Οικονομία με ανθεκτικότητα και ισχυρή δυναμική συνεχίζει να καταγράφει η Ελλάδα, ξεχωρίζοντας στο ευρωπαϊκό περιβάλλον παρά τις διεθνείς αβεβαιότητες και τη γεωπολιτική αστάθεια. Σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η χώρα καταγράφει ρυθμούς ανάπτυξης σταθερά υψηλότερους από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και της ΕΕ, υποστηριζόμενη από ισχυρή εσωτερική ζήτηση και επενδύσεις που ενισχύονται από ευρωπαϊκά κονδύλια. Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 2,3% το 2024, ενώ προβλέπεται να συνεχίσει με ρυθμό 2,3% το 2025 και 2,2% το 2026, επιδεικνύοντας αξιοσημείωτη συνέπεια σε αντίθεση με τις πιο υποτονικές επιδόσεις των εταίρων της.
Η πρόοδος στην υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έχει κινητοποιήσει επενδυτικούς πόρους, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει στήριγμα της εγχώριας ζήτησης, παρά το περιοριστικό δημοσιονομικό περιβάλλον. Παράλληλα, η ανεργία μειώνεται σταθερά, φθάνοντας το 10,1% το 2024 και προβλέπεται να πέσει στο 8,7% μέχρι το 2026, γεγονός που υποδηλώνει τη διατήρηση της δυναμικής στην αγορά εργασίας. Η αύξηση των μισθών και του εισοδήματος στηρίζει την κατανάλωση, συμβάλλοντας περαιτέρω στην αναπτυξιακή τροχιά.
Η Ελλάδα παρουσιάζει επίσης σημαντική πρόοδο στα δημόσια οικονομικά, με δημοσιονομικά πλεονάσματα και σταδιακή αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Παρά τις εξωτερικές πιέσεις και τους εντεινόμενους γεωπολιτικούς κινδύνους, οι προοπτικές παραμένουν θετικές, αν και οι εξαγωγές –ιδίως στον τουρισμό– ενδέχεται να επηρεαστούν από τις διεθνείς εξελίξεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική οικονομία επιβεβαιώνει τη δυνατότητά της να ανταποκρίνεται σε προκλήσεις και να διατηρεί υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης με όχημα την εσωτερική ζήτηση, τις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν:
Η έκθεση της Επιτροπής για την Ελλάδα τονίζει ότι «η ελληνική οικονομία διατηρεί τη δυναμική της παρά τις αντιξοότητες».
Το 2024, η οικονομία της Ελλάδας αναπτύχθηκε κατά 2,3%. Αυτό, σύμφωνα με την Επιτροπή, τροφοδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την ιδιωτική κατανάλωση, τις επενδύσεις και τη συσσώρευση αποθεμάτων. Παρά τη συσταλτική δημοσιονομική πολιτική, η αύξηση της εγχώριας ζήτησης ήταν ισχυρή και συνεπαγόταν σημαντική αύξηση των εισαγωγών, ενώ οι εξαγωγές αυξήθηκαν με βραδύτερο ρυθμό. Ως εκ τούτου, οι καθαρές εξαγωγές επηρέασαν την οικονομική δραστηριότητα.
Με την πρόοδο του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, οι επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ αναμένεται να είναι σημαντικές το 2025 και το 2026. Μαζί με τη διατηρήσιμη ισχυρή κατανάλωση, υποστηριζόμενη από τη σταθερή αύξηση του εισοδήματος, αναμένεται να αποτελέσουν τους κύριους μοχλούς οικονομικής ανάπτυξης. Η ζήτηση εισαγωγών αναμένεται να παραμείνει ισχυρή, δεδομένου του υψηλού περιεχομένου των επενδύσεων σε εισαγωγές. Συνολικά, η αύξηση του ΑΕΠ αναμένεται να συνεχίσει να υπερβαίνει το μακροπρόθεσμο δυναμικό της, με ρυθμούς 2,3% το 2025 και 2,2% το 2026.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η ελληνική οικονομία αναμένεται να επηρεαστεί μόνο ελαφρά από τους δασμούς των ΗΠΑ, λόγω των σχετικά ασθενών άμεσων και έμμεσων εμπορικών δεσμών της με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, οι κίνδυνοι για τις προοπτικές ανάπτυξης αυξήθηκαν και κλίνουν προς τα κάτω, καθώς η επίμονη αύξηση του εμπορίου και η γεωπολιτική αβεβαιότητα, μαζί με την επιδείνωση των παγκόσμιων οικονομικών προοπτικών, θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις ελληνικές εξαγωγές, ιδίως τον τουρισμό.
Στενότερη αγορά εργασίας, διατηρήσιμη η αύξηση μισθών
Η αγορά εργασίας βελτιώθηκε τα τελευταία χρόνια και η ευνοϊκή δυναμική συνεχίστηκε στις αρχές του 2025, εκτιμά η Επιτροπή. Μετά από μια κορύφωση το πρώτο τρίμηνο του 2024, τα ποσοστά κενών θέσεων εργασίας έχουν αρχίσει να μειώνονται, αλλά εξακολουθούν να υποδηλώνουν μια στενή αγορά εργασίας, ιδιαίτερα σε τομείς που σχετίζονται με τον τουρισμό και σε εκείνους που απαιτούν υψηλές δεξιότητες. Η απασχόληση αναμένεται να συνεχίσει να επεκτείνεται, αν και με βραδύτερο ρυθμό, καθώς τα κενά δεξιοτήτων και η χαμηλή συμμετοχή στην αγορά εργασίας, ιδίως μεταξύ των γυναικών, περιορίζουν την προσφορά εργασίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι πραγματικοί μισθοί ανά εργαζόμενο αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω, κατά μέσο όρο κατά 1,3% ετησίως κατά τον προβλεπόμενο ορίζοντα. Αυτό υποστηρίζεται επίσης από τις πρόσφατες αυξήσεις των κατώτατων μισθών και τη μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.
Ο πληθωρισμός
Ο γενικός πληθωρισμός ήταν κατά μέσο όρο 3% το 2024, 0,6 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού έχει περιοριστεί από την επιτάχυνση των τιμών των υπηρεσιών και την άνοδο των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας.
Κοιτώντας μελλοντικά, οι μισθοί αναμένεται να συνεχίσουν να ασκούν ανοδική πίεση στις τιμές. Ως εκ τούτου, ο πληθωρισμός των υπηρεσιών αναμένεται να επιβραδυνθεί μόνο σταδιακά κατά τον χρονικό ορίζοντα των προβλέψεων. Συνολικά, ο πληθωρισμός προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 2,8% το 2025 και στο 2,3% το 2026. Ο πληθωρισμός εξαιρουμένων των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων προβλέπεται να παραμείνει υψηλότερος, στο 3,5% και 2,6% το 2025 και το 2026, αντίστοιχα.
Ισχυρότερες δημοσιονομικές προοπτικές
Το 2024, το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης ξεπέρασε σημαντικά τις προσδοκίες και κατέγραψε πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με το προβλεπόμενο έλλειμμα 0,6% του ΑΕΠ στις Φθινοπωρινές Προβλέψεις.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η βελτίωση αυτή οφείλεται στην υποτονική αύξηση των τρεχουσών δαπανών, στα υψηλότερα από τα αναμενόμενα έσοδα από άμεσους φόρους και στις ισχυρές εισπράξεις από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, που συνδέονται όχι μόνο με την ισχυρή αύξηση της απασχόλησης αλλά και με μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας, όπως η ψηφιακή κάρτα εργασίας και οι αυστηρότερες απαιτήσεις υποβολής δηλώσεων για τις δηλώσεις ΦΠΑ.
Το 2025, το πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί, φτάνοντας το 0,7% του ΑΕΠ. Από την πλευρά των εσόδων, η πρόβλεψη αντικατοπτρίζει το υψηλότερο βασικό επίπεδο λόγω της ισχυρότερης από την αναμενόμενη απόδοσης εσόδων το 2024 και λαμβάνει υπόψη την αύξηση του φόρου διανυκτέρευσης στα ξενοδοχεία, τα διαρθρωτικά μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, την επέκταση της ψηφιακής κάρτας εργασίας στους τομείς των τροφίμων και του τουρισμού, με στόχο τη μείωση της αδήλωτης εργασίας και την αύξηση των τελών της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Αυτά τα μέτρα αναμένεται να αντισταθμίσουν τον αντίκτυπο της προγραμματισμένης μείωσης κατά 1 ποσοστιαία μονάδα του ποσοστού εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και της αύξησης των μισθών του δημόσιου τομέα. Από την πλευρά των δαπανών, οι προβλέψεις ενσωματώνουν μια νέα δέσμη μέτρων, αξίας 0,5% του ΑΕΠ, που ανακοινώθηκε μετά τη δημοσίευση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων του 2024, συμπεριλαμβανομένης της επιστροφής ενός μηνιαίου ενοικίου με κριτήρια εισοδήματος, ενός μόνιμου κοινωνικού επιδόματος 250 ευρώ σε συνταξιούχους χαμηλού εισοδήματος, ανασφάλιστους ηλικιωμένους και άτομα με αναπηρίες, και μιας ετήσιας αύξησης 500 εκατομμυρίων ευρώ στον εθνικό προϋπολογισμό επενδύσεων.
Το 2026, το πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να αυξηθεί στο 1,4% του ΑΕΠ με την υπόθεση αμετάβλητης πολιτικής. Αυτή η βελτίωση αναμένεται να υποστηριχθεί από τη συνεχιζόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίες αναμένεται να αντισταθμίσουν τις αυξανόμενες δαπάνες για συντάξεις και μισθούς του δημόσιου τομέα. Η δημοσιονομική πολιτική προβλέπεται να είναι επεκτατική, υποστηριζόμενη από τη χρηματοδότηση της ΕΕ, τόσο το 2025 όσο και το 2026.
Ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ προβλέπεται να συνεχίσει να μειώνεται στο 146,6% το 2025 και στο 140,6% το 2026. Η μείωση οφείλεται στην αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ καθώς και στα πλεονάσματα του προϋπολογισμού.