Ανάπτυξη 2,3% το 2025, 2% το 2026 και οριακή επιτάχυνση στο 2,1% προβλέπει η έκθεση της ΤτΕ για τη Νομισματική Πολιτική 2024-2025, που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Την έκθεση παρέδωσε ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας στον πρόεδρο της Βουλής Νικήτα Κακλαμάνη. «Παρά το δυσμενές διεθνές περιβάλλον, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται με σταθερό ρυθμό το 2025, επιδεικνύοντας αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα», αναφέρει στο μήνυμά του ο Γιάννης Στουρνάρας. Ο επίμονος πληθωρισμός των υπηρεσιών, η στενότητα στην αγορά εργασίας και ενδεχόμενες μισθολογικές πιέσεις, η υποτονική παραγωγικότητα, καθώς και οι δυσμενείς δημογραφικές τάσεις, ενδέχεται να περιορίσουν τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική, υπογραμμίζει ο διοικητής της ΤτΕ.
Όπως επισημαίνεται στην Έκθεση, η ελληνική οικονομία έχει σημειώσει αξιόλογες επιτυχίες τα τελευταία χρόνια. Έχει επιδείξει ανθεκτικότητα, καθώς η ανάπτυξή της συνεχίζεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς, παρά τις συχνές και έντονες εξωτερικές διαταραχές. Παράλληλα, παρατηρείται διατηρήσιμη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών και δραστική αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν εμπόδια και προκλήσεις που δρουν ανασταλτικά στην αναπτυξιακή δυναμική της χώρας. Για παράδειγμα, όπως επισημαίνει πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα επιβαρύνεται από το σχετικά επαχθές και συχνά μεταβαλλόμενο κανονιστικό και διοικητικό πλαίσιο που στερείται διαφάνειας και από ένα νομικό σύστημα που δεν θεωρείται αρκετά αποτελεσματικό και προστατευτικό των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.
Η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνοντας υπόψη τις αβεβαιότητες, τους κινδύνους και τις προκλήσεις και αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, συστήνει την πλήρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων μέσω του NextGenerationEU και μέσω του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου της ΕΕ για την περίοδο 2021-2027. Παράλληλα, εκτιμά ότι η οικονομική πολιτική θα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στην υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων και θεσμικών αλλαγών. Παράλληλα, , θα πρέπει να επιδιωχθεί η πιο ενεργή συμμετοχή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας (όπου θα δραστηριοποιούνται τόσο ο δημόσιος όσο και ο ιδιωτικός τομέας από κοινού) σε διεθνή εξοπλιστικά προγράμματα και κοινοπραξίες, με στόχο την αύξηση της προστιθέμενης αξίας της αμυντικής βιομηχανίας στο σύνολο της οικονομίας και τη σταδιακά μεγαλύτερη κάλυψη των αμυντικών αναγκών της χώρας από την εγχώρια παραγωγική βάση.
Οικονομική δραστηριότητα: Παρά τη σημαντική ενίσχυση της αβεβαιότητας, το α΄ τρίμηνο του 2025, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας ήταν 2,2%. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν κυρίως η ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση και οι εξαγωγές αγαθών, ενώ η συμβολή των εξαγωγών υπηρεσιών, των επενδύσεων και των εισαγωγών ήταν αρνητική, αναφέρει η έκθεση της ΤτΕ.
Οι βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας στη βιομηχανία, τις κατασκευές και τις υπηρεσίες, παρά τις διακυμάνσεις, παραμένουν σε θετικό έδαφος. Οι προσδοκίες των επιχειρήσεων διατηρούν το δυναμισμό τους φθάνοντας σε υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ, σε αντίθεση με την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, η οποία φαίνεται να επηρεάζεται από τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον. Ειδικότερα, ο δείκτης PMI υποδηλώνει ισχυρή άνοδο της μεταποιητικής παραγωγής τους πέντε πρώτους μήνες του έτους και συνεχίζει να καταγράφει καλύτερη επίδοση σε σχέση με τη ζώνη του ευρώ.
Πληθωρισμός: Ο γενικός πληθωρισμός παρέμεινε κατά μέσο όρο κοντά στο 3% τους πέντε πρώτους μήνες του 2025, ωστόσο το Μάιο εκτιμάται ότι αυξήθηκε στο 3,3% (έναντι 1,9% στην ευρωζώνη), κυρίως λόγω της αύξησης των τιμών στα είδη διατροφής και στα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά. Ταυτόχρονα, η επιμονή του πληθωρισμού των υπηρεσιών, λόγω μισθολογικών αυξήσεων, έμμεσων φόρων (στην εστίαση και στη διαμονή) και υψηλής, εξωτερικής κυρίως, ζήτησης (τουρισμός), εμποδίζει την ταχεία αποκλιμάκωσή του.
Αγορά ακινήτων: Στην αγορά κατοικίας κατά το α΄ τρίμηνο του 2025 ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των τιμών των διαμερισμάτων για το σύνολο της χώρας υποχώρησε ελαφρά σε σχέση με το δ΄ τρίμηνο του 2024. Συνολικά, η ελληνική αγορά ακινήτων συνεχίζει να προσελκύει επενδυτικό ενδιαφέρον και ζήτηση για όλες τις χρήσεις ακινήτων και ιδιαίτερα για την κατοικία και τη φιλοξενία. Ωστόσο, οι αυξανόμενες επισφάλειες στο διεθνές πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον, αλλά και τα διαχρονικά ζητήματα γραφειοκρατίας, καθιστούν αβέβαιη τη συνέχιση της δυναμικής. Στους παράγοντες που επιβαρύνουν τη λειτουργία της αγοράς – όπως αυξημένο κόστος κατασκευής, έλλειψη εργατικού δυναμικού, πολυπλοκότητα και καθυστερήσεις στις διαδικασίες μεταβιβάσεων – προστίθενται οι πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με την αντισυνταγματικότητα του συστήματος κινήτρων του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού, οι οποίες επηρεάζουν άμεσα την εξέλιξη της οικοδομικής δραστηριότητας. Παράλληλα, στην αγορά κατοικίας, με την οικονομική προσιτότητα της στέγασης να αποτελεί ήδη σημαντικό πρόβλημα για τα νοικοκυριά, η αυξανόμενη ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης αναμένεται να διατηρήσει οξυμένο το πρόβλημα κατά την προσεχή περίοδο, με την έλλειψη χώρων να επηρεάζει σε μεγαλύτερο βαθμό τα μητροπολιτικά κέντρα και τους τουριστικούς προορισμούς.
Αγορά εργασίας: Η αγορά εργασίας αναπτύχθηκε περαιτέρω το α΄ τρίμηνο του 2025, ενώ το ποσοστό ανεργίας έχει υποχωρήσει. Πιο συγκεκριμένα, η συνολική απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,0% το α΄ τρίμηνο του 2025 (έναντι 1,8% το α΄ τρίμηνο του 2024) και το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 10,4% (από 12,1% αντίστοιχα). Η μισθωτή απασχόληση, σύμφωνα με το ισοζύγιο ροών μισθωτής απασχόλησης του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, κινήθηκε περίπου στα ίδια επίπεδα όπως το α΄ τετράμηνο του 2024, λόγω των υψηλών προσδοκιών για την επερχόμενη τουριστική περίοδο. Οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές απασχόλησης τους πέντε πρώτους μήνες του 2025 σημείωσαν βελτίωση στις κατασκευές και στη μεταποίηση, ενώ στο εμπόριο και στις υπηρεσίες επιδεινώθηκαν ελαφρώς, αν και κινήθηκαν σε θετικό έδαφος. Παράλληλα, η στενότητα στην αγορά εργασίας που χαρακτηρίζει σημαντικούς κλάδους της οικονομίας, όπως ο τουρισμός, οι κατασκευές, η μεταποίηση και ο πρωτογενής τομέας, φαίνεται να αποκλιμακώνεται τα τελευταία τρίμηνα.
Ανταγωνιστικότητα: Η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, μετά από σχεδόν συνεχή και σημαντική βελτίωση επί σειρά ετών, το 2024 κατέγραψε μικρή επιδείνωση, τόσο ως προς τις σχετικές τιμές όσο και ως προς το σχετικό κόστος εργασίας. Ωστόσο, η ανταγωνιστικότητα ως προς το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε σύγκριση με άλλες οικονομίες της ευρωζώνης έχει σημειώσει θεαματική βελτίωση τα τελευταία 10 έτη. Η επιδείνωση το 2024 προήλθε κυρίως από την ανατίμηση της ονομαστικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας της Ελλάδος, η οποία, αν και συγκρατήθηκε το τελευταίο τρίμηνο του έτους, είχε αρνητική επίδραση στους δείκτες ανταγωνιστικότητας της Ελλάδος και των περισσότερων χωρών της ζώνης του ευρώ. Στην ελαφρά ανατίμηση των δεικτών πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας της Ελλάδος από το 2023 και μετά, εκτός της σημαντικής ανατίμησης του ευρώ, συμβάλλει και η ταχύτερη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας έναντι σημαντικών εμπορικών εταίρων. Το α΄ τετράμηνο του 2025, οι γεωπολιτικές, εμπορικές και οικονομικές εξελίξεις οδήγησαν σε νέα ανατίμηση του ευρώ, η οποία, σε συνδυασμό με τις εκτιμήσεις για τον εγχώριο πληθωρισμό, αναμένεται ότι θα επιβαρύνει περαιτέρω την εξέλιξη των δεικτών ανταγωνιστικότητας για το 2025.
Σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία έτη, η συγκριτική θέση της Ελλάδος μεταξύ των προηγμένων οικονομιών παραμένει χαμηλή. Παρ’ όλα αυτά, η βελτίωση που καταγράφηκε είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ) το 2024 σε 6,0 δισ. ευρώ (2,5% του ΑΕΠ), έναντι 4,4 δισ. ευρώ (1,9% του ΑΕΠ) το 2023. Κατά το α΄ τρίμηνο του 2025, οι ροές ΞΑΕ ήταν υψηλότερες συγκριτικά με εκείνες της αντίστοιχης περιόδου του 2024 και ανήλθαν σε 1,2 δισ. ευρώ, αντανακλώντας επενδύσεις σε μετοχές και σε ακίνητα. Οι κλάδοι που προσελκύουν περισσότερο τις ΞΑΕ είναι εκείνοι της μεταποίησης, των κατασκευών και των ακινήτων (διαχείριση και ιδιωτικές αγοραπωλησίες).
Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών: Το α΄ τρίμηνο του 2025, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2024, λόγω της επιδείνωσης των ισοζυγίων υπηρεσιών, δευτερογενών εισοδημάτων και αγαθών, η οποία αντισταθμίστηκε μερικώς από τη βελτίωση του ισοζυγίου πρωτογενών εισοδημάτων. H διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών αντανακλά κυρίως την επιδείνωση του ισοζυγίου καυσίμων, αφού οι σχετικές εξαγωγές μειώθηκαν περισσότερο από ό,τι οι αντίστοιχες εισαγωγές. Το έλλειμμα του ισοζυγίου λοιπών (εκτός καυσίμων) αγαθών επίσης διευρύνθηκε, λόγω της μεγαλύτερης αύξησης της αξίας των εισαγωγών συγκριτικά με εκείνη των εξαγωγών. Την ίδια περίοδο το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών μειώθηκε, λόγω της επιδείνωσης όλων των επιμέρους ισοζυγίων υπηρεσιών – πρωτίστως του ισοζυγίου μεταφορών και σε μικρότερο βαθμό του ισοζυγίου λοιπών υπηρεσιών και του ταξιδιωτικού ισοζυγίου. Το πλεόνασμα του ισοζυγίου μεταφορών περιορίστηκε, λόγω αρνητικών εξελίξεων και στις δύο συνιστώσες του (θαλάσσιων μεταφορών και λοιπών μεταφορών). Σε σχέση με το α΄ τρίμηνο του 2024, η άνοδος των ταξιδιωτικών εισπράξεων το α΄ τρίμηνο του 2025 κατά 4,4% οφείλεται στην αύξηση της εισερχόμενης ταξιδιωτικής κίνησης κατά 5,4%, καθώς η μέση δαπάνη ανά ταξίδι μειώθηκε κατά 1,1% ως αποτέλεσμα του αναιμικού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης και κατ’ επέκταση του περιορισμένου διαθέσιμου εισοδήματος σε κύριες χώρες προέλευσης ταξιδιωτών.
Οι κίνδυνοι για τις βραχυχρόνιες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας
Όπως σημειώνεται την έκθεση, όσον αφορά στους κινδύνους για τις βραχυχρόνιες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, τούτοι αποτελούν:
(α) η περαιτέρω αύξηση του προστατευτισμού στο διεθνές εμπόριο και πιο σημαντική της αναμενόμενης επιβράδυνση της οικονομίας της ευρωζώνης,
(β) οι ισχυρότερες αρνητικές επιδράσεις στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον και στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες από τη γενικευμένη αβεβαιότητα,
(γ) η μεγαλύτερη στενότητα στην αγορά εργασίας και ενδεχόμενες υψηλότερες μισθολογικές πιέσεις,
(δ) ενδεχόμενες φυσικές καταστροφές που συνδέονται με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης,
(ε) ο χαμηλότερος του αναμενομένου ρυθμός απορρόφησης και αξιοποίησης των κονδυλίων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και
(στ) η βραδύτερη του αναμενομένου υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, με δυσμενείς επιδράσεις στην παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Το μήνυμα Στουρνάρα
«Η παρούσα Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική υποβάλλεται σε ένα περιβάλλον αυξημένης διεθνούς αβεβαιότητας, καθώς από τις αρχές του 2025 αναθεωρούνται θεμελιώδεις αρχές που χαρακτήριζαν το μεταπολεμικό σύστημα οικονομικής διακυβέρνησης. Η αυξανόμενη τάση προς τον προστατευτισμό ενισχύει τον κίνδυνο ενός γενικευμένου και παρατεταμένου εμπορικού πολέμου, δυσχεραίνοντας το σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής παγκοσμίως.
Υπό αυτό το πρίσμα, το 2025 η παγκόσμια οικονομία οδηγείται σε περαιτέρω επιβράδυνση. Το διεθνές εμπόριο πλήττεται από περιοριστικά μέτρα και διαταράξεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες, ενώ η επιβολή υψηλών δασμών από τις ΗΠΑ σε κρίσιμες κατηγορίες προϊόντων και βασικούς εμπορικούς εταίρους επιβεβαιώνει τη σταδιακή μετατροπή της εμπορικής πολιτικής σε εργαλείο γεωστρατηγικής πίεσης, αποδυναμώνοντας τους κανόνες του πολυμερούς πλαισίου του διεθνούς εμπορίου. Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού συνεχίζεται, επιτρέποντας σε αρκετές κεντρικές τράπεζες να προχωρήσουν στη βαθμιαία χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής τους.
Οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες έχουν επιδεινωθεί από τις αρχές του 2025, αντανακλώντας την επιφυλακτικότητα των επενδυτών για τις μακροοικονομικές προοπτικές, κυρίως των ΗΠΑ, και τις ανησυχίες τους για τη σταθερότητα του διεθνούς νομισματικού συστήματος και τη συνοχή των οικονομικών πολιτικών. Οι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία είναι σημαντικοί και συνδέονται με ενδεχόμενα όπως τυχόν εκδήλωση αναταραχής στις διεθνείς αγορές και περαιτέρω κλιμάκωση των γεωοικονομικών εντάσεων.
Παρά το δυσμενές διεθνές περιβάλλον, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται με σταθερό ρυθμό το 2025, επιδεικνύοντας αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης εκτιμάται στο 2,3% το τρέχον έτος, σημαντικά υψηλότερος από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Οι κύριες κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης παραμένουν η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις, ενώ οι εξαγωγές θα συνεχίσουν να συνεισφέρουν θετικά, παρά τις πιέσεις από το εξωτερικό περιβάλλον. Αν και οι άμεσες επιπτώσεις από την επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ αναμένονται περιορισμένες, καθώς η χώρα δεν αποτελεί βασικό εμπορικό εταίρο της Ελλάδος, οι έμμεσες επιδράσεις μέσω της επιβράδυνσης του παγκόσμιου εμπορίου, της αυξημένης αβεβαιότητας και της μεταβολής των διεθνών επενδυτικών ροών ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την εξωτερική ζήτηση. Ο πληθωρισμός συνεχίζει να αποκλιμακώνεται, κυρίως λόγω της μείωσης του ενεργειακού κόστους.
Η δημοσιονομική πορεία της χώρας τα τελευταία χρόνια αποτυπώνει τη συνέπεια και την αποτελεσματικότητα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Οι εντατικές προσπάθειες για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής αποδίδουν πλέον απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα. Τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται με μόνιμο τρόπο μέσω της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και επιτυγχάνονται σταθερά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Το πρωτογενές πλεόνασμα το 2024 ανήλθε στο 4,8% του ΑΕΠ – σημαντικά υψηλότερο από τις αρχικές προβλέψεις – και το ύψος του υπερέβη κατά πολύ τις πληρωμές τόκων, οδηγώντας σε συνολικό πλεόνασμα του προϋπολογισμού σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης ίσο προς 1,3% του ΑΕΠ. Οι επιδόσεις αυτές αποτελούν ιστορικό ορόσημο για τα δημοσιονομικά δεδομένα τουλάχιστον της τελευταίας τριακονταετίας, ενώ το δημόσιο χρέος συνεχίζει να αποκλιμακώνεται με γρήγορο ρυθμό. Η επιτάχυνση της μείωσης του χρέους μέσω πρόωρων αποπληρωμών ενισχύει περαιτέρω την αξιοπιστία της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και περιορίζει τις μελλοντικές ανάγκες διαρθρωτικής προσαρμογής. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργείται μόνιμος δημοσιονομικός χώρος τα επόμενα χρόνια, ικανός να υποστηρίξει επιπλέον δημόσιες επενδύσεις, στοχευμένες κοινωνικές παρεμβάσεις, αλλά και μέτρα ελάφρυνσης του φορολογικού βάρους, χωρίς να διαταράσσεται η μακροπρόθεσμη δημοσιονομική ισορροπία.
Οι συνθήκες χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου παραμένουν ευνοϊκές, παρά τη διατήρηση αστάθειας στις διεθνείς αγορές ομολόγων, με τις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών τίτλων να ακολουθούν ήπια καθοδική πορεία το 2025. Η συγκράτηση των αποδόσεων αντανακλά τόσο τη λιγότερο περιοριστική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ όσο και τη σταθερή ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών προς την ελληνική οικονομία, λόγω και των συνεχιζόμενων αναβαθμίσεων του αξιόχρεου της χώρας. Παράλληλα, το κόστος δανεισμού για τις ελληνικές τράπεζες υποχωρεί, υποβοηθούμενο από τις συνεχείς αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής τους ικανότητας και την πρόσβασή τους στις αγορές κεφαλαίων με ευνοϊκούς όρους. Η σταδιακή βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και η περαιτέρω ενίσχυση των θεμελιωδών μεγεθών των τραπεζών συμβάλλουν στην εξομάλυνση των συνθηκών χρηματοδότησης του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. Συνολικά, οι θετικές εγχώριες εξελίξεις αποτελούν ανάχωμα στην αυξημένη αβεβαιότητα που επικρατεί στο διεθνές χρηματοπιστωτικό περιβάλλον.
Αβεβαιότητες και κίνδυνοι
Παρά τη συνεχιζόμενη πρόοδο, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας εξακολουθούν να περιβάλλονται από σημαντικές αβεβαιότητες και κινδύνους, τόσο εξωτερικούς όσο και διαρθρωτικού χαρακτήρα. Σε διεθνές επίπεδο, οι κυριότεροι κίνδυνοι αφορούν ενδεχόμενη περαιτέρω επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας, αυξημένη αβεβαιότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές, γεωπολιτικές εντάσεις και διαταράξεις στο διεθνές εμπόριο. Σε εγχώριο επίπεδο, προκλήσεις όπως η επιμονή του πληθωρισμού των υπηρεσιών, η στενότητα στην αγορά εργασίας και ενδεχόμενες μισθολογικές πιέσεις, η υποτονική παραγωγικότητα, καθώς και οι δυσμενείς δημογραφικές τάσεις, ενδέχεται να περιορίσουν τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική.
Η νέα γεωοικονομική συγκυρία καθιστά αναγκαία μια πιο φιλόδοξη ευρωπαϊκή απάντηση, με στόχο την ενίσχυση της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταυτόχρονα, διαφαίνεται μια ιστορική ευκαιρία για την Ευρώπη και για το ρόλο του ευρώ ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος. Ένα ισχυρότερο ευρώ στη διεθνή σκηνή θα διεύρυνε τις επιλογές των επενδυτών, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση ενός πιο σταθερού, ισορροπημένου και ανθεκτικού διεθνούς νομισματικού συστήματος. Οι πρόσφατες πρωτοβουλίες όσον αφορά την ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική σηματοδοτούν μια ουσιαστική στροφή προς τη στρατηγική ανθεκτικότητα. Οι εκθέσεις Letta και Draghi θέτουν ένα σαφές και συνεκτικό πλαίσιο προτάσεων για μια βαθύτερη οικονομική και θεσμική ενοποίηση. Η πρωτοβουλία για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης εστιάζει στην ενίσχυση των επενδύσεων σε έρευνα, τεχνολογία και καινοτομία στον τομέα της άμυνας. Η Πυξίδα Ανταγωνιστικότητας αποσκοπεί στην αύξηση της παραγωγικότητας μέσω στοχευμένων επενδύσεων σε στρατηγικούς κλάδους, βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και βάθυνσης της Ενιαίας Αγοράς. Προκειμένου αυτές οι πρωτοβουλίες να εμπνεύσουν παγκόσμια εμπιστοσύνη και να ενδυναμώσουν το διεθνή ρόλο του ευρώ, πρέπει να ενισχυθούν οι προσπάθειες ευρωπαϊκής ενοποίησης, με την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, την προώθηση της ένωσης κεφαλαιαγορών, τη μετάβαση σε ένα κοινό σύστημα δημοσιονομικής διαχείρισης (common fiscal capacity) και τη θέσπιση ενός κοινού ασφαλούς περιουσιακού στοιχείου (ενός οιονεί κρατικού ομολόγου σε πανευρωπαϊκό επίπεδο). Η υλοποίηση αυτών των πολιτικών θα συμβάλει στη διοχέτευση των αποταμιεύσεων προς παραγωγικές και καινοτόμες επενδύσεις και θα ενδυναμώσει τη συνοχή και την ανθεκτικότητα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης».
Δείτε ΕΔΩ ολόκληρη την έκθεση της ΤτΕ