Στο 2,1% τοποθετεί τον πήχη της ανάπτυξης για το 2026 το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, με τις εκτιμήσεις να είναι πιο συντηρητικές σε σχέση με αυτές του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης. Παρά την ώθηση από την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις οι προβλέψεις για τον επόμενο χρόνο παραμένουν συγκρατημένα συγκρατημένες με την έκθεση να υπογραμμίζει ότι η ελληνική οικονομία κινείται μεν σε θετική τροχιά, αλλά παραμένει κρίσιμη η διαχείριση του χρέους και η επιτάχυνση των αναπτυξιακών έργων.
Σύμφωνα με την έκθεση που παρουσίασε ο επικεφαλής του Γραφείου, Ιωάννης Τσουκαλάς, το πρωτογενές πλεόνασμα για την περίοδο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2025 ανέρχεται στα 18,5 δισ. ευρώ, με τις εκτιμήσεις να συγκλίνουν στο ότι σε ετήσια βάση θα υπερβεί ακόμη και το 4% του ΑΕΠ από 3,7% του ΑΕΠ που προβλέπει ο προϋπολογισμός. Η επίδοση αυτή δημιουργεί νέο δημοσιονομικό χώρο και εξυπηρετεί τα σχέδια για ταχύτερη αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους.
Στο μέτωπο της ανάπτυξης, η πρόβλεψη για το 2025 παραμένει στο 2,2%, ενώ για το 2026 η βασική εκτίμηση τοποθετείται στο 2,1%, με εύρος από 1,9% έως 2,6%, ανάλογα με την πορεία των επενδύσεων. Η εκτίμηση στον προϋπολογισμό είναι για ανάπτυξη 2,4% τον επόμενο χρόνο. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 12% το τρίτο τρίμηνο, αντισταθμίζοντας τη μείωση των αποθεμάτων και ενισχύοντας τη μεσοπρόθεσμη δυναμική.
Ιδιαίτερα θετική είναι η εικόνα στην αγορά εργασίας. Το ποσοστό ανεργίας υποχωρεί στο 8,8%, πλησιάζοντας τα προ κρίσης επίπεδα, ενώ η απασχόληση αυξάνεται κατά 81.000 θέσεις εργασίας. Παράλληλα, οι κενές θέσεις μειώνονται κατά 6,9%, περίπου στις 41.000, ένδειξη εξομάλυνσης των εντάσεων στην αγορά εργασίας.
Χρέος και παραγωγικότητα
Σημαντικό τμήμα της έκθεσης αφιερώνεται στη σχέση δημόσιου χρέους και παραγωγικότητας. Όπως επισημαίνεται, η διεθνής βιβλιογραφία δείχνει ότι όταν το χρέος υπερβαίνει το 90% του ΑΕΠ, αρχίζει να επηρεάζει αρνητικά την παραγωγικότητα. Στην ελληνική περίπτωση, την περίοδο 1980–2008 το χρέος αυξανόταν με σχετικά ομαλούς ρυθμούς, παράλληλα με την παραγωγικότητα. Μετά το 2009, όμως, η επιταχυνόμενη αύξηση του λόγου χρέους/ΑΕΠ συνοδεύτηκε από έντονη πτώση της παραγωγικότητας.
Η έκθεση εκτιμά ότι όταν το χρέος υπερβαίνει το 105% του ΑΕΠ, κάθε αύξηση κατά μία μονάδα μειώνει την παραγωγικότητα κατά περίπου 0,6%, οδηγώντας σε συνολική υστέρηση της τάξης του 13,1% σε σχέση με τη μακροχρόνια τάση κατά την περίοδο της κρίσης. Κομβικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη έπαιξε η υποχώρηση των ιδιωτικών επενδύσεων, οι οποίες από 13,8% του ΑΕΠ την περίοδο 1980–2009 μειώθηκαν στο 8,9% τα επόμενα χρόνια.
Η διόγκωση του χρέους αυξάνει το κόστος δανεισμού, περιορίζει τη χρηματοδότηση των ιδιωτικών επενδύσεων και οδηγεί σε «crowding out», μέσω αυξημένων φόρων και περιορισμένων δαπανών. Για τον λόγο αυτό, η ταχεία μείωση του χρέους χαρακτηρίζεται πρώτη προτεραιότητα οικονομικής πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο, η νέα πρόωρη αποπληρωμή των δανείων από το πρώτο μνημόνιο ύψους 5,9 δισ. ευρώ αξιολογείται ως θετικό βήμα, καθώς ενισχύει την αξιοπιστία της χώρας και τη θέτει σε τροχιά περαιτέρω αναβαθμίσεων.
Θετικές και αρνητικές προοπτικές
Για το 2026, οι προοπτικές παραμένουν συγκρατημένα αισιόδοξες. Το κενό ΦΠΑ έχει μειωθεί αισθητά από 11,5% το 2023 σε επίπεδα κάτω από το 10% σήμερα, πλησιάζοντας τον μέσο όρο της ΕΕ (9,5%). Παράλληλα, αναμένεται επιτάχυνση της επενδυτικής δραστηριότητας, στοιχείο που μπορεί να οδηγήσει το ΑΕΠ προς το άνω εύρος των προβλέψεων.
Θετικά αξιολογούνται και τα μέτρα για το στεγαστικό, όπως το πρόγραμμα ανακαινίσεων ύψους 400 εκατ. ευρώ, αν και επισημαίνεται ότι δεν επαρκούν, καθώς αφορούν περίπου 11.500 ακίνητα, μόλις το 10% των αδρανών κατοικιών που εκτιμώνται σε 150.000.
Στον αντίποδα, παραμένουν οι ανησυχίες για το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, παρότι έχει βελτιωθεί, αλλά και για το ύψος των φορολογικών απαλλαγών, οι οποίες φθάνουν τα 28,4 δισ. ευρώ, περίπου το 33% των φορολογικών εσόδων, χωρίς μηχανισμό αξιολόγησης της αποτελεσματικότητάς τους.
Ο πληθωρισμός για το 2026 εκτιμάται ότι θα κινηθεί μεταξύ 2,5% και 2,6%, με τις αυξήσεις στις υπηρεσίες – ιδίως σε στέγαση, ξενοδοχεία και εστίαση – να διατηρούν τις πιέσεις, ένα φαινόμενο που είναι κοινό σε όλη την ΕΕ λόγω της αναπροσαρμογής των μισθών. Οι κίνδυνοι από τα ενεργειακά ρίσκα προς το παρόν έχουν περιοριστεί και δεν είναι ανεξέλεγκτοι αλλά εξακολουθούν να επηρεάζονται από τις διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις.
Το στοίχημα μετά το 2026
Ο βασικός κίνδυνος, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού, αφορά την αβεβαιότητα στο διεθνές περιβάλλον και τις επιπτώσεις της στις ιδιωτικές επενδύσεις. Η αβεβαιότητα δεν ακυρώνει επενδυτικά σχέδια, αλλά τα «παγώνει», κάτι που καθιστά κρίσιμο το 2026. Με ρυθμό ανάπτυξης 2,1%, οι επενδύσεις κινούνται γύρω στο 7%, ενώ μετά το 2026 το τοπίο γίνεται πιο θολό.
Καθοριστικός παραμένει και ο στόχος της μείωσης του χρέους προς τη «μαγική περιοχή» του 100% του ΑΕΠ. Υπάρχουν περιθώρια τα επόμενα δύο χρόνια το χρέος να αποκλιμακωθεί κοντά στο 120%, μετά όμως δυσκολεύουν τα πράγματα καθώς οι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας γίνονται ασθενέστεροι