Νέο μέτωπο για τον πληθωρισμό ανοίγει η αγορά ενοικίων, με τη στέγαση να εξελίσσεται στον πιο ακριβό «λογαριασμό» της καθημερινότητας και σε βασικό παράγοντα επιβάρυνσης για τα νοικοκυριά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα ενοίκια κατοικιών αυξήθηκαν τον Ιούνιο κατά 11,4% σε ετήσια βάση, συμβάλλοντας καθοριστικά στην επιτάχυνση του γενικού δείκτη τιμών στο 2,8%, από 2,5% τον Μάιο.
Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την άνοδο των τιμών κατά 23,1% στην ενέργεια και κατά 2,3% στα τρόφιμα, διαβρώνει το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, ενώ ενισχύει τη δυναμική του λεγόμενου «δομικού πληθωρισμού», καθώς αφορά πάγια έξοδα διαβίωσης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat ο μέσος μισθωτής στην Ελλάδα δαπανά πλέον πάνω από το 35% του εισοδήματός του για ενοίκιο, την ώρα που το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη διαμορφώνεται στο 19,2%. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι για χιλιάδες εργαζόμενους, το ενοίκιο «τρώει» σχεδόν τον μισό μισθό, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια για τρόφιμα, μετακινήσεις ή αποταμίευση.
Η κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή στις μεγάλες πόλεις, κυρίως στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, είναι ενδεικτική της κρίσης στη στέγη. Η ζήτηση για κατοικίες προς μακροχρόνια μίσθωση παραμένει αυξημένη, ενώ το «στοκ» των διαθέσιμων ακινήτων έχει μειωθεί αισθητά, με αποτέλεσμα τα ενοίκια να έχουν εκτοξευθεί σε ιστορικά υψηλά.
Οι αυξήσεις είναι εντονότερες σε περιοχές με υψηλή τουριστική ζήτηση ή παρουσία φοιτητών, όπως το κέντρο της Αθήνας, τα Πατήσια, ο Νέος Κόσμος και τα Εξάρχεια, αλλά και σε περιοχές όπως το Μαρούσι, το Ψυχικό, η Γλυφάδα, το Χαλάνδρι και η Καλλιθέα. Σύμφωνα με επαγγελματίες του real estate, οι ετήσιες ανατιμήσεις σε αρκετές περιοχές ξεπερνούν το 15%, ενώ οι ανανεώσεις συμβολαίων συνοδεύονται συχνά από αυξήσεις έως και 30%.
Παράγοντες της αγοράς αποδίδουν την ένταση του φαινομένου στην παρατεταμένη έλλειψη νεόδμητων κατοικιών, στη μαζική στροφή προς τις βραχυχρόνιες μισθώσεις και στην καθυστέρηση υλοποίησης μέτρων στεγαστικής πολιτικής. Παράλληλα, η δυσκολία πρόσβασης σε ιδιόκτητη κατοικία λόγω των εξωφρενικά υψηλών εμπορικών τιμών και των αυξημένων επιτοκίων ωθεί ακόμα περισσότερους ενδιαφερόμενους στη λύση της ενοικίασης, ενισχύοντας περαιτέρω τη ζήτηση.
Σε πολιτικό επίπεδο, η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει περιορισμούς στις νέες άδειες για Airbnb στο κέντρο της Αθήνας, με πιθανή παράταση έως το τέλος του 2026, φορολογικά κίνητρα για επιστροφή στη μακροχρόνια μίσθωση, καθώς και δράσεις με προγράμματα ανακαίνισης και αξιοποίησης κλειστών ακινήτων. Ωστόσο, οι παρεμβάσεις αυτές δεν έχουν αποφέρει μετρήσιμα αποτελέσματα στην αγορά.
Στελέχη της αντιπολίτευσης κάνουν λόγο για «ανυπαρξία στεγαστικής πολιτικής» και ζητούν τη θέσπιση ανώτατων επιτρεπτών αυξήσεων στα ενοίκια, καθώς και τη δημιουργία δημόσιου αποθέματος κοινωνικής κατοικίας. Την ίδια ώρα, οργανώσεις καταναλωτών και εργατικά ινστιτούτα επισημαίνουν ότι η δαπάνη για στέγαση έχει χτυπήσει «κόκκινο» απορροφώντας έως και το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος σε ορισμένες ομάδες, περιορίζοντας δραστικά την κατανάλωση και εντείνοντας τις κοινωνικές ανισότητες.
Η ανοδική πορεία των ενοικίων εξελίσσεται σε «βόμβα» για την αγοραστική δύναμη και το βιοτικό επίπεδο ενισχύοντας τον δομικό πληθωρισμό αναδεικνύοντας την ακρίβεια στην στέγαση σε μείζον κοινωνικό και οικονομικό ζήτημα.