Ψάχνουν κονδύλια για τις υποδομές μετά το Ταμείο Ανάκαμψης

Η επόμενη μέρα για τα νέα έργα υποδομών μετά το Ταμείο Ανάκαμψης. Οι προτάσεις για να καλυφθεί το μεγάλο χρηματοδοτικό κενό

Κατασκευές © Unsplash

Καθώς το Ταμείο Ανάκαμψης πλησιάζει στην ολοκλήρωσή του, με ορίζοντα τον Ιούλιο του 2026, και το νέο ΕΣΠΑ λειτουργεί πλέον με περιορισμένα διαθέσιμα κονδύλια, το ερώτημα για τη χρηματοδότηση της επόμενης ημέρας στα έργα υποδομής αναδεικνύεται ολοένα και πιο πιεστικό. Το χρηματοδοτικό πεδίο στενεύει επικίνδυνα, την ίδια στιγμή που οι ανάγκες για νέες επενδύσεις διογκώνονται, εντείνοντας την ανησυχία στον τεχνικό κόσμο, τη δημόσια διοίκηση και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες βλέπουν στα νέα έργα μια πιθανή διέξοδο ανάπτυξης.

Η πίεση είναι πολυδιάστατη, καθώς από τη μία πλευρά, πλήθος αιτημάτων για έργα κατατίθενται καθημερινά, με στόχο την ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής και της απασχόλησης. Από την άλλη, οι διαθέσιμοι δημόσιοι και ευρωπαϊκοί πόροι δεν επαρκούν για να καλύψουν τον όγκο των αναγκών, γεγονός που καθιστά τις αποφάσεις της Πολιτείας όλο και πιο σύνθετες και κρίσιμες.

Μιλώντας στο συνέδριο «Χρηματοδότηση Έργων και Υποδομών», ο πρόεδρος του ΣΤΕΑΤ (Σύνδεσμος Τεχνικών Εταιριών Ανωτέρων Τάξεων), Γιώργος Συριανός, έθεσε με σαφήνεια το πρόβλημα, καθώς η χώρα χρειάζεται ένα συγκροτημένο σχέδιο χρηματοδότησης για τα απαραίτητα έργα υποδομής νέας γενιάς, πέρα από την τρέχουσα λογική των αποσπασματικών πόρων. Ο ίδιος χαιρέτισε την πρωτοβουλία του Υπερταμείου για τη δημιουργία του Ελληνικού Επενδυτικού Ταμείου Υποδομών, το οποίο ιδρύθηκε στις αρχές Ιουνίου και ήδη διαθέτει Διοικητικό Συμβούλιο. Το νέο Ταμείο σχεδιάζει να αξιοποιήσει μέρος των κεφαλαίων του Υπερταμείου για κρίσιμα έργα υποδομών.

Ωστόσο, η κεντρική του πρόταση του αφορά τη δημιουργία ενός Εθνικού Ταμείου Έργων Υποδομής. Όπως τόνισε, μια τέτοια δομή μπορεί να λειτουργήσει ως στρατηγικός μηχανισμός για τη συγκέντρωση και διοχέτευση πόρων σε έργα κάθε κλίμακας, που θα ενισχύσουν την περιφερειακή συνοχή, τη συνδεσιμότητα και την ανταγωνιστικότητα της χώρας. Ο ίδιος πρότεινε η χρηματοδότηση του Ταμείου να προκύπτει από συνδυασμό πόρων, όπως τα έσοδα από διόδια και λιμενικά τέλη, ποσοστά από φόρους καυσίμων ή κυκλοφορίας, κοινοτικά κονδύλια από το ΕΣΠΑ και το νέο Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και από πράσινα ομόλογα, ομόλογα έργων, τέλη ρύπων και τον εθνικό προϋπολογισμό. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα διεθνούς πρακτικής, ανέφερε τη δημιουργία του Canada Infrastructure Bank, ενός δημόσιου χρηματοδοτικού φορέα που ιδρύθηκε με στόχο την παροχή κεφαλαίων και επενδυτικών κινήτρων για έργα μέσου και μακρού ορίζοντα, κυρίως στους τομείς των μεταφορών, της ενέργειας και των υδάτινων πόρων. Ο ίδιος μάλιστα υποστήριξε ότι «η διασύνδεση αυτών των δύο ταμείων, σε συνδυασμό με τη συμμετοχή των τραπεζών, είναι ζωτικής σημασίας».

Ακόμη έθεσε το θέμα των up-front fees, ύψους 5,5 δισ. ευρώ, τα οποία –όπως είπε– «στο πλαίσιο μιας παλιάς, τιμωρητικής λογικής απέναντι στην Ελλάδα από την Ε.Ε» πηγαίνουν σήμερα στη «μαύρη τρύπα» του χρέους. Αυτά τα χρήματα, σύμφωνα με την πρότασή του ΣΤΕΑΤ, πρέπει να κατευθυνθούν σε επενδύσεις, τόσο για μεγάλα όσο και για μικρά έργα, δίνοντας έτσι και στους μικρούς κατασκευαστές ουσιαστικό ρόλο στη διαδικασία.

Για πρώτη φορά τέθηκε επισήμως η πρόταση τιτλοποίησης χρεών που σχετίζονται με προηγούμενες χρηματοδοτήσεις σε έργα υποδομής, με στόχο να δημιουργηθεί νέος χρηματοδοτικός χώρος για επενδύσεις σε μελλοντικά έργα. Όπως ανέφερε, η Ευρωπαϊκή Ένωση εκτιμά το συνολικό πρωτογενές χρέος που αφορά υποδομές σε περίπου 1,6 τρισ. ευρώ, γεγονός που –κατά τον ίδιο– θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για την έναρξη ενός ευρύτερου διαλόγου σχετικά με τη δημιουργία μιας δευτερογενούς αγοράς χρέους.

Ο κ. Συριανός εκτίμησε πως το χρηματοοικονομικό μοντέλο που έχουν ακολουθήσει οι τράπεζες —μέσω της τιτλοποίησης δανείων, της μεταβίβασής τους σε ιδιώτες και της έκδοσης σχετικών ομολόγων— θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στον τομέα των υποδομών. Μια τέτοια προσέγγιση, όπως υποστήριξε, θα επέτρεπε στις ευρωπαϊκές οικονομίες να αποδεσμεύσουν σημαντικά κεφάλαια, εξασφαλίζοντας τη συνέχιση της χρηματοδότησης νέων έργων.

Για τον θεσμό των Πρότυπων Προτάσεων τόνισε, την ανάγκη άμεσης ενεργοποίησης τους ειδικά σε περιοχές με έντονα προβλήματα και ανάγκες, ασκώντας βέβαια έμμεση κριτική στην καθυστέρηση εφαρμογής του σχετικού νόμου, παρά την ψήφισή του. Όπως ανέφερε, η θεσμοθέτηση των Πρότυπων Προτάσεων δεν είχε ουσιαστική συνέχεια, παρότι σε αρκετές περιοχές της χώρας διαμορφώνονται πιεστικές συνθήκες που απαιτούν άμεσες λύσεις. Υπογράμμισε ότι η αξιοποίηση του θεσμού είναι επιβεβλημένη, ιδιαίτερα σε έργα Παραχώρησης ή ΣΔΙΤ, όπου το Δημόσιο μπορεί να συμμετέχει με μικρότερους πόρους, περιορίζοντας έτσι τη δημοσιονομική επιβάρυνση.

«Αν δεν κινηθούμε άμεσα, οι συνθήκες θα γίνουν δραματικά δυσμενέστερες», προειδοποίησε, αναφερόμενος σε οξύτατα προβλήματα που αντιμετωπίζουν πολλές περιοχές, όπως κυκλοφοριακή συμφόρηση, περιβαλλοντικές πιέσεις και κινδύνους για τη δημόσια υγεία. Όπως είπε, αυτά τα προβλήματα επιδεινώνονται διαρκώς και δεν επιτρέπεται πλέον ο νόμος να παραμένει σε αδράνεια, τη στιγμή που οι επιπτώσεις καθίστανται ανυπέρβλητες.

Ο κ. Συριανός τάχθηκε ακόμη  υπέρ της ευρύτερης εφαρμογής των Πρότυπων Προτάσεων και σε έργα μικρότερης κλίμακας, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να αποσυνδεθεί η δυνατότητα υποβολής τους από την ύπαρξη εξαιρετικά υψηλών οικονομικών ορίων. «Πρέπει να δίνεται η δυνατότητα υποβολής προτάσεων και από Περιφέρειες ή Νομούς για μικρότερα ανταποδοτικά έργα, τα οποία μπορούν να αποπληρώνονται σε μεγάλο βαθμό μέσω της μελλοντικής εκμετάλλευσής τους», τόνισε χαρακτηριστικά. Κατά την άποψή του, η ταχεία προώθηση τέτοιων έργων μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο ανάπτυξης και ουσιαστικής αντιμετώπισης των τοπικών αναγκών, χωρίς υπέρμετρη επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού.

Η απάντηση της Κυβέρνησης 

Αντίθετη άποψη για τις εναλλακτικές μεθόδους χρηματοδότησης των έργων εξέφρασε ο υφυπουργός Υποδομών, Νίκος Ταχιάος, χαρακτηρίζοντας τις σχετικές προτάσεις ως «ουτοπικές». Όπως εξήγησε, το αξιόχρεο της χώρας δεν επιτρέπει την υιοθέτηση μοντέλων τιτλοποίησης χρεών και έκδοσης ομολόγων αυτού του τύπου, υπογραμμίζοντας τους δημοσιονομικούς και θεσμικούς περιορισμούς.

Ο κ. Ταχιάος έκανε ιδιαίτερη αναφορά στον θεσμό των πρότυπων προτάσεων, εκφράζοντας επιφυλάξεις τόσο για τη σαφήνεια της σχετικής ρύθμισης όσο και για τη συμβατότητά της με το ευρωπαϊκό δίκαιο. «Η εμπειρία από την Ιταλία δείχνει αποτυχία και αβεβαιότητα», σχολίασε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας με νόημα: «Έχουν σχεδιαστεί για την Αφρική και δεν είμαστε σίγουροι ότι δεν χτυπάνε πάνω στο ευρωπαϊκό δίκαιο».

Ξεκαθάρισε, τέλος, ότι οι πρότυπες προτάσεις δεν πρόκειται να εφαρμοστούν στα δημόσια έργα, αλλά θα περιοριστούν αποκλειστικά σε παραχωρήσεις και σε συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ).