Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, ενόψει της ψήφισης στη Βουλή της τροπολογίας Πιερρακάκη κατέθεσε τροπολογία με στόχο την ενίσχυση της διαφάνειας στις τραπεζικές χρεώσεις και τη διευκόλυνση της πρόσβασης των πολιτών στις τραπεζικές υπηρεσίες.
Το ΠΑΣΟΚ ζητεί την κατάργηση προμηθειών για αναλήψεις μετρητών μέσω ΑΤΜ, την απαγόρευση διαφόρων τραπεζικών εξόδων, όπως για κινήσεις λογαριασμών, έκδοση/επανέκδοση καρτών, πλαφόν στις χρεώσεις για εμβάσματα.
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση του κόμματος «τηρώντας τη συνεπή στάση του, καθώς το ΠΑΣΟΚ πρώτο έθεσε ζήτημα ήδη από τον περασμένο Δεκέμβριο, επανέρχεται και με την τροπολογία του ζητεί να»:
- Απαγορεύεται σε τράπεζες και παρόχους υπηρεσιών πληρωμής που εκμεταλλεύονται ΑΤΜ κάθε χρέωση ή προμήθεια για ανάληψη μετρητών μέσω ΑΤΜ ακόμη και αν πραγματοποιείται με χρήση πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας που ανήκει σε άλλη τράπεζα ή πάροχο από αυτόν που εκμεταλλεύεται το ΑΤΜ.
- Προβλέπεται η ρητή κατάργηση ενός πλήθους προμηθειών ή εξόδων που επιβάλλουν σήμερα οι τράπεζες, όπως ενδεικτικά έξοδα διαχείρισης ή ενημέρωσης σχετικά με τις κινήσεις των λογαριασμών καταθέσεων, έξοδα για την εξέταση της πιστοληπτικής ικανότητας του ενδιαφερόμενου δανειολήπτη ή εξέτασης αιτήματός του για χορήγηση δανείου, έξοδα που συνδέονται με τη σύναψη συμβάσεων, την χορήγηση βεβαιώσεων, αντιγράφων από τις σχέσεις του με την τράπεζα, την έκδοση ή επανέκδοση πιστωτικών καρτών κ.ά.
- Οι χρεώσεις των τραπεζών για εντολές στο κατάστημα για μεταφορά κεφαλαίου σε λογαριασμό άλλης τραπέζης (εμβάσματα) δεν μπορεί να υπερβαίνουν το ύψος της χρέωσης που ισχύει για την διαδικτυακή συναλλαγή μεταφοράς κεφαλαίου, προσαυξημένης μόνο με το εύλογο λειτουργικό κόστος που συνεπάγεται η αποστολή του εμβάσματος.
- Φυσικά πρόσωπα άνω των 70 ετών ή πρόσωπα που πάσχουν από αναπηρία ή σοβαρή ασθένεια ή έχουν αποδεδειγμένη αδυναμία μπορούν να διενεργούν τουλάχιστον μία φορά το μήνα διατραπεζική συναλλαγή στο κατάστημα με χρέωση στο ύψος που ορίζεται για την αντίστοιχη διαδικτυακή συναλλαγή.
- Οι τράπεζες υποχρεώνονται να παρέχουν πρόσβαση στους πελάτες σε ταμειακές συναλλαγές τουλάχιστον για πέντε ώρες σε κάθε εργάσιμη ημέρα.
- Κάθε πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να διαθέτει στην Επικράτεια τουλάχιστον τριπλάσιο αριθμό ΑΤΜ σε σχέση με τον αριθμό των καταστημάτων του στη χώρα, και δίχως να υπολογίζονται, ασφαλώς, τα ΑΤΜ που βρίσκονται στα καταστήματα των τραπεζών, στα οποία οι καταναλωτές θα μπορούν να πραγματοποιούν καταθέσεις και πληρωμές χωρίς κόστος. Τη δυνατότητα αυτή μπορεί να παρέχει και μέσω συνεργαζόμενων τρίτων που είναι κάτοχοι ΑΤΜ. Σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης δεν μπορεί να χρεώνει έξοδα ή προμήθειες για ορισμένες διατραπεζικές συναλλαγές.
- Θεσπίζεται μηχανισμός ελέγχου κάθε υφιστάμενης ή εμφανιζόμενης χρέωσης ώστε να εντοπίζονται αδικαιολόγητες χρεώσεις, είτε ως προς την αιτία τους είτε ως προς το ύψος τους.
- Προστατεύονται οι δανειολήπτες δανειακών και πιστωτικών συμβάσεων με κυμαινόμενο επιτόκιο, στις οποίες οι τράπεζες, κάνοντας χρήση αμφιλεγόμενων και καταχρηστικών όρων, δεν αποδίδουν στο επιτόκιο τη μείωση που δικαιούνται από την καθοδική πορεία των διατραπεζικών επιτοκίων και των επιτοκίων της ΕΚΤ.
Η τροπολογία που κατέθεσε το ΠΑΣΟΚ
Σε μία εξαιρετικά δυσχερή για τους καταναλωτές συγκυρία, οι τράπεζες εκμεταλλευόμενες τη θέση και την ισχύ τους, τον ανεπαρκή ανταγωνισμό αλλά και την ελλιπή εποπτεία όσον αφορά την προάσπιση των συμφερόντων των καταναλωτών, δεν διστάζουν να κερδοσκοπούν ασύδοτα όσον αφορά τις προμήθειες, αυξάνοντας περαιτέρω το ύψος τους ή ανακαλύπτοντας νέες αφορμές ή τεχνικές χρεώσεων σε βάρος των καταναλωτών και των μικρών επιχειρήσεων. Πρόσφατο παράδειγμα η πώληση 820 ΑΤΜ συστημικής τράπεζας σε συγγενική της εταιρία που έχει ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση των πελατών της τράπεζας για τις συναλλαγές που διενεργούσαν μέχρι σήμερα μέσω αυτών με την τράπεζά τους. Έτσι, οι τράπεζες, αφού τελικά συρρίκνωσαν τα καταστήματά τους, εξοικονομώντας τεράστιο λειτουργικό κόστος, παραπέμποντας, συχνά με εκβιαστικούς τρόπους, τους πελάτες στα ΑΤΜ και στην ηλεκτρονική τραπεζική, πλέον ξεπουλούν σε τρίτους και τα τελευταία, προκαλώντας νέες επιβαρύνσεις για τους πελάτες τους.
Το ΠΑΣΟΚ ανέδειξε το θέμα των υπέρογκων και καταχρηστικών χρεώσεων, όπως άλλωστε και το θέμα αδιαφανών πρακτικών στην αναπροσαρμογή των επιτοκίων, καταθέτοντας τον περασμένο Δεκέμβριο σχετική τροπολογία που υποχρέωσε την Κυβέρνηση σε νομοθετική παρέμβαση. Ωστόσο, τα μέτρα που τελικά έλαβε η Κυβέρνηση ήταν εξαιρετικά περιορισμένα, αφήνοντας στην πραγματικότητα στο απυρόβλητο την εκτεταμένη αντικοινωνική πρακτική των υπέρογκων και αδιαφανών χρεώσεων και προμηθειών των τραπεζών στις καθημερινές τραπεζικές συναλλαγές. Αναπόφευκτα, η ανοχή της αυτή ενθάρρυνε την αλαζονεία των τραπεζών, με πρόσφατο παράδειγμα την πώληση των ΑΤΜ. Έπρεπε να ξεσηκωθεί η ελληνική κοινωνία και να αναδείξει το ΠΑΣΟΚ το θέμα με ερώτηση του στον αρμόδιο Υπουργό που κατέθεσε στη Βουλή, ώστε να υποχρεωθεί τελικά η Κυβέρνηση να ανακοινώσει κάποια πρόσθετα μέτρα.
Η κερδοφορία των τραπεζών από προμήθειες και χρεώσεις έχει ξεπεράσει σήμερα κάθε προσδοκία. Ενδεικτικά, τα καθαρά κέρδη των τεσσάρων συστημικών τραπεζών το 2024 ανήλθαν σε 4,532 δισ. ευρώ έναντι 3,645 δισ. ευρώ το 2023, αυξημένα κατά 24,33%. Η κερδοφορία των Τραπεζών συνεχίστηκε και το πρώτο τρίμηνο του 2025, όπου τα καθαρά κέρδη τους ανήλθαν στα 1,24 δισ. ευρώ. Τα έσοδα από τις προμήθειες για τις συστημικές τράπεζες ανέρχονται στα 2,15 δισ. το 2024, ενώ τα προηγούμενα χρόνια ανέρχονταν σε 1,80 δισ. το 2023, 1,66 δισ. το 2022, 1,51 δισ. το 2021 και 1,25 δισ. το 2020, παρατηρείται δηλαδή μεγάλη αύξηση.
Η αύξηση αυτή εκδηλώνεται, την ίδια στιγμή που η πρόσβαση των καταναλωτών στις τραπεζικές υπηρεσίες και η ανάγκη εξυπηρέτησης στα τραπεζικά καταστήματα, καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής και, δυστυχώς, αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης. Οι τράπεζες έχουν μειώσει τα καταστήματά τους στο μισό του μέσου όρου των τραπεζών της Ευρωζώνης (συγκρίνοντας ανά 100.000 κατοίκους), τη στιγμή μάλιστα που η χώρα μας διαφέρει πολύ από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες τόσο ως προς το σύνθετο της γεωμορφολογίας της, όσο και λόγω της νησιωτικότητάς της. Ήδη δύο συστημικές τράπεζες έχουν περιορίσει τη λειτουργία των ταμείων τους σε ελάχιστες ώρες κάθε εργάσιμης ημέρας. Ο πολίτης για να ανοίξει ακόμη και ένα λογαριασμό πρέπει να κλείσει ραντεβού μετά από πολλές ημέρες ή και βδομάδες. Οι χρεώσεις στο διαδίκτυο υπερβαίνουν κατά πολύ το μέσο όρο των άλλων χωρών, ενώ στα καταστήματα των τραπεζών είναι υποχρεωτικές. Ενώ οι τράπεζες εκμεταλλεύονται τις καταθέσεις των πολιτών με ασήμαντο κόστος, δεν διστάζουν την ίδια στιγμή να «εφευρίσκουν» νέες αφορμές χρέωσης και να χρεώνουν τελικά και την απλή συναλλακτική επαφή με τον πελάτη.
Η παρούσα τροπολογία του ΠΑΣΟΚ, η οποία στηρίζεται, κατά μεγάλο μέρος, στην προηγούμενη νομοθετική του πρωτοβουλία, έρχεται να θέσει φραγμό σε πρακτικές αδιαφάνειας και εκμετάλλευσης της αδυναμίας και ανάγκης των καταναλωτών. Ειδικότερα:
Η τροπολογία αντιμετωπίζει, με ευθύ και καίριο τρόπο, το φαινόμενο των ασύδοτων χρεώσεων, εξόδων και προμηθειών εκ μέρους των τραπεζών. Κατά πάγια, άλλωστε, εθνική και διεθνή νομολογία, που στηρίζεται σε κοινοτικές οδηγίες, οι τράπεζες δεν επιτρέπεται να χρεώνουν τους καταναλωτές για υπηρεσίες για τις οποίες καταβάλλεται ήδη τίμημα (αδιαφανής διπλοχρέωση) ή για ενέργειες που αφορούν την εκπλήρωση υποχρεώσεών που οι τράπεζες εκ του νόμου έχουν προς τους πελάτες τους ή για ενέργειες που αφορούν την προστασία των δικών τους συμφερόντων. Όταν μάλιστα δικαιολογείται, η επιβολή εξόδων σε βάρος των πελατών, λόγω του κόστους που η τράπεζα υποβάλλεται, η χρέωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το πραγματικό αυτό κόστος.
Παρά ταύτα, στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι τράπεζες χρεώνουν σήμερα ουσιαστικά υποχρεώσεις που έχουν απέναντι στους καταναλωτές στο πλαίσιο της βασικής σύμβασης που τις συνδέει με αυτούς, για την εκπλήρωση των οποίων δεν δικαιολογείται να αξιώνουν οποιουδήποτε είδους αμοιβή ή έξοδα. Οι χρεώσεις, εξάλλου, διαμορφώνονται συχνά σε τέτοια ύψη που είναι φανερό ότι δεν έχουν να κάνουν σε τίποτα με την κάλυψη οποιουδήποτε λειτουργικού κόστους και αποβλέπουν απλά και μόνο στην εκμετάλλευση της διαπραγματευτικής αδυναμίας των καταναλωτών και στην κερδοσκοπία σε βάρος τους. Ειδικότερα:
Κάθε καταθέτης έχει το δικαίωμα να αναλαμβάνει οποτεδήποτε το θελήσει τα χρήματά του από την τράπεζα στην οποία τα έχει καταθέσει. Καμία τράπεζα δεν έχει το δικαίωμα να αρνηθεί σε αυτόν ή να απαιτήσει έξοδα για την ανάληψη των χρημάτων εκτός αν τα έχει δεσμεύσει σε μία προθεσμιακή κατάθεση. Οποιοσδήποτε, επομένως, περιορισμός στην ανάληψη χρημάτων από τις καταθέσεις του παραβιάζει το δικαίωμα πρόσβασης στο λογαριασμό του κατόχου και είναι μη νόμιμος. Άλλωστε, και η διατραπεζική συνεργασία των τραπεζών, μέσω της ΔΙΑΣ Α.Ε., δεν μπορεί παρά να αφορά, στη βάση της αμοιβαιότητας για όλες τις τράπεζες, την ικανοποίηση του δικαιώματος του καταναλωτή στην ανάληψη των χρημάτων του. Δεν είναι δε τυχαίο ότι τα κέρδη της ΔΙΑΣ Α.Ε. υπερβαίνουν το 54% του κύκλου εργασιών τους, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα, κατά το σημαντικό βαθμό που αυτά προέρχονται από αναλήψεις μετρητών, οι τράπεζες να μετατρέπουν εντέλει σήμερα την εκπλήρωση μίας υποχρέωσης προς τους καταναλωτές σε μία κερδοσκοπική δραστηριότητα. Έτσι, με την πρώτη παράγραφο οι πάροχοι πληρωμών που εκμεταλλεύονται ΑΤΜ δεν επιτρέπεται να επιβάλλουν καμία χρέωση για την ανάληψη μετρητών ή τη χρήση του ΑΤΜ ακόμη και αν η ανάληψη πραγματοποιείται με χρήση πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας που ανήκει σε άλλη τράπεζα από αυτή που εκμεταλλεύεται το ΑΤΜ.
Με τη δεύτερη παράγραφο απαγορεύονται ρητά και κατηγορηματικά χρεώσεις όπως οι παραπάνω.
Είναι έτσι απαράδεκτο οι τράπεζες
- να χρεώνουν με έξοδα λογαριασμούς καταθέσεων με έξοδα διαχείρισης όταν μέσα από τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια εξασφαλίζουν τεράστια οφέλη αλλά και την κάλυψη κάθε λειτουργικού κόστους,
- να χρεώνουν την ηλεκτρονική χορήγηση ενημέρωσης για την κίνηση των λογαριασμών ή την αποστολή τακτικών ενημερώσεων,
- να χρεώνουν ενέργειες που συνδέονται με τη σύναψη συμβάσεων e-banking από τις οποίες εξοικονομούν μεγάλο λειτουργικό κόστος
- να χρεώνουν την έκδοση ή την επανέκδοση καρτών όταν αποβλέπουν στις τεράστιες προμήθειες που εισπράττουν από τη χρήση τους ως μέσο πληρωμής,
- να χρεώνουν την εξέταση της πιστοληπτικής ικανότητας του ενδιαφερόμενου για τη λήψη δανείου ή να χρεώνουν λειτουργικά ή διαχειριστικά έξοδα για τη χορήγηση δανείου.
- να αξιώνουν, πέραν των τόκων, πρόσθετες αμοιβές με διάφορα προσχήματα από συμβάσεις δανείων,
- να αξιώνουν σημαντικά μάλιστα ποσά προκειμένου να χορηγήσουν στον δανειολήπτη ένα απλό αντίγραφο της σύμβασης δανείου του ή την εξέλιξη της αποπληρωμής του δανείου του,
- να αξιώνουν, ομοίως, υπερβολικά ποσά για τη χορήγηση μίας βεβαίωσης ή την παροχή μίας ενημέρωσης, πράγματα που είναι υποχρέωσή τους στο πλαίσιο της σχέσης που υφίσταται,
- να απαιτούν χρήματα από τον πελάτη προκειμένου να ακυρώσουν μία παράνομη συναλλαγή που αυτός έχει διαπιστώσει να έχει λάβει χώρα.
Η τρίτη παράγραφος αντιμετωπίζει τις καταχρηστικές πρακτικές των υπέρογκων χρεώσεων που αφορούν τις διατραπεζικές συναλλαγές στα καταστήματα. Οι χρεώσεις αυτές είναι, σε σύγκριση με αυτά των άλλων χωρών, πολλαπλάσια υψηλές, εκκινώντας ήδη από διψήφιο ποσόν για τις μεταβιβάσεις μικρών ποσών και κλιμακώνονται μάλιστα, ανάλογα με το ύψος του ποσού, δίχως αυτό να δικαιολογείται από πρόσθετο κόστος, και φθάνουν έτσι σε ακόμη πιο απαράδεκτα υψηλά επίπεδα. Είναι φανερό ότι οι χρεώσεις αυτές έχουν χάσει πλέον τον χαρακτήρα τους ως κίνητρα για τη ενθάρρυνση των διαδικτυακών συναλλαγών και, περισσότερο, αποβλέπουν τελικά στην εκμετάλλευση ειδικών καταστάσεων ή αναγκών ή αδυναμιών των πελατών. Αυτό που διαφοροποιεί την υπηρεσία μεταφοράς κεφαλαίου με έμβασμα στο ταμείο από την αντίστοιχη της ψηφιακής είναι το υψηλότερο μόνο λειτουργικό κόστος που συνεπάγεται η διεκπεραίωση εντός του καταστήματος. Υπό το πρίσμα αυτό προβλέπεται με την δεύτερη παράγραφο ότι οι χρεώσεις των τραπεζών για εντολές στο κατάστημα για μεταφορά κεφαλαίου σε λογαριασμό άλλης τραπέζης δεν μπορεί να υπερβαίνουν το ύψος της χρέωσης που ισχύει για την ψηφιακή μεταφορά κεφαλαίου, προσαυξημένης με το εύλογο λειτουργικό κόστος που συνεπάγεται η αποστολή του εμβάσματος.
Οι τράπεζες δεν μπορούν, εξάλλου, να αφίστανται του κοινωνικού ρόλου που επιτελούν και να υποχρεώνουν σε αντίστοιχες επιβαρύνσεις εκείνους ιδίως τους καταναλωτές που έχουν εγγενείς δυσκολίες, λόγω ηλικίας, αναπηρίας ή σοβαρής ασθένειας ή άλλη αποδεδειγμένη αδυναμία εξοικείωσης με ψηφιακές συναλλαγές. Άλλωστε, έχει αποδειχθεί ως μία βασική αιτία εξάπλωσης των απατηλών ηλεκτρονικών συναλλαγών η εξώθηση σε ψηφιακές συναλλαγές προσώπων που έχουν εμφανή αδυναμία να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της τεχνολογίας. Με την τέταρτη παράγραφο προβλέπεται ότι τα φυσικά πρόσωπα που ανήκουν στις ευάλωτες αυτές κατηγορίες έχουν τη δυνατότητα να διενεργούν τουλάχιστον μία φορά το μήνα διατραπεζική συναλλαγή στο κατάστημα με χρέωση το ύψος που ορίζεται για την αντίστοιχη διαδικτυακή συναλλαγή. Επιπροσθέτως, προβλέπεται ότι κάθε φυσικό πρόσωπο δικαιούται μία φορά το έτος να διενεργήσει διατραπεζική συναλλαγή στο κατάστημα με κόστος το ποσόν που ορίζεται για την αντίστοιχη διαδικτυακή συναλλαγή.
Οι παράγραφοι 5 έως 7 δημιουργούν ουσιαστικά ένα μηχανισμό ελέγχου για κάθε υφιστάμενη ή εμφανιζόμενη χρέωση με βάσητις αρχές που εκτέθηκαν πιο πάνω.Οι τράπεζες υποχρεούνται, με την πρόβλεψη των χρεώσεων, να διευκρινίζουν την αιτία της χρέωσης, δηλαδή αν αυτή αφορά αμοιβή τους για παροχή υπηρεσίας ή την κάλυψη λειτουργικής τους δαπάνης και να αιτιολογούν το εύλογο ύψος της. Η απαίτηση αυτή προάγει τον ανταγωνισμό στις τραπεζικές υπηρεσίες, αποκαλύπτοντας και ελέγχοντας το θεμέλιο της χρέωσης, και αναμένεται να συνεισφέρει στην πρόληψη και καταστολή αδιαφανών και αυθαίρετων χρεώσεων, καθώς θα διευκολύνει, με τη δήλωση της αιτίας, τον έλεγχο της διαφάνειας και της καταχρηστικότητάς τους.
Με αφορμή το πρόσφατο γεγονός της πώλησης των ΑΤΜ καθίσταται σαφές πόσο σημαντικό είναι, ιδίως στην παρούσα συγκυρία, να διασφαλιστεί η πρόσβαση των καταναλωτών στους λογαριασμούς τους και τις τραπεζικές υπηρεσίες. Την πρόσβαση αυτή υπονομεύουν ήδη υφιστάμενες πρακτικές συστημικών τραπεζών, οι οποίες έχουν περιορίσει σε τρεις ώρες, και όχι μάλιστα τις ώρες αιχμής, την καθημερινή λειτουργία των ταμείων τους για τους πελάτες, δυσχεραίνοντας πολλές φορές και τη ταχεία διεκπεραίωση κρίσιμων εμπορικών συναλλαγών. Γι’ αυτό και με την έβδομη παράγραφο οι τράπεζες υποχρεώνονται να παρέχουν πρόσβαση για τους πελάτες σε ταμειακές συναλλαγές τουλάχιστον για πέντε ώρες σε κάθε εργάσιμη ημέρα.
Μία βασική δικαιολογία των τραπεζών απέναντι στην κριτική που τους ασκούνταν για τη μείωση των καταστημάτων τους, ήταν ότι παρείχαν τη δυνατότητα στους πελάτες τους να διενεργούν τις συναλλαγές που αφορούν τη σχέση τους με την τράπεζα χωρίς κόστος μέσω των αυτοματοποιημένων ταμειακών/ταμειολογικών μηχανημάτων (ΑΤΜ). Η αποξένωση των τραπεζών από τα ΑΤΜ οδηγεί, όμως, σε πρόσθετες χρεώσεις τους καταναλωτές. Ειδικότερα:
Σύμφωνα με την ένατη παράγραφο κάθε τράπεζα θα πρέπει να διαθέτει στην Επικράτεια τουλάχιστον τριπλάσιο αριθμό ΑΤΜ σε σχέση με τον αριθμό των καταστημάτων της στη χώρα, και δίχως να υπολογίζονται, ασφαλώς, τα ΑΤΜ που βρίσκονται στα καταστήματα των τραπεζών. Προβλέπεται δε ότι η τράπεζα μπορεί να παρέχει τη δυνατότητα αυτή και μέσω συνεργαζόμενων τρίτων που είναι κάτοχοι ΑΤΜ. Για την περίπτωση που η τράπεζα δεν πληροί και για όσο καιρό δεν πληροί την προδιαγραφή αυτή, δεν θα μπορεί να εισπράττει κανενός είδους προμήθεια για διαδικτυακές τραπεζικές συναλλαγές μέχρι το ποσόν των 5.000 ευρώ ημερησίως ή και για διατραπεζικές συναλλαγές στο κατάστημα μέχρι το ποσόν των 1.000 ευρώ ημερησίως.
Τέλος, η τροπολογία, μεριμνά για την προστασία δανειοληπτών που, εξαιτίας άνισων και αδιαφανών όρων, δεν απολαμβάνουν επαρκούς προστασίας όσον αφορά τη διαμόρφωση του επιτοκίου του δανείου ή της πίστωσης. Έτσι, όσον αφορά τα κυμαινόμενα επιτόκια χορηγήσεων, υπάρχουν κατηγορίες δανείων και πιστώσεων, όπου οι τράπεζες, κάνοντας χρήση αμφιλεγόμενων και καταχρηστικών όρων, δεν αποδίδουν στο επιτόκιο τη μείωση που δικαιούνται οι δανειολήπτες από την καθοδική πλέον πορεία των διατραπεζικών επιτοκίων και των επιτοκίων της ΕΚΤ. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο στην καταναλωτική και την επιχειρηματική πίστη, αλλά και σε μία μικρή κατηγορία στεγαστικών δανείων.
Οι διατάξεις της παραγράφου 10 σκοπό έχουν να διασφαλίσουν ότι όλοι οι καταναλωτές και όλες επιχειρήσεις θα έχουν τα αντίστοιχα οφέλη από τη μείωση των επιτοκίων. Με τις διατάξεις αυτές εξουδετερώνονται αδιαφανείς όροι σε υφιστάμενες συμβάσεις που υπονομεύουν την απόδοση της μείωσης των επιτοκίων σε δανειολήπτες.
Τέλος, προβλέπεται η επιβολή των κυρώσεων του άρθρου 13α ν. 2251/1994 για τους παραβάτες των προηγούμενων απαγορεύσεων. Ενόψει της σημασίας των εν λόγω παραβάσεων για το καταναλωτικό κοινό, προβλέπεται η υποχρέωση διεκπεραίωσης και αξιολόγησης των σχετικών καταγγελιών σε ορισμένο χρονικό διάστημα.
Τροπολογία – Προσθήκη
Στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών: «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας και άλλες διατάξεις – συνταξιοδοτικές διατάξεις».
Άρθρο …
Προαγωγή της διαφάνειας στις τραπεζικές χρεώσεις και προστασία της πρόσβασης των καταναλωτών στις τραπεζικές υπηρεσίες
1. Πάροχοι υπηρεσιών πληρωμής της παρ. 2 του άρθρου 1 και του άρθρου 4 του ν. 4537/2018 που εκμεταλλεύονται αυτοματοποιημένα ταμειακά/ταμειολογικά μηχανήματα (ΑΤΜ) δεν επιτρέπεται να επιβάλλουν ή να εισπράττουν οποιαδήποτε προμήθεια ή έξοδα για την ανάληψη μετρητών μέσω ΑΤΜ που διενεργούνται μέσω της χρήσης πιστωτικών ή χρεωστικών καρτών που έχει εκδώσει οποιοσδήποτε των παρόχων αυτών ή για τη χρήση του ΑΤΜ και ανεξαρτήτως αν η ανάληψη πραγματοποιείται σε ΑΤΜ που εκμεταλλεύεται ο πάροχος της υπηρεσίας πληρωμής.
2. Τα πιστωτικά ιδρύματα δεν επιτρέπεται να χρεώνουν
α) έξοδα για την παροχή ηλεκτρονικής ενημέρωσης σχετικά με την κίνηση των λογαριασμών καταθέσεων ή την αποστολή αντιγράφων κίνησης λογαριασμού
β) έξοδα διαχείρισης για λογαριασμούς καταθέσεων φυσικών προσώπων, ιδιωτών, ατομικών επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών
γ) έξοδα για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του ενδιαφερόμενου δανειολήπτη, την εξέταση αιτήματος δανειοδότησης ή ρύθμισης οφειλής ή χορήγησης δανείου, εκτός αν προκύπτουν αποδεδειγμένα έξοδα προς τρίτους για τα οποία ο πελάτης έχει ενημερωθεί πριν την υποβολή του αιτήματος,
δ) έξοδα για την έκδοση ή επανέκδοση χρεωστικής ή πιστωτικής κάρτας ή του Προσωπικού Αριθμού Ταυτοποίησης (ΡΙΝ)
ε) έξοδα για τη σύναψη σύμβασης παροχής ηλεκτρονικών τραπεζικών συναλλαγών ή την έκδοση ή την επανέκδοση των διαπιστευτηρίων του πελάτη
στ) έξοδα για την ηλεκτρονική αποστολή αντιγράφων της σύμβασης δανείου ή την εξέλιξη της αποπληρωμής αυτού ή την εξέλιξη των επιτοκίων,
ζ) για την έκδοση βεβαίωσης υπολοίπου οφειλής ή κατοχής λογαριασμού,
η) για τη δήλωση ακύρωσης στο πιστωτικό ίδρυμα ή τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμής μη εγκεκριμένων από τον πελάτη συναλλαγών,
θ) για την έκδοση οποιαδήποτε βεβαίωσης προς τον πελάτη για χρήση σε δημόσια αρχή,
ι) για την εξόφληση λογαριασμών προς το Δημόσιο ή τα ασφαλιστικά ταμεία ή για παροχή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας (ενέργειας, ύδρευσης, τηλεπικοινωνιών) ή προς ασφαλιστικές εταιρείες ακόμη και όταν διενεργούνται στα καταστήματα της τράπεζας.
3. Η χρέωση για μεταφορά κεφαλαίου από λογαριασμό του κατόχου σε λογαριασμό που τηρείται σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που ισχύει για την ψηφιακή μεταφορά αντίστοιχου κεφαλαίου, προσαυξημένο με το εύλογο λειτουργικό κόστος που συνεπάγεται η αποστολή του με εντολή του πελάτη στο κατάστημα.
4. Φυσικά πρόσωπα που έχουν ηλικία άνω των 70 ετών, αναπηρία ή σοβαρή ασθένεια ή από άλλο λόγο αποδεδειγμένη αδυναμία εξοικείωσης με ψηφιακές συναλλαγές μπορούν να διενεργούν τουλάχιστον μία φορά το μήνα διατραπεζική συναλλαγή στο κατάστημα με χρέωση το τυχόν ύψος που ορίζεται για την αντίστοιχη διαδικτυακή συναλλαγή. Κάθε φυσικό πρόσωπο δικαιούται μία φορά το έτος να διενεργεί διατραπεζική συναλλαγή με ανώτερο κόστος με τη χρέωση που ισχύει για την αντίστοιχη ψηφιακή συναλλαγή.
5. Σε περίπτωση που ζητείται η επανέκδοση στοιχείων από κινήσεις λογαριασμών καταθέσεων ή αποπληρωμής δανείων από το ηλεκτρονικό σύστημα της τράπεζας ή αντίγραφα συμβάσεων σε έγχαρτη μορφή, η τράπεζα μπορεί να απαιτήσει μόνο το εύλογο κόστος εκτύπωσης αυτών.
6. Σε περίπτωση που η χρέωση της παρεχόμενης υπηρεσίας περιλαμβάνει αμοιβές ή έξοδα τρίτων, το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να προσδιορίζει επ’ ακριβώς το ύψος αυτών.
7. Για κάθε επιβάρυνση, έξοδα ή προμήθειες σε βάρος του πελάτη το πιστωτικό ίδρυμα προβαίνει σε σχετική επισήμανση στον κατάλογο χρεώσεων ή τη σύμβαση, με την οποία διευκρινίζει την αιτία της χρέωσης και αν αυτή αφορά αμοιβή παροχής υπηρεσίας, έξοδα ή κάλυψη λειτουργικού κόστους. Σε περίπτωση που η χρέωση που αφορά έξοδα ή λειτουργικό κόστος φέρει το βάρος να αιτιολογήσει ή να αποδείξει το εύλογο ύψος τους. Σε κάθε περίπτωση οι χρεώσεις ελέγχονται με βάση τις απαιτήσεις διαφάνειας που απορρέουν από το άρθρο 2 του ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών.
8. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν τη δυνατότητα διενέργειας συναλλαγών στα ταμεία των καταστημάτων τους τουλάχιστον για πέντε ώρες για κάθε εργάσιμη ημέρα.
9. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να διαθέτει, πέραν αυτών που βρίσκονται στα καταστήματά του, αυτοματοποιημένα ταμειακά/ταμειολογικά μηχανήματα (ΑΤΜ), είτε δικά του είτε μέσω συμβάσεων με τρίτους κατόχους αντίστοιχων μηχανημάτων, σε αριθμό τουλάχιστον τριπλάσιο των καταστημάτων που διατηρεί στη χώρα, και στα οποία οι καταναλωτές και επιχειρήσεις θα μπορούν να πραγματοποιούν ενδοτραπεζικές καταθέσεις, αναλήψεις και πληρωμές, χωρίς κόστος. Σε περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυμα δεν πληροί την απαίτηση της προηγούμενης παραγράφου δεν μπορεί να εισπράττει οποιαδήποτε προμήθεια για διατραπεζικές συναλλαγές μέχρι το ποσόν των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ ημερησίως που διενεργούνται μέσω ψηφιακών δικτύων ή για διατραπεζικές συναλλαγές μέχρι το ποσόν των χιλίων (1.000) ευρώ ημερησίως που διενεργούνται στο κατάστημα.
10. α.Σε δανειακές ή πιστωτικές συμβάσεις με κυμαινόμενο επιτόκιο που συνάπτουν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι πάροχοι πιστώσεων η μεταβολή του επιτοκίου συνδέεται αποκλειστικά με δείκτες γενικού και ευρέως προσβάσιμου επιτοκιακού χαρακτήρα (επιτοκιακούς δείκτες), όπως τα παρεμβατικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής κεντρικής Τράπεζας ή επίσημα επιτόκια των αγορών χρήματος. Σε περίπτωση που επιλεγούν περισσότεροι του ενός δείκτες σταθμίζεται η συμμετοχή εκάστου στη διαμόρφωση του επιτοκίου. Η αύξηση του επιτοκίου δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη της αύξησης του επιτοκιακού δείκτη. Σε περίπτωση μείωσης του επιτοκιακού δείκτη μειώνεται τουλάχιστον ισόποσα και το επιτόκιο της σύμβασης, εκτός αν το πιστωτικό ίδρυμα ή ο πάροχος δεν προέβη την τελευταία διετία σε δικαιολογημένη αύξηση με την οποία και συμψηφίζεται.
β. Σε περίπτωση δανειακών και πιστωτικών συμβάσεων, στους οποίους οι όροι για την αναπροσαρμογή των επιτοκίων, δεν εκπληρώνουν τις απαιτήσεις διαφάνειας της προηγούμενης παραγράφου, με αποτέλεσμα ο δανειολήπτης ή πιστούχος να έχει καταβάλλει αδικαιολόγητα υψηλότερους τόκους, το επιτόκιο της σύμβασης μειώνεται στο ύψος που προκύπτει σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, οι δε αδικαιολόγητα καταβληθέντες τόκοι της τελευταίας πενταετίας αντιλογίζονται με μείωση του υπολοίπου της οφειλής.
γ. Με την παρούσα παράγραφο δεν θίγονται τυχόν αξιώσεις που διατηρούν οι δανειολήπτες ή πιστούχοι με βάση τη σύμβαση.
11. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων 2 έως 7 και 10 εφαρμόζονται σε κάθε εταιρία παροχής πίστωσης, εταιρία αγοράς πιστώσεων και δανείων ή παροχής υπηρεσιών πληρωμής.
12. Σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων επιβάλλονται από τον υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων οι κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 13α του ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών. Η αρμοδιότητα του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων είναι ανεξάρτητη από την ιδιότητα του θιγόμενου πελάτη ως καταναλωτή.
13. Οι αναφορές ή καταγγελίες των καταναλωτών για παράνομες ή καταχρηστικές χρεώσεις πιστωτικών ιδρυμάτων που αφορούν παραβίαση διατάξεων του παρόντος άρθρου ή άλλων διατάξεων που υπάγονται στην εποπτεία του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων εξετάζονται από τη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Καταναλωτή κατά προτεραιότητα και ολοκληρώνεται η αξιολόγησή τους εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή τους. Με αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων μπορεί να παραταθεί η προηγούμενη προθεσμία κατά δύο μήνες.
Οι προτείνοντες Βουλευτές
Αποστολάκη Μιλένα
Μπιάγκης Δημήτριος
Κουκουλόπουλος Παρασκευάς (Πάρις)
Γερουλάνος Παύλος
Κατρίνης Μιχάλης
Σταρακά Χριστίνα