Τα σήματα στην οικονομία από πληθωρισμό, βιομηχανία και τζίρο

Η άνοδος του πληθωρισμού τον Μάιο εν μέσω φόβων περαιτέρω ανόδου των τιμών των καυσίμων από την κρίση στη Μέση Ανατολή χτυπά καμπανάκι

Κόσμος στην Ερμού © INTIME/ΒΛΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ ΙΣΜΗΝΗ

Πιέσεις σε τρία μέτωπα καταγράφουν τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την ελληνική οικονομία, που αφορούν τον πληθωρισμό, τη βιομηχανική παραγωγή και τον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων.

Παρότι η συνολική εικόνα παραμένει θετική,  αν επιβεβαιωθούν τους επόμενους μήνες οι τάσεις που καταγράφονται από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, θα πρόκειται για αρνητική εξέλιξη σε ότι αφορά τις προοπτικές ισχυρής μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, σε μια περίοδο μάλιστα που εντείνεται η ανησυχία σχετικά με τις επιπτώσεις που θα προκληθούν από μια ενδεχόμενη περαιτέρω κλιμάκωση του πολέμου μεταξύ Ισραήλ και Ιράν.  Το οικονομικό επιτελείο διατηρεί την πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης 2,3%  φέτος, εκτίμηση στην οποία συμβάλουν και οι θετικές εξελίξεις στο μέτωπο του τουρισμού. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, παρακαλουθεί στενά τις εξελίξεις στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής, την ώρα που εντείνεται η ανησυχία για τις τιμές των καυσίμων, οι οποίες αναμένεται να πάρουν την ανιούσα.

Παρά το ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον και τη συνεχιζόμενη ροή επενδυτικών κεφαλαίων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, η επιβράδυνση στην παραγωγή και η εμμονή των πληθωριστικών πιέσεων διαμορφώνουν ένα τοπίο αυξημένης επιφυλακής για την κυβέρνηση και τους επενδυτές. Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στην ευρωζώνη ενδέχεται να λειτουργήσει σταθεροποιητικά το επόμενο διάστημα, ωστόσο το στοίχημα της διατήρησης της δυναμικής ανάπτυξης σ’ ένα πιο αβέβαιο διεθνές περιβάλλον παραμένει ανοιχτό.

Προβληματισμός για τη βιομηχανική παραγωγή

Πρώτη πηγή προβληματισμού για την ελληνική οικονομία και την πορεία της αποτελεί η βιομηχανική παραγωγή, η οποία υποχώρησε κατά 4,3% σε ετήσια βάση τον Απρίλιο, σε μία από τις μεγαλύτερες μηνιαίες πτώσεις των τελευταίων ετών. Η κάμψη είναι εκτεταμένη, με σοβαρές απώλειες σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως τα διυλιστήρια (-26,7%), τα οχήματα (-36,2%) και το δέρμα (-33,6%).

Ο κλάδος της ενέργειας, που συχνά λειτουργεί ως δείκτης γενικότερης οικονομικής δραστηριότητας, εμφάνισε πτώση σχεδόν 20%. Αν και το πρώτο τετράμηνο του έτους διατηρείται σε θετικό έδαφος, η επιβράδυνση του Απριλίου εγείρει ερωτήματα για τη συνέχεια, ειδικά σε μια περίοδο όπου η παγκόσμια ζήτηση δείχνει να υποχωρεί και το κόστος παραγωγής παραμένει αυξημένο.

«Στην πρέσα» ο τζίρος επιχειρήσεων

Δεύτερη μεταβλητή που προβληματίζει, είναι η μείωση 3,3% που παρουσίασε τον Απρίλιο ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων, με τον συνολικό τζίρο να περιορίζεται σε 31,86 δισ. ευρώ από 32,94 δισ. τον ίδιο μήνα πέρυσι, όπως ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ. Η πτώση είναι εντονότερη στον κλάδο της μεταποίησης, επιβεβαιώνοντας τη γενικότερη κόπωση στην παραγωγή, που παρατηρείται στη χώρα μας.

Αν και πρόκειται για έναν μήνα με ισχυρή βάση σύγκρισης (Απρίλιος 2024), η τάση δείχνει ότι η εσωτερική αγορά δεν κινείται με την ένταση των προηγούμενων περιόδων. Η εικόνα προκαλεί ανησυχία και για την απασχόληση, καθώς πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις λειτουργούν ήδη στα όρια της βιωσιμότητας, πιεζόμενες από το αυξημένο λειτουργικό κόστος και τη μειωμένη κατανάλωση.

«Αγκάθι» ο πληθωρισμός

Το τρίτο και ίσως πιο αισθητό «χτύπημα» ήρθε από το μέτωπο των τιμών. Ο πληθωρισμός ανέκαμψε στο 2,5% τον Μάιο, από 2% τον Απρίλιο και 2,4% πέρυσι τον ίδιο μήνα. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι, σε μηνιαία βάση, ο δείκτης αυξήθηκε κατά 0,2% -εξέλιξη αντίθετη με τη συνήθη εποχικότητα, καθώς πέρυσι είχε σημειωθεί μείωση 0,3%. Πρόσθετος ανησυχητικός παράγοντας είναι η άνοδος των τιμών του πετρελαίου λόγω των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή και οι φόβοι περαιτέρω ανόδου τους αν κλιμακωθεί η σύγκρουση.

Οι αυξήσεις τιμών εντοπίζονται σχεδόν παντού: Στα τρόφιμα (ψωμί, γάλα, φρούτα, καφές), στις υπηρεσίες, στην ενέργεια (ηλεκτρικό +18%, φυσικό αέριο +11,1%) και στα ενοίκια (+10,9%).

Το καλάθι του νοικοκυριού βαραίνει, την ώρα που οι μισθοί ακολουθούν πιο αργούς ρυθμούς. Μοναδική σημαντική ελάφρυνση καταγράφεται στο ελαιόλαδο, με πτώση-ρεκόρ 34,4%, που όμως δεν αρκεί για να αντισταθμίσει τις υπόλοιπες αυξήσεις.