Η ελληνική οικονομία συνέχισε να εμφανίζει ανθεκτικότητα το πρώτο τρίμηνο του 2025, με το πραγματικό ΑΕΠ να παραμένει σταθερό σε τριμηνιαία βάση και να αυξάνεται κατά 2,2% σε ετήσια, σύμφωνα με τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών. Η επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης, ωστόσο, καταγράφεται με σαφήνεια σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο (0,04% QoQ έναντι 0,8% QoQ), ενώ οι επενδύσεις παγίων και οι εξαγωγές υπηρεσιών κατέγραψαν κάμψη.
Σύμφωνα με έκθεση της Eurobank, οι επενδύσεις παγίων μειώθηκαν κατά -6,1% QoQ και -3,2% YoY, κυρίως λόγω πτώσης στις κατασκευές και τον μηχανολογικό εξοπλισμό. Αντίστοιχα, οι εξαγωγές υπηρεσιών υποχώρησαν κατά -2,0% QoQ, με τις μεταφορές να σημειώνουν σημαντική πτώση, η οποία δεν αντισταθμίστηκε από την άνοδο των εξαγωγών ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Αντίθετα, η ιδιωτική κατανάλωση διατήρησε τη δυναμική της, ενισχυμένη από την άνοδο της απασχόλησης και των μισθών.
Από την πλευρά της παραγωγής, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία παρουσίασε αρνητική τριμηνιαία μεταβολή (-0,4%), με τις κατασκευές και τη διαχείριση ακίνητης περιουσίας να αποτελούν τις κύριες πηγές της κάμψης. Το γεγονός αυτό συνδέεται εν μέρει με την αβεβαιότητα που προκάλεσαν αποφάσεις του ΣτΕ για τη δόμηση σε εκτός σχεδίου περιοχές. Παρά την επιβράδυνση, η Ελλάδα διατήρησε την υπεραπόδοσή της έναντι της Ευρωζώνης (1,5% YoY), κατατασσόμενη μεταξύ των 10 ταχύτερα αναπτυσσόμενων οικονομιών της ΕΕ-27.
Στην αγορά εργασίας, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 10,4% από 12,1% πριν έναν χρόνο, με τον αριθμό των ανέργων να υποχωρεί κατά 86 χιλ. και των απασχολούμενων να αυξάνεται κατά 43,4 χιλ. Η συμμετοχή στην αγορά εργασίας διαμορφώθηκε στο 52,2%, παραμένοντας από τα χαμηλότερα στην ΕΕ. Αν και η ανεργία μειώθηκε και στα δύο φύλα, η πτώση ήταν πιο έντονη στις γυναίκες (-2,3 π.μ., στο 12,9%) από ό,τι στους άνδρες (-1,4 π.μ., στο 8,3%), με τη συμμετοχή των γυναικών να παραμένει σημαντικά χαμηλότερη.
Σε ηλικιακό επίπεδο, η μεγαλύτερη μείωση της ανεργίας καταγράφηκε στις ηλικίες 15-19 (-19 π.μ., στο 28,6%), ενώ η χαμηλότερη μείωση σημειώθηκε στους 30-44 ετών (-1,2 π.μ., στο 11%). Στους άνω των 65 η ανεργία αυξήθηκε (7,8% από 6,4%). Εκπαιδευτικά, τη μεγαλύτερη μείωση είχαν άτομα με ελλιπή πρωτοβάθμια εκπαίδευση (-13,5 π.μ.), ενώ οι απόφοιτοι γυμνασίου παρουσίασαν οριακή αύξηση ανεργίας. Οι κάτοχοι διδακτορικού είχαν το χαμηλότερο ποσοστό (4,9%).
Το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων μειώθηκε στο 50,7% (247,6 χιλ.) και παραμένει κάτω από τις 300 χιλ. για έκτο συνεχόμενο τρίμηνο. Περιφερειακά, η μεγαλύτερη μείωση ανεργίας σημειώθηκε στα Ιόνια Νησιά (-10,8 π.μ.) και στην Κρήτη (-9,3 π.μ.), ενώ η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφηκε στην Ανατολική Μακεδονία-Θράκη (+1,6 π.μ.). Η Θεσσαλία κατέχει πλέον το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας στη χώρα (6,4%).
Κλαδικά, σε 13 τομείς αυξήθηκε η απασχόληση, ενώ σε 8 μειώθηκε. Σημαντική αύξηση παρατηρήθηκε στο Χονδρικό-Λιανικό Εμπόριο (+32,6 χιλ.), Επαγγελματικές-Τεχνικές δραστηριότητες (+27,7 χιλ.), Εκπαίδευση (+24,2 χιλ.), Τέχνες-Ψυχαγωγία (+15,6 χιλ.) και Κατασκευές (+14,4 χιλ.). Αντίθετα, ισχυρές απώλειες υπήρξαν στον Πρωτογενή τομέα (-53,8 χιλ.), τον Τουρισμό (-30,9 χιλ.) και τη Μεταποίηση (-10,7 χιλ.).
Συνοψίζοντας, η ελληνική οικονομία εμφανίζει σταθερότητα παρά τις πιέσεις, με την ανεργία να υποχωρεί και την απασχόληση να αυξάνεται, κυρίως σε τομείς μη διεθνώς εμπορεύσιμους ή χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Η συμμετοχή των γυναικών και των νέων στην αγορά εργασίας παραμένει περιορισμένη, ενώ οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε ορισμένους τομείς υποδηλώνουν αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης. Η ενίσχυση κλάδων με διεθνώς εμπορεύσιμη παραγωγή και η αύξηση της συμμετοχής ευάλωτων ομάδων στην εργασία αποτελούν κρίσιμες προϋποθέσεις για βιώσιμη μεγέθυνση, βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου και μερική αντιστάθμιση των δημογραφικών πιέσεων και του επενδυτικού κενού.