Παρά τους δασμούς του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, οι οποίοι οδήγησαν σε ετήσια πτώση των κινεζικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ κατά 25% τον Οκτώβριο, η θέση της δεύτερης ισχυρότερης οικονομίας του κόσμου παραμένει ισχυρή στο παγκόσμιο εμπόριο, παρά τις αντίξοες συνθήκες. Από την πρώτη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ (2017-2021), οι εξαγωγικές επιχειρήσεις επιδίωξαν επιτυχώς να αυξήσουν τις εξαγωγές τους σε άλλες αγορές, μειώνοντας τις τιμές σε δραματικό βαθμό για τους ανταγωνιστές τους. Το Πεκίνο και οι περιφερειακές κυβερνήσεις πριμοδότησαν μέσω επιδοτήσεων, χαμηλότοκων δανείων και φορολογικών κινήτρων τη μαζική διάθεση βιομηχανοποιημένων προϊόντων -ιδιαίτερα ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων, ηλιακών πάνελ και αιολικών πάρκων- σε ξένες αγορές.
Αν και αυτή η πολιτική ενός παγκόσμιου ντάμπινγκ ενέτεινε τις πιέσεις σε άλλες οικονομίες του κόσμου, οι κινεζικές επιχειρήσεις δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα κέρδη. Αντίθετα, παλεύουν με χαμηλή κερδοφορία ή ακόμη και ζημίες, αποδεικνύοντας πως η στρατηγική των χαμηλών τιμών ναι μεν συνέτεινε στην επέκταση της παρουσίας τους σε ξένες αγορές, αλλά είναι απαγορευτική για τη βιώσιμη ανάπτυξή τους. Βασικός λόγος είναι η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα σε μια χώρα που ο πληθυσμός υπερβαίνει το ένα δισ. άτομα, ενώ έχει τονώσει τις επιδόσεις της και στην καινοτομία, ενισχύοντας την αποδοτικότητα των διαδικασιών παραγωγής.
Ο ανταγωνισμός για χαμηλότερες τιμές δεν αφορά αποκλειστικά τις αγορές του εξωτερικού, αλλά και την εγχώρια οικονομία. Είναι μια μορφή «ανθυγιεινού ανταγωνισμού», όπου οι επιχειρήσεις επενδύουν ασταμάτητα σημαντικούς πόρους και ενέργεια, χωρίς να παρουσιάζουν αύξηση των κερδών τους, ώστε να διατηρήσουν τη θέση τους στην αγορά, αναφέρει η Monde Diplomatique. Έτσι είχε περιγραφεί το φαινόμενο αυτό από τους οικονομικούς παράγοντες του Κομουνιστικού Κόμματος το 2024. Ένα από τα μεγαλύτερα θύματα αυτής της στρατηγικής είναι ο τομέας των ηλιακών πάνελ. Μεγάλοι κατασκευαστές, όπως είναι οι Jinko Solar και Trina Solar, έχουν δημοσιοποιήσει είτε καθαρές ζημίες είτε μεγάλη πτώση κερδών κατά τη διάρκεια των προηγούμενων οικονομικών τριμήνων.
Οι καθαρές ζημίες της Jinko Solar διαμορφώθηκαν, παραδείγματος χάριν, στα 2,7 δισ. γουάν μέσα στο α’ εξάμηνο του 2025 και οι αντίστοιχες της Trina Solar έφτασαν τα 2,9 δισ. γουάν. Πληροφορίες του Reuters αποκάλυψαν πως Κινέζοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι συμμετείχαν σε συναντήσεις με παράγοντες του κλάδου για να συζητήσουν την καταπολέμηση ενός «πολέμου τιμών» που συντελείται στην εγχώρια οικονομία. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι εταιρείες ηλιακών πάνελ μειώνουν τις τιμές ακόμη και χαμηλότερα του κόστους παραγωγής.
Σ’ ότι αφορά τις εταιρείες ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων (EVs), ο σκληρός ανταγωνισμός για χαμηλότερες τιμές ασκεί ασφυκτικές πιέσεις στα περιθώρια κέρδους. Ακόμη και ο πρωταγωνιστής των EVs στην Κίνα, η Build Your Dreams η BYD, δημοσιοποίησε πτώση κερδών 30% το γ’ τρίμηνο από πέρυσι λόγω του εγχώριου ανταγωνισμού. Ανάλογες τάσεις επικρατούσαν και στον τομέα των ανεμογεννητριών, όπου ο ανταγωνισμός και η σταδιακή κατάργηση επιδοτήσεων είχαν πλήξει την κερδοφορία των εταιρειών το 2023. Εντούτοις, η καθαρή κερδοφορία της Goldwind, μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες ανεμογεννητριών στην Κίνα, αυξήθηκε κατά 170% το γ’ τρίμηνο του 2025.
Όπως είχε δηλώσει πέρυσι η πρώην υπουργός Οικονομικών του Καναδά, Κρίστια Φρίλαντ, η πολιτική της Κίνας στοχεύει στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων διευκολύνοντας το ντάμπινγκ των προϊόντων τους στις παγκόσμιες αγορές. Επειδή, όμως, η στρατηγική αυτή εφαρμόζεται και στο εσωτερικό της οικονομίας αυτή η πολιτική γυρίζει μπούμερανγκ. Ο Ρόμπερτ Μπόιερ, οικονομικός αναλυτής, περιέγραφε ήδη πριν από δέκα και πλέον χρόνια ένα σύστημα σε μόνιμη κατάσταση υπερεπένδυσης, όπου ο ανταγωνισμός εξαντλείται «μέχρι τελικής πτώσεως» λόγω της συνεχιζόμενης πτώσης των τιμών. Μερίδα αναλυτών τονίζει πως τελικά η Κίνα αποδεικνύεται πολύ αποκεντρωμένη από οικονομική άποψη, με κάθε επαρχία, δήμο και περιφέρεια να έχει τις δικές της βιομηχανικές φιλοδοξίες και να διαθέτει σημαντικά μέσα δράσης για την υλοποίησή τους.
Μετά την οικονομική κρίση του 2008, για παράδειγμα, η Κίνα κατάφερε να διατηρήσει για ένα διάστημα διψήφιο ρυθμό ανάπτυξης χάρη στις επενδύσεις της σε υποδομές και ακίνητα. Έτσι, αναπτύχθηκε μια πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα σε ορισμένες βιομηχανίες που συνδέονται με τις κατασκευές, π.χ. χάλυβας, τσιμέντο και γυαλί. Μια έντονη εκστρατεία για την αντιμετώπιση αυτών των στρεβλώσεων ξεκίνησε το 2015, επιβάλλοντας τη διακοπή λειτουργίας ορισμένων μονάδων, καθώς και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων.