Με ιδιαίτερη προσοχή καλείται να διαχειριστεί η κυβέρνηση τα θετικά σημάδια στον προϋπολογισμό του 2025, καθώς όπως ξεκαθαρίζεται από κοινοτικές και κυβερνητικές πηγές μόνο αν η υπεραπόδοση των δημόσιων εσόδων έχει μόνιμο χαρακτήρα, θα μπορεί να επιστρέψει στους πολίτες ως παροχές από το 2026.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στις ανοιξιάτικες προβλέψεις της, αναγνώρισε την καλή πορεία των ελληνικών δημόσιων οικονομικών για φέτος, σημειώνοντας τη θετική έκπληξη των φορολογικών εσόδων. Η Κομισιόν προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,8% του ΑΕΠ για φέτος – υψηλότερα από την επικαιροποιημένη εκτίμηση της Αθήνας για 3,2% – και ακόμη μεγαλύτερη επίδοση στο 4,4% του ΑΕΠ για το 2026.
Όμως οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες της Ε.Ε., που έχουν ήδη ενσωματωθεί στον σχεδιασμό της Αθήνας, επιβάλλουν αυστηρή διάκριση μεταξύ μόνιμων και συγκυριακών επιδόσεων. Όπως επισημαίνουν αρμόδιες πηγές, μόνο αν τα αυξημένα έσοδα δεν οφείλονται σε προσωρινούς παράγοντες αλλά από διαρθρωτικά μέτρα π.χ. από μέτρα κατά της φοροδιαφυγής, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για κοινωνικές παρεμβάσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, το όποιο πλεόνασμα οφείλει να αποταμιευτεί ως «μαξιλάρι» για ενδεχόμενες μελλοντικές κρίσεις. Άλλωστε, προς το παρόν, δεν έχει ληφθεί κανένα νέο μέτρο ( σ.σ. εκτός από αυτά που «τρέχουν» ήδη) που να δημιουργεί πρόσθετο και διατηρήσιμο «ταμειακό» χώρο, γεγονός που ενισχύει τη γραμμή της προσοχής.
Στο μεταξύ, τον Ιούνιο αναμένεται να κατατεθεί το νομοσχέδιο για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, που θα καθορίζει την ετήσια αύξηση των πρωτογενών δαπανών και θα επιτρέπει στην κυβέρνηση να υποβάλει μαζί με τον προϋπολογισμό ένα πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο, το οποίο φέτος θα καλύπτει την περίοδο 2026-2029. Το βασικό κείμενο, που φέρει την «σφραγίδα» του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκου Πιερρακάκη, ενσωματώνει πλήρως τις νέες «ντιρεκτίβες» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που αναδεικνύουν τον κανόνα των καθαρών δαπανών ως βασικό δείκτη δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι το κέντρο βάρους στη δημοσιονομική πολιτική μετατοπίζεται: από την έμφαση στο πρωτογενές πλεόνασμα, περνά στη συγκράτηση του ρυθμού αύξησης των καθαρών δαπανών. Μόνο εφόσον ο ρυθμός αυτός είναι χαμηλότερος από το όριο και ο προϋπολογισμός εκτελείται καλύτερα από τις προβλέψεις, όπως συνέβη το 2024, θα δημιουργείται δημοσιονομικός χώρος για πρόσθετες ενισχύσεις στα νοικοκυριά.
Αντίθετα, χειρότερη εκτέλεση του στόχου για τις δαπάνες θα αφαιρεί πόρους από τους επόμενους προϋπολογισμούς. Ειδικά δε, στην περίπτωση υπέρβασης κατά ποσοστό άνω του 0,3% του ΑΕΠ για ένα έτος ή 0,6% σωρευτικά, η Ε.Ε. θα μπορεί να θέσει το κράτος-μέλος σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.
Ήδη, το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2025–2028 έχει ορίσει ανώτατο ρυθμό αύξησης δαπανών 3,6% για το 2026, 3,1% για το 2027 και 3% για το 2028. Το νέο πλαίσιο θα επεκτείνει τον σχεδιασμό κατά έναν επιπλέον χρόνο, καλύπτοντας το διάστημα 2026–2029, όπως άλλωστε συνέβαινε και στο παρελθόν με την υποχρέωση για κατάρτιση και υποβολή Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος σε ετήσια βάση από τα κράτη-μέλη.
Το νομοσχέδιο θα περιλαμβάνει επίσης διάταξη για την εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τη ρήτρα συγκράτησης, προσφέροντας στην Ελλάδα δημοσιονομικό περιθώριο έως και 600 εκατ. ευρώ από το 2026. Θα προβλέπει, επιπλέον, τη δημιουργία Εθνικού Μητρώου Παροχών, ενός νέου πληροφοριακού συστήματος που θα παρέχει πλήρη εικόνα για τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ύψους 3,1 δισ. ευρώ σε 1,2 εκατ. δικαιούχους. Στόχος είναι η δίκαιη κατανομή των επιδομάτων και η εξάλειψη αλληλοεπικαλύψεων και στρεβλώσεων.