Η επερχόμενη 48ωρη κινητοποίηση των ιδιοκτητών ταξί στην Αττική αναμένεται να φέρει τα γνωστά αποτελέσματα: μείωση του φόρτου κίνησης στους δρόμους της Αθήνας, αύξηση της μέσης ταχύτητας των οχημάτων και αύξηση της επιβατικής κίνησης στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (ΜΜΜ).
Η κινητοποίηση είναι αποτέλεσμα της ιδιότυπης κόντρας του Συνδέσμου Αυτοκινητιστών Ταξί Αττικής με τον αναπληρωτή υπουργό Μεταφορών, Κώστα Κυρανάκη. Αφορμή αποτελεί η απαγόρευση κυκλοφορίας στους λεωφορειόδρομους, ένα μέτρο που θα διευκολύνει ιδιαίτερα τη μετακίνηση των ΜΜΜ και πιθανώς να κάνει περισσότερο αξιόπιστες τις δημόσιες συγκοινωνίες, ειδικά τώρα, που η κυβέρνηση απέσυρε τα «γκαζάδικα» της δεκαετίας του 1980 και του 1990 και έφερε πιο σύγχρονα οχήματα.
Κάτω από το αίτημα αυτό, ο γνωστός πρόεδρός του ΣΑΤΑ, Θύμιος Λυμπερόπουλος, ανακοίνωσε δεκάδες αιτήματα, που ξεκινούν από τη μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα των ταξί, την αύξηση των κομίστρων, μέχρι την κατάργηση του Uber στην Ελλάδα κ.λπ.
Η κουβέντα αυτή ίσως να μη γινόταν αν η χώρα διέθετε ένα αποτελεσματικό και αξιόπιστο σύστημα αστικών μετακινήσεων στις πόλεις και ειδικά σε πρωτεύουσα και συμπρωτεύουσα. Δυστυχώς, παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει, ακόμη και μετά την ανάληψη του ΟΑΣΑ από το Υπερταμείο, οι Έλληνες δεν εμπιστεύονται τα ΜΜΜ σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Το παραπάνω φάνηκε σε πρόσφατη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με την πρόσβαση σε υπηρεσίες (Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών: Έτος 2024 – Περίοδος αναφοράς εισοδήματος: Έτος 2023). Αν και βασικός στόχος της έρευνας ήταν να φανεί η πρόσβαση των Ελλήνων στις υπηρεσίες φροντίδας μικρών σε ηλικία (βρεφών και νηπίων), αλλά και μεγάλων (ηλικιωμένων, ΑμΕΑ κ.λπ.), εντούτοις προχώρησε και σε άλλους τομείς, όπως η χρήση ΜΜΜ, η πρόσβαση σε κατοικία κ.λπ.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, πάνω από το 60% των Ελλήνων δεν έχει χρησιμοποιήσει ποτέ ΜΜΜ. Αντίθετα, εκείνοι που τα χρησιμοποιούν σε καθημερινή βάση είναι μόλις 6,7% του πληθυσμού. Δηλαδή, σε επίπεδο Αττικής, οι καθημερινοί χρήστες των ΜΜΜ μπορεί να είναι και λιγότεροι από 500.000 άνθρωποι. Στη Θεσσαλονίκη το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε λιγότερο από 100.000 κατοίκους. Δυστυχώς, η ΕΛΣΤΑΤ δεν παρέχει περισσότερες πληροφορίες ανάλογα με τις γεωγραφικές περιοχές.
Το υπόλοιπο 30% του πληθυσμού που χρησιμοποιεί τα ΜΜΜ τα επιλέγει από μία με δύο φορές την εβδομάδα, έως μία φορά τον μήνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ποσοστά αυτά ισχύουν σε μεγάλο βαθμό τόσο για τους φτωχούς, όσο και τους μη-φτωχούς Έλληνες. Δεν υπάρχει, δηλαδή, ουσιαστική διαφοροποίηση ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος.
Για παράδειγμα, το ποσοστό των Ελλήνων που κάνει καθημερινή χρήση των ΜΜΜ ανέρχεται σε 6,3% όταν αναφερόμαστε στην κατηγορία όσων ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και σε 6,8% όταν αναφερόμαστε σε όσους ζουν πάνω από το όριο της φτώχειας (μη-φτωχοί Έλληνες). Εκείνοι που δεν κάνουν ποτέ χρήση ΜΜΜ ανέρχονται στο 60,8% των φτωχών και σε 61,4% των μη-φτωχών. Έτσι, το ποσοστό των Ελλήνων που δεν κάνει ποτέ χρήση ΜΜΜ ανέρχεται σε 61,3%.
Γιατί Αθηναίοι και Θεσσαλονικείς γυρνούν την πλάτη στα ΜΜΜ
Ο βασικός λόγος που οι Έλληνες δεν κάνουν ποτέ χρήση των ΜΜΜ είναι κοινός, τόσο σε φτωχούς (83,7%), όσο και σε μη-φτωχούς (84,0%). Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, «είτε διαθέτουν δικό τους μέσο μεταφοράς, είτε κάνουν τις μετακινήσεις τους με τα πόδια».
Δεν διευκρινίζεται αν το δικό τους μέσο μεταφοράς, αφορά ιδιόκτητο επιβατικό ΙΧ ή ταξί. Άλλοι λόγοι που επηρεάζουν τη χρήση των ΜΜΜ είναι:
- Πολύ χαμηλή συχνότητα ή μη βολικά δρομολόγια 5,5% (φτωχοί: 5,1%, μη φτωχοί: 5,6%).
- Ο μεγάλος χρόνος μετακίνησης 4,5% (φτωχοί: 3%, μη φτωχοί: 4,9%).
- Δεν υπάρχουν δημόσιες συγκοινωνίες στην περιοχή 3,1% (φτωχοί: 4,2%, μη φτωχοί: 2,9%).
Σημειώνεται ακόμη ότι πολύ μικρότερο ρόλο στη χρήση των ΜΜΜ διαδραματίζει το υψηλό κόστος μεταφοράς (0,5% των ερωτηθέντων) και τα προβλήματα ασφάλειας ή προστασίας εντός των μέσων (1,2%).
Η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ πραγματοποιήθηκε το 2024 και ο διαχωρισμός των νοικοκυριών έγινε με βάση τα εισοδήματα του 2023. Το δείγμα περιέλαβε 10.445 νοικοκυριά στα οποία διαβιούσαν 21.911 μέλη τους, εκ των οποίων 19.341 ήταν ηλικίας 16 ετών και άνω. Πρόκειται επομένως για πολύ μεγάλο δείγμα, που παρουσιάζει με σχετικά μεγάλη ακρίβεια τη στάση των Ελλήνων απέναντι στα ΜΜΜ (και όχι μόνον).