Στο ερώτημα αν είναι η Ελλάδα νησίδα σταθερότητας σε ένα χωρίς προηγούμενο τα τελευταία χρόνια διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον, λίγοι θα είναι αυτοί στη χώρα μας που θα απαντούσαν καταφατικά. Οι περισσότεροι δικαιολογημένα νιώθουν ανήσυχοι και αποφεύγουν τις προβλέψεις.
Μια μικρή αναδρομή. Η επαναφορά στη σταθερότητα και την κανονικότητας αναδείχτηκε δυναμικά στο τέλος της μεγάλης δοκιμασίας της χώρας μας με την κρίση και τα μνημόνια. Η επιθυμία της κοινής γνώμης μετουσιώθηκε μάλιστα και σε πολιτικό σύνθημα, με τη Νέα Δημοκρατία να το προτάσσει και να κερδίσει τόσο τις εκλογές του 2019 όσο και του 2023. Βρεθήκαμε μεν αντιμέτωποι με κρίσεις- μεταναστευτικό στον Έβρο και τα νησιά μας, πανδημία- αλλά η κύρια συνιστώσα του αιτήματος για σταθερότητα και ασφάλεια αφορούσε στην εσωτερική πραγματικότητα της χώρας. Σε διεθνές επίπεδο, κυριαρχούσε ακόμα η περίπλοκη σχέση μας με την Ε.Ε. και τα σχέδια αποφυγής της χρεοκοπίας- αλλά και μια αναδυόμενη ασφάλεια από το γεγονός της ευρωπαϊκής προστατευτικής ομπρέλας. Παράλληλα, η συμμετοχή μας στο ΝΑΤΟ, οι σχέσεις με τις ΗΠΑ, η ανάπτυξη σχέσεων με χώρες όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος ακόμα και τα «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο με την Τουρκία προσέδιδαν μια αίσθηση ασφάλειας. Στο διεθνές στερέωμα, η χώρα «πάταγε στα πόδια της»- και αυτό το εισέπρατταν οι πολίτες, που έδιναν τη μάχη της δικής τους ανόρθωσης μετά τη σκληρή δοκιμασία της κρίσης.
Ξαφνικά, όλα γύρισαν τούμπα. Μέσα σε λίγους μήνες, ό,τι φάνταζε ως σταθερό, μεταλλάχθηκε. Οι συρράξεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή επιμένουν και αφήνουν το αποτύπωμά τους στο διχασμένο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. που εμφανίζει συμπτώματα παραλυσίας. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με «εκπλήξεις» στη Μεσόγειο: Η Λιβύη ως ενεργούμενο της Τουρκίας (και της Ρωσίας;) εμφανίζει θαλάσσια σύνορα μέχρι την… Κρήτη και υποθάλπει το μεταναστευτικό. Η Τουρκία αντιδρά έντονα στην ανακήρυξη θαλάσσιων πάρκων εντός των χωρικών μας υδάτων και μάλιστα στο όριο των 6 μιλίων. Η Αίγυπτος αρχίζει να παίζει σε πολλά ταμπλό, το Ισραήλ βρίσκεται στο επίκεντρο μιας πολυμέτωπης σύρραξης- και δέχεται τη διεθνή κατακραυγή για το δράμα των Παλαιστινίων-, οι σχέσεις μας με τις ΗΠΑ έχουν ακόμη αρκετά αναπάντητα κεφάλαια.
Με αυτά και με άλλα, η έννοια στης σταθερότητας δέχεται ισχυρά πλήγματα, την ώρα που οι συμπολίτες μας αντιλαμβάνονται πως η επιθυμία τους για ασφάλεια και ανάπτυξη έχει αποκτήσει μια έντονη διεθνή διάσταση αβεβαιότητας, που δεν υπήρχε μέχρι πρόσφατα. Διεθνείς οργανισμοί, διεθνείς συμφωνίες είτε εμπορικές είτε αυτές που αφορούν το Δίκαιο της Θάλασσας, τινάζονται στον αέρα. Οι δασμοί του Τραμπ προκαλούν παγκόσμιο σοκ και η Ευρώπη αναζητεί τρόπους-και κονδύλια- να αναπτύξει την άμυνά της. Όσο για την Ε.Ε., κάποιος φίλος αναρωτιόταν πώς θα αντιδρούσαν οι Βρυξέλλες σήμερα, εάν βρισκόμασταν αντιμέτωποι με ένα σενάριο χρεοκοπίας. Με τη Γαλλία να φλερτάρει με ένα μνημόνιο, με την Γερμανία να ψάχνει ακόμα τα βήματά της, με την ακροδεξιά και τον λαϊκισμό να κερδίζουν σταθερά έδαφος, κανείς δεν θα ήθελε να φανταστεί τις ολέθριες συνέπειες.
Κοντολογίς, δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει. Το ερώτημα είναι, πώς ενσωματώνεται στην κοινωνική συνείδηση αυτή η πρωτόγνωρη ρευστότητα και αβεβαιότητα και πώς αξιολογείται σε σχέση με τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις.
Κι ακόμη, πώς το πολιτικό μας σύστημα αξιολογεί, προτάσσει τις εξελίξεις και διαμορφώνει πολιτικές, ικανές θα θωρακίσουν τη χώρα από ασύμμετρες απειλές.
Κι εδώ εισερχόμαστε στη σφαίρα του παραλόγου. Ναι μεν στη χώρα υπάρχει σχετική πολιτική σταθερότητα, ναι, η αμυντική θωράκιση έχει βελτιωθεί σημαντικά, οι μακροοικονομικοί δείκτες πάνε καλά-κανείς δεν πρέπει να τα μηδενίζει όλα αυτά-, αλλά στο τέλος της ημέρας, η πολιτική σκηνή βυθίζεται ξανά και ξανά σε μια δίνη εσωστρέφειας. Προσοχή, δεν γίνεται λόγος για «παραγραφή» του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ ή της τραγωδίας των Τεμπών. Αλλά είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο πως η μονοθεματική ενασχόληση με αυτά βραχυκυκλώνει την όποια προσπάθεια να δοθούν σοβαρές απαντήσεις στις διεθνείς προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε. Είναι υπεύθυνη η κυβέρνηση γι αυτό; Ασφαλώς, έδωσε δικαιώματα με τις ατυχέστατες επιλογές της και την μεταρρυθμιστική της αδράνεια. Οφείλει η αντιπολίτευση να αντιδράσει σε αυτά; Καμία αντίρρηση, είναι η δουλειά της, μόνο που οι εξαλλοσύνες και τα … τραγουδάκια από το βήμα της Βουλής, δεν διασφαλίζουν αποτελεσματική κριτική. Σε όλα αυτά, κοινός παρονομαστής είναι η επικράτηση μιας μονομερούς εσωστρέφειας. Όλοι εναντίων όλων και ό,τι ήθελε προκύψει. Καμία διάθεση για διάλογο και συναίνεση για τη διαχείριση μεγάλων εθνικών θεμάτων. Αντ αυτού, έχουμε περιοδικά πατριωτικά ξεσπάσματα υπέρ πατρίδος και πίστεως, που σε τίποτα δεν βοηθούν, αντίθετα επιτείνουν τις διχαστικές τάσεις. Παράλληλα, στον αντίποδα του αιτήματος για σταθερότητα, βρίσκονται εμφανείς τάσεις αποσταθεροποίησης, με διεθνή μάλιστα αρωγή.
Είναι αυτό το ζητούμενο; Μπορεί το πολιτικό σύστημα να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και ενσωματώσει στις προτάσεις του τη διεθνή παράμετρο; Ή θα μας αποτελειώσει η παραταξιακή περιχαράκωση, η εσωστρέφεια, ο φανατισμός, που κάποιοι μάλιστα θεωρούν ότι αποτελούν εργαλεία λύτρωσης και όχι άνευ όρων παράδοσης; Αν πάμε έτσι, καλά ξεμπερδέματα.