Scope: Από τι κινδυνεύει η πτωτική δυναμική του χρέους στην Ελλάδα

Η δομή του ελληνικού χρέους ενισχύει την ανθεκτικότητα, αλλά δημοσιονομικά & ρευστότητα στα ομόλογα είναι κρίσιμα, λέει η Scope

Οίκος αξιολόγησης Scope @scoperatings.com/

Το ευνοϊκό προφίλ του ελληνικού χρέους αποτελεί βασικό πλεονέκτημα αξιολόγησης, όμως η μείωση της εξάρτησης από δανεισμό του επίσημου τομέα και η στροφή προς χρηματοδότηση μέσω αγορών είναι ζωτικής σημασίας, τόσο για την ενίσχυση της ρευστότητας όσο και για τη διεύρυνση της εγχώριας επενδυτικής βάσης και τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του χρέους, σύμφωνα με τη Scope που αξιολογεί την πιστοληπτική ικανότητα κρατών.

Τον Μάιο του 2025, η Ελλάδα ανακοίνωσε σχέδιο για την πλήρη αποπληρωμή των 31,6 δισ. ευρώ που απομένουν από τον Δανειακό Μηχανισμό του 2010 (Greek Loan Facility – GLF) έως το 2031, μια δεκαετία νωρίτερα από το προβλεπόμενο. Η κίνηση ακολουθεί την πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ ύψους 20,1 δισ. ευρώ (ολοκληρώθηκε το 2022), καθώς και την αποπληρωμή 5,29 δισ. ευρώ από το GLF το 2023. Η επιτάχυνση αυτή αναμένεται να εξομαλύνει το προφίλ εξυπηρέτησης του χρέους και να μειώσει τον κίνδυνο αναχρηματοδότησης μετά το 2032.

Η αύξηση του μεριδίου διαπραγματεύσιμων τίτλων στο μείγμα χρηματοδότησης της Ελλάδας, με διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, θα ενίσχυε το χρηματοδοτικό πλαίσιο του κράτους, ακόμη και αν αυτό σήμαινε μεγαλύτερη έκθεση σε δυνητικά ευμετάβλητους επενδυτές – δηλαδή ιδιώτες, εγχώριους και ξένους – αντί για σταθερούς θεσμικούς ευρωπαίους δανειστές.

Η ρηχή αγορά κρατικών ομολόγων

Ένα υψηλότερο ποσοστό διαπραγματεύσιμου χρέους στη δομή του ελληνικού δημοσίου χρέους θα συνέβαλε επίσης στην εμβάθυνση των εγχώριων κεφαλαιαγορών, στη διευκόλυνση πρόσβασης σε αυτές από τράπεζες και επιχειρήσεις, καθώς και στη βελτίωση της ευελιξίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Παράλληλα, μια πιο ρευστή καμπύλη αποδόσεων κρατικών ομολόγων θα λειτουργούσε ως καλύτερο σημείο αναφοράς για την τιμολόγηση κινδύνου, διευκολύνοντας την αποτελεσματικότερη κατανομή κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία.

Το ελληνικό δημόσιο χρέος (βαθμολογία BBB/Σταθερό) διατηρεί το σχήμα του ιδιαίτερα ευνοϊκού προφίλ, με μέση διάρκεια τα 18,9 έτη. Περίπου το 73% του χρέους ανήκει στον επίσημο τομέα. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM, AAA/Σταθερό) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF, AA+/Σταθερό) κατέχουν περίπου το ήμισυ του ελληνικού χρέους, με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους επιτοκίων.

Η δομή αυτή συνεπάγεται χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης: οι τόκοι ανήλθαν μόλις στο 2,3% του ΑΕΠ το 2024 και προβλέπεται να αυξηθούν μετρίως στο 2,7% έως το 2030. Η Ελλάδα διατηρεί επίσης σημαντικό ταμειακό απόθεμα ύψους περίπου 42 δισ. ευρώ (περίπου 17% του ΑΕΠ), ένα από τα υψηλότερα στην ευρωζώνη, το οποίο προσφέρει κρίσιμη ασφάλεια έναντι κινδύνων αναχρηματοδότησης.

Τα πλεονεκτήματα της ευνοϊκής δομής έχουν και συμβιβασμούς

Παρά τη σταθερότητα και το χαμηλό κόστος, το χρέος του επίσημου τομέα δεν είναι διαπραγματεύσιμο, περιορίζοντας τη ρευστότητα στη δευτερογενή αγορά. Ως εκ τούτου, η ελληνική αγορά κρατικών ομολόγων παραμένει σχετικά ρηχή, περιορίζοντας τη δυνατότητα προσδιορισμού τιμών (price discovery) και την ανάπτυξη καμπύλης αποδόσεων αναφοράς, γεγονός που αποθαρρύνει την ευρύτερη συμμετοχή επενδυτών και μειώνει τη χρηματοπιστωτική ευελιξία.

Αντιθέτως, το ιταλικό δημόσιο χρέος (BBB+/Σταθερό) χαρακτηρίζεται από υψηλή εγχώρια επενδυτική ζήτηση και προσφέρει στην ιταλική κυβέρνηση σημαντική ρευστότητα στη δευτερογενή αγορά.

Η Ιταλία μπορεί να διατηρεί υψηλό χρέος – τουλάχιστον προς το παρόν – επειδή διαθέτει μία από τις μεγαλύτερες και πιο ρευστές αγορές κρατικών ομολόγων στην ευρωζώνη, παρά τη μικρότερη μέση διάρκεια (περίπου 7 έτη) και τις υψηλότερες πληρωμές τόκων, οι οποίες ανήλθαν στο 3,9% του ΑΕΠ το 2024.

Το ιταλικό χρέος είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου χρηματοδοτούμενο από την αγορά, με στήριξη από μια μεγάλη, σταθερή και διαφοροποιημένη βάση ιδιωτών επενδυτών – μεταξύ των οποίων τράπεζες, λοιποί νομισματικοί και μη νομισματικοί χρηματοπιστωτικοί φορείς και νοικοκυριά – και από ευρύ φάσμα διαπραγματεύσιμων τίτλων.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι ιδιώτες εγχώριοι επενδυτές διακρατούν χαμηλότερο ποσοστό κρατικών τίτλων, όχι μόνο σε σχέση με την Ιταλία αλλά και με την Πορτογαλία (Α/Σταθερό), η οποία επίσης έχει σημαντική στήριξη από τον επίσημο τομέα. Αυτό σημαίνει ότι μια επιταχυνόμενη απεμπλοκή από τη στήριξη του επίσημου τομέα – π.χ. μέσω εθελοντικής πρόωρης αποπληρωμής – μπορεί μεν να σηματοδοτεί επιστροφή στις αγορές, αλλά ενέχει αυξημένο κίνδυνο αναχρηματοδότησης εάν δεν συνοδευτεί από την παράλληλη ανάπτυξη της εγχώριας αγοράς ομολόγων.

Σύγκλιση χρέους Ελλάδας–Ιταλίας

Λόγω της ακόμη περιορισμένης βάθους της εγχώριας αγοράς και του υψηλού επιπέδου του δημόσιου χρέους, η διατηρήσιμη καθοδική πορεία του χρέους είναι κρίσιμη για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας.

Το δημόσιο χρέος ανερχόταν στο 153,6% του ΑΕΠ το 2024, μειωμένο σημαντικά από το 210% το 2020, και παραμένει σε καθοδική τροχιά, χάρη στην ισχυρή ονομαστική μεγέθυνση και σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα, υποστηριζόμενα από μέτρα κατά της φοροδιαφυγής.

Η πρόβλεψη είναι ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα υποχωρήσει προς το 125% έως το 2030, ενισχυόμενος από βελτίωση στη δημοσιονομική θέση και χαμηλό αποτελεσματικό επιτοκιακό βάρος, οδηγώντας το επίπεδο σημαντικά κάτω από εκείνο της Ιταλίας.

Αντίθετα, το ιταλικό δημόσιο χρέος ανερχόταν σε λίγο πάνω από το 135% του ΑΕΠ το 2024 και αναμένεται να παραμείνει σταθερό μεσοπρόθεσμα, ενδεχομένως αυξανόμενο οριακά στο 137% έως το 2030. Αυτό αντανακλά διαρθρωτικά ασθενέστερη ονομαστική μεγέθυνση, περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο και ανεπαρκή πρωτογενή πλεονάσματα.

Η σημασία της αγοράς δευτερογενών τίτλων

Πιθανές καθυστερήσεις στη δημοσιονομική εξυγίανση ή αιφνίδιες αυξήσεις δαπανών θα μπορούσαν να επιβαρύνουν τη δυναμική του χρέους σε Ελλάδα και Ιταλία, ιδίως υπό εξωτερικούς κραδασμούς. Αυτό υπογραμμίζει τη σημασία ανάπτυξης μιας βαθιάς και ρευστής δευτερογενούς αγοράς κρατικών ομολόγων για την ενίσχυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.