Στο μικροσκόπιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μπαίνει η περσινή πώληση του 15% των μετοχών της Monte dei Paschi di Siena (MPS) από την κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι σε συγκεκριμένη ομάδα εγχώριων επενδυτών, παραβλέποντας προτάσεις της UniCredit, του πετρελαϊκού ταμείου της Νορβηγίας και της αμερικανικής BlackRock. Το επίμαχο μερίδιο του 15% από το μετοχικό κεφάλαιο της MPS -της παλαιότερης τράπεζας στον κόσμο και μιας από τις μεγαλύτερες τραπεζικές κρατικοποιήσεις στον απόηχο της κρίσης δημοσίου χρέους της Ευρωζώνης – κατέληξε στην Banco BPM, τις εταιρείες συμμετοχών Anima Holding και Delfin, και τον Ιταλό μεγαλοβιομήχανο Φραντσέσκο Γκαϊτάνο Καλτατζιρόνε.
Οι Αποκαλύψεις και οι Στρατηγικές της Κυβέρνησης
Την έρευνα της Κομισιόν έφεραν στο φως της δημοσιότητας το πρακτορείο Reuters και η βρετανική εφημερίδα Financial Times σε μια περίοδο που ασκούνται πιέσεις για τη δημιουργία ισχυρών ομίλων στην τραπεζική αγορά της Ευρώπης.
Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση Μελόνι στοχεύει στη δημιουργία ενός τρίτου τραπεζικού πυλώνα εντός της Ιταλίας, προκειμένου να αντισταθμιστεί η ισχύς της Intesa Sanpaolo και της UniCredit, δηλαδή του πρώτου και δεύτερου ισχυρότερου ομίλου της χώρας. Ένα ακόμη ισχυρό κίνητρο για τη Ρώμη να διατηρήσει στενό τον έλεγχο των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων είναι ότι αποτελούν σημαντικούς αγοραστές των τίτλων δανεισμού που εκδίδει το ιταλικό δημόσιο.
Η Ιστορία της MPS και η Σταδιακή Πώληση
Για να μην καταρρεύσει τον Φεβρουάριο του 2017, η MPS πέρασε στον έλεγχο του ιταλικού κράτους, ύστερα από έγκριση της Κομισιόν. Η προοπτική ήταν να επανέλθει σε ιδιωτικά χέρια εντός ενός χρονοδιαγράμματος που θα απέφερε απόδοση στο ιταλικό δημόσιο μετά από μια ριζική αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων της.
Η πώληση του 64% που κατείχε το ιταλικό δημόσιο στην MPS ξεκίνησε σταδιακά τον Νοέμβριο του 2023. Σήμερα, το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 11,7%, μετά την πώληση του 15% στην αμφιλεγόμενη δημοπρασία που πραγματοποιήθηκε πέρσι τον Νοέμβριο.
Οι Αγοραστές και η Συνοπτική Διαδικασία βιβλίου Προσφορών
Τότε, με μια συνοπτική διαδικασία βιβλίου προσφορών (accelerated book building), η Banco BPM απέκτησε το 5% των μετοχών της MPS και η Anima Holding το 3%. Έκτοτε, είναι σταθερός στόχος της κυβέρνησης Μελόνι να συγχωνευθεί η MPS με την Banco BPM, ώστε να δημιουργηθεί ένας τρίτος τραπεζικός πυλώνας στην Ιταλία.
Εμμέσως πλην σαφώς, η Banco BPM αύξησε το μερίδιό της στην MPS φέτος, τον Απρίλιο, αφού εξασφάλισε το 89,9% του μετοχικού κεφαλαίου της Anima Holding. Ρόλο διαμεσολαβητή στην επίμαχη δημοπρασία του 15% της MPS πέρσι είχε αναλάβει η Banca Akros, θυγατρική της Banco BPM.
Ακόμη πιο αξιοπερίεργο είναι ότι η UniCredit – η οποία προσπαθεί να εξαγοράσει την Banco BPM προς τη δυσαρέσκεια της κυβέρνησης Μελόνι- είχε υποβάλει προσφορά για την απόκτηση του 10% της MPS, σύμφωνα με τους Financial Times. Όταν, ωστόσο, ήρθε η στιγμή να οριστικοποιήσει την προσφορά της, η Banca Akros την ενημέρωσε πως είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία.
Ωστόσο, τα μερίδια τους στην MPS αύξησαν ο 82χρόνος Φραντσέσκο Γκαϊτάνο Καλτατζιρόνε και η εταιρεία συμμετοχών Delfin της οικογενείας του Λεονάρντο Ντελ Βέκιο. Μάλιστα, η Delfin είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος στην MPS μετά το υπουργείο Οικονομικών της Ιταλίας, με μερίδιο 9,78%, ενώ κατέχει επίσης μερίδια στην Mediobanca και στη UniCredit. Εκτός του 8% στην MPS, o Καλτατζιρόνε κατέχει επίσης το 2% της Banco BPM, σχεδόν το 10% της Mediobanca και το 6,9% της Assicurazioni Generali.
Ο Ρόλος της Assicurazioni Generali και των Ιταλικών Ομολόγων
Ο ασφαλιστικός όμιλος Assicurazioni Generali, ο οποίος διακρατά ιταλικά ομόλογα 30 δισ. ευρώ, εξελίσσεται σε κομβικό παίκτη για το χρηματοοικονομικό, ακόμη και το πολιτικό, τοπίο στην Ιταλία και κατ’ επέκταση στην Ευρώπη. Αν και το 13% που κατέχει η Mediobanca στην Generali της έχει εξασφαλίσει πολύτιμες προσόδους από την καταβολή μερισμάτων, παράλληλα έχει ενισχύσει την επιρροή του Καλτατζιρόνε. Ο Ιταλός δισεκατομμυριούχος διαφωνεί με την εξαγορά της Banca Generali από την Mediobanca, περιπλέκοντας ακόμη πιο πολύ τον ιστό συμφερόντων στον ιταλικό τραπεζικό κλάδο.
Το 60% των κρατικών ομολόγων της Ιταλίας διατηρείται υπό τον έλεγχο κυρίως εγχώριων τραπεζών, με τους ασφαλιστικούς ομίλους και τους μικροεπενδυτές να ακολουθούν, σύμφωνα με το SUERF (The European Money and Finance Forum). Η Intesa Sanpaolo και η UniCredit κατέχουν ιταλικά ομόλογα 60 και 37-38 δισ. ευρώ αντίστοιχα, όπως προκύπτει από τις οικονομικές καταστάσεις τους. Μεγάλη είναι, επίσης, η έκθεση της MPS σε τίτλους του ιταλικού δημοσίου.
Η Εξωστρέφεια της UniCredit και η Σχέση με τη Γερμανία
Υπό τον διευθύνοντα σύμβουλο Αντρέα Ορσέλ, η UniCredit εξελίσσεται σε ένα όλο και πιο εξωστρεφές τραπεζικό ίδρυμα, με επεκτατικά σχέδια στην ευρύτερη Ευρώπη. Μάλιστα, ο Ορσέλ είχε τονίσει σε πρόσφατο άρθρο γνώμης στους Financial Times την ανάγκη για τη δημιουργία ισχυρών τραπεζικών ομίλων στην Ευρώπη, αφού η κυβέρνηση της Γερμανίας τάχθηκε κατά της πρότασης της UniCredit για την εξαγορά της Commerzbank.
Ενδεικτικό της εξάρτησης της Ρώμης από τον τραπεζικό κλάδο της χώρας είναι πως πέρσι τον Οκτώβριο, η Moody’s είχε υποστηρίξει ότι η αύξηση του γερμανικού μεριδίου στον ισολογισμό της UniCredit θα «χαλάρωνε την εγγενή συσχέτιση μεταξύ της πιστοληπτικής ικανότητας της UniCredit και αυτή του ιταλικού δημοσίου».