Η ενίσχυση του ευρώ έναντι του δολαρίου αποτελεί παράδοξο φαινόμενο, ωστόσο έχει απόλυτα λογική εξήγηση, υποστήριξε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ. Όπως δήλωσε, πρόκειται για αποτέλεσμα της αυξανόμενης αβεβαιότητας που προκαλούν οι πολιτικές του Ντόναλντ Τραμπ και ταυτόχρονα για μια μοναδική ευκαιρία για την Ευρώπη.
«Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι σε μια περίοδο αστάθειας, όπου κανονικά θα έπρεπε να βλέπαμε το δολάριο να ενισχύεται σημαντικά, συνέβη το αντίθετο: το ευρώ ενισχύθηκε», ανέφερε χαρακτηριστικά στη La Tribune Dimanche. «Είναι αντίθετο στην κοινή λογική, αλλά δικαιολογείται από την αβεβαιότητα και την απώλεια εμπιστοσύνης στις ΗΠΑ από μερίδα των αγορών».
Σύμφωνα με το Bloomberg, το δολάριο έχει χάσει έδαφος έναντι όλων των βασικών νομισμάτων φέτος, καθώς οι επενδυτές εγκαταλείπουν τη σιγουριά του αμερικανικού νομίσματος εξαιτίας των αλλοπρόσαλλων πολιτικών επιλογών της Ουάσιγκτον, από δασμούς και εμπορικές απειλές, μέχρι παρεμβάσεις στην ανεξαρτησία της Fed.
Η Λαγκάρντ ξεκαθάρισε πως «περισσότερο από απειλή, πρόκειται για μια ευκαιρία» και κάλεσε τους Ευρωπαίους ηγέτες «να επιταχύνουν την ενοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Όπως εξήγησε, «την ώρα που στις ΗΠΑ αμφισβητούνται το κράτος δικαίου, οι θεσμοί και οι κανόνες του διεθνούς εμπορίου, η Ευρώπη φαντάζει νησίδα σταθερότητας, με ένα ισχυρό νόμισμα και μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα».
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στη δυναμική του ψηφιακού ευρώ και της ενιαίας κεφαλαιαγοράς: «Υπάρχει ένα ρεύμα στήριξης ισχυρότερο από κάθε τι που έχω δει στα έξι χρόνια της θητείας μου». Πρόσθεσε επίσης ότι «οφείλουμε να επιτύχουμε εναρμόνιση της εποπτείας, όπως το πετύχαμε στον τραπεζικό τομέα».
Αναφερόμενη στις επιθέσεις Τραμπ κατά της Fed, προειδοποίησε πως «η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών είναι θεμελιώδης για τη νομισματική και χρηματοπιστωτική υγεία κάθε κράτους ή ένωσης». Όπως τόνισε, «σε όσες περιπτώσεις οι κεντρικές τράπεζες τέθηκαν υπό πολιτικό έλεγχο, το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό».
Τέλος, για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας, εμφανίστηκε αισιόδοξη: «Δεν είμαι καθόλου απαισιόδοξη. Η απασχόληση αντέχει, η αγοραστική δύναμη αυξάνεται και ο πληθωρισμός μειώνεται». Ανέφερε ακόμη πως «η κατανάλωση και οι επενδύσεις αναμένεται να ανακάμψουν, παρότι η αστάθεια από τις ΗΠΑ βαραίνει στο επενδυτικό κλίμα».