Η ραγδαία αποεπένδυση ήταν το σήμα κατατεθέν της κρίσης που ξέσπασε το 2009. Αντίθετα, η έξοδος από αυτήν, από το 2018 και μετά, συνοδεύτηκε από την ανάκαμψη των ρυθμών επένδυσης. Κι ας μην προσπερνάμε το καθοριστικό αυτό «βαρόμετρο» για την κατάσταση της οικονομίας, με το σκεπτικό ότι δεν αφορά στην καθημερινότητά μας. Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή συνδέσει άμεσα την πορεία των επενδύσεων με το αν μέχρι το 2033 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα υπερβεί τα προ κρίσης επίπεδα. Για να επισημάνει ότι «χωρίς στοχευμένες πολιτικές για τη στήριξη της ισχυρής αύξησης των επενδύσεων, την προώθηση της υιοθέτησης νέων τεχνολογιών και τη στήριξη της εμβάθυνσης του κεφαλαίου, η Ελλάδα ενδέχεται να δυσκολευτεί να επιτύχει διατηρήσιμη βελτίωση στην παραγωγικότητα της εργασίας, η οποία είναι καθοριστικής σημασίας για τη μακροπρόθεσμη οικονομική μεγέθυνση».
Παρά όμως το θετικό πρόσημο στον επενδυτικό τομέα, τα πράγματα δεν πάνε τόσο καλά όσο απαιτεί η αναπτυξιακή πορεία του τόπου. Κι αυτό, όχι μόνο με βάση τις επισημάνσεις του Γραφείου της Βουλής αλλά ακόμα και με βάση τις ίδιες τις προβλέψεις του κρατικού προϋπολογισμού, παρά το θετικό πρόσημο στις επενδύσεις από το 2018 μέχρι σήμερα και παρά τη στήριξη από το Ταμείο Ανάκαμψης, όπου επίσης οι επιδόσεις της χώρας είναι αξιοσημείωτες. Όμως σε ρεπορτάζ του powergame.gr (13/5/2025) επισημαίνεται πως «στην έκθεση προόδου που εστάλη τέλη Απριλίου στις Βρυξέλλες, ο ρυθμός αύξησης των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου για το 2024 υποβαθμίστηκε στο 4,5%, έναντι 6,7% που προέβλεπε ο προϋπολογισμός του 2025. Το «ψαλίδισμα» είναι ακόμη μεγαλύτερο σε σύγκριση με παλαιότερες εκτιμήσεις, καθώς το Πρόγραμμα Σταθερότητας του 2024 προσδιόριζε την επίδοση στο 9,1%, ενώ ο προϋπολογισμός του 2024 μιλούσε για «έκρηξη» της τάξης του 15,1%».
Τι συμβαίνει λοιπόν και μπαίνει φρένο; Δεν είναι άγνωστες οι πληγές. Πρώτον, η αγορά στενάζει από έλλειψη χρηματοδότησης. Δεύτερον, οι οφειλές του Δημοσίου προς ιδιώτες έχουν χτυπήσει κόκκινο, ανήλθαν στα 2,5 δις ευρώ τον περασμένο Ιανουάριο ενώ εάν συνυπολογιστούν και οι επιστροφές φόρων που εκκρεμούν, τότε το «φέσι» στον ιδιωτικό τομέα ξεπερνά τα 3,5 δις ευρώ.
Τρίτον- και όχι άσχετο με τα δύο πρώτα- τα συχνά ανυπέρβλητα γραφειοκρατικά εμπόδια και καθυστερήσεις που εξακολουθούν να αποθαρρύνουν εγχώριους και ξένους επενδυτές. Ακόμη, ένα δαιδαλώδες, «αντιπαραγωγικό» φορολογικό σύστημα. Με άλλα λόγια, η πολυπλόκαμη κρατική μηχανή αδρανείας εξακολουθεί να μπαίνει εμπόδιο στην υλοποίηση ακόμα και φιλόδοξων επενδυτικών σχεδίων. Η «ένεση» των 500 δισ. ευρώ για δημόσιες επενδύσεις που πρόσφατα ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να δώσει μια αναπτυξιακή ώθηση, δεν θεραπεύει όμως την αιτία της επενδυτικής δυσπραγίας.
Όλα βέβαια καταλήγουν στην λέξη-κλειδί, που είναι η μεταρρύθμιση των κρατικών δομών. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός την περασμένη Τρίτη στη συνάντησή του με το νέο Καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς τόνισε πως «η Ελλάδα γυρίζει σελίδα και θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις που θα την καταστήσουν ελκυστικό προορισμό για επενδύσεις».
Κι όμως, παρά τη βούληση για τομές και αλλαγές, υπάρχει μια ευρύτερη φιλολογία που θεωρεί ότι παρήλθε ο καιρός για ριζικές μεταρρυθμίσεις. Στην μεν κυβέρνηση, παράγοντες εκτιμούν ότι αυτά έπρεπε να προχωρήσουν στην πρώτη τετραετία, ενώ τώρα, στη δεύτερη, το πολιτικό κόστος θα είναι δυσανάλογα βαρύ. Στην αντιπολίτευση, αν εξαιρέσει κάποιος το ΠΑΣΟΚ, τα κόμματα της Αριστεράς εμφανίζουν μια δυσανεξία σε όποιο επενδυτικό άνοιγμα, ιδιαίτερα από το εξωτερικό.
Αν όμως στο πολιτικό φάσμα είναι φανερή η απροθυμία για μεταρρυθμίσεις που θα ευνοήσουν τις επενδύσεις -πολύ περισσότερο στην πορεία για τις εκλογές όπου τα πολιτικά κόστη ή οι δημαγωγικές αντιπολιτευτικές φωνές περισσεύουν-οι διαθέσεις στην κοινή γνώμη δεν ευθυγραμμίζονται με την πολιτική αδράνεια. Στην πρόσφατη έρευνα της Eteron, καταγράφεται ένα απροσδόκητο ρεύμα που μάλλον ευνοεί αυτούς που θα τολμήσουν τις όποιες τομές για αλλαγές. Στα ερωτήματα για το τι «φορτίο»- θετικό ή αρνητικό- εμπεριέχουν βασικές έννοιες, οι απαντήσεις εκπλήσσουν. Ο εκσυγχρονισμός παραμένει στη δεύτερη θέση των προτιμήσεων, συγκεντρώνοντας το 85,5% των θετικών γνωμών. Ακολουθεί η ανταγωνιστικότητα με το 80,6% των θετικών απόψεων και-η έκπληξη- αμέσως μετά οι ξένες επενδύσεις με 66,7% των θετικών γνωμών.
Για να κατανοήσουμε τη σημασία ενός επενδυτικού boom για τη χώρα, στη μελέτη του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, με ένα σενάριο με ρυθμό αύξησης των επενδύσεων της τάξης του 4% μπορούμε να ξεπεράσουμε το προ κρίσης ΑΕΠ έως το 2032. Με πιο επιθετική αύξηση επενδύσεων κατά 6,6% το χρόνο, μπορεί να το πετύχουμε δύο χρόνια νωρίτερα, έως το 2030. Είναι απλό.
Οι επενδύσεις αφορούν τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, με αξιοπρέπεια και αυξημένους μισθούς κυρίως για τους νέους, συντείνουν στη δημιουργία του πολυπόθητου νέου παραγωγικού μοντέλου.
Πιθανότατα οι συμπολίτες μας να κατανοούν αυτήν την αναγκαιότητα καλύτερα από τους πολιτικούς.