως εδώ ερχόμαστε μέσα από αυτό το σχέδιο νόμου να προτείνουμε – τον ενισχύει. Επιτρέπει την υλοποίηση αναγκαίων ενεργειακών και τεχνικών παρεμβάσεων, τη βελτίωση της λειτουργικότητας και τον καλύτερο σχεδιασμό του μέλλοντος του. Επιτρέπει, τελικά, στο Ζάππειο να είναι έτοιμο να διαδραματίσει ξανά έναν κεντρικό ρόλο στη δημόσια και ευρωπαϊκή ζωή της χώρας, ενόψει μάλιστα και της ελληνικής προεδρίας το 2027.
Τα κοινωφελή ιδρύματα
Στον πυρήνα όλων αυτών βρίσκεται μία κοινή αρχή: Ο σεβασμός στην προσφορά δεν εκφράζεται με ακινησία, εκφράζεται με συνέχεια. Η μεγαλύτερη τιμή προς αυτούς που άφησαν πίσω αυτή τις συγκεκριμένες κοινωφελείς περιουσίες, είναι η αξιοποίηση αυτής της πολύ μεγάλης παρακαταθήκης, αυτού του πολύ μεγάλου έργου.
Τα κοινωφελή ιδρύματα και το Ζάππειο μπορούν να γίνουν παράδειγμα ενός κράτους που μετατρέπει τη μνήμη σε δράση και την κληρονομιά σε αποτέλεσμα. Ενός κράτους που δεν φοβάται να κινηθεί, να αναλάβει ευθύνη και να αποδώσει λογαριασμό για το έργο του.
Και αυτή ακριβώς είναι η ουσία της αλλαγής που επιχειρούμε. Να αντικαταστήσουμε τη σιωπή της αδράνειας με τη δυναμική της προσφοράς.
Μέσα στο ίδιο νομοσχέδιο υπάρχουν πολλές διατάξεις με κοινωνικό πρόσημο και ορισμένες εξ αυτών με ιδιαίτερο, βαρύ συμβολισμό και εξίσου μεγαλύτερη ουσία . Χτες το βράδυ κατατέθηκε μια τροπολογία που αφορά δύο τραγωδίες που σημάδεψαν ανεξίτηλα τη συλλογική μας μνήμη: Την πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου 2018 στο Μάτι και την πλημμύρα της 15ης Νοεμβρίου 2017 στη Μάνδρα Αττικής.
Καμία νομοθετική ρύθμιση, καμία αποζημίωση, καμία σύνταξη δεν μπορεί να επαναφέρει τους ανθρώπους που χάθηκαν. Δεν μπορεί να απαλύνει τον πόνο των συγγενών τους. Δεν μπορεί να διορθώσει όσα έγιναν μέσα σε λίγες ώρες.
Για οκτώ ολόκληρα χρόνια, οι οικογένειες των θυμάτων και οι ίδιοι οι πληγέντες περίμεναν το κράτος να είναι παρόν. Και αυτή η βασανιστική αναμονή, μετατράπηκε σε ένα δεύτερο τραύμα, θεσμικό, διοικητικό, αλλά πάνω απ’ όλα ανθρώπινο.
Η παραίτηση του Ελληνικού Δημοσίου από τα ένδικα μέσα
Η πρώτη θεσμική πράξη του κράτους, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων μου στο Υπουργείο Οικονομικών τον Μάρτιο του 2025, σε απόλυτη συνεννόηση με τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη- από όλους εμάς στο οικονομικό επιτελείο – ήταν η παραίτηση του Ελληνικού Δημοσίου από τα ένδικα μέσα στις συγκεκριμένες υποθέσεις.
Αυτή η λογική δικαιοσύνης αποτυπώνεται καθαρά στο νομοσχέδιο που συζητούμε σήμερα».