Συναίνεση: Μια απαγορευτική συνταγή για το πολιτικό σύστημα

Η έλλειψη συναίνεσης και οι συνθήκες σκληρής αντιπαράθεσης δεν αποτελούν πρόβλημα του αύριο. Έχουν επιπτώσεις και στο σήμερα

Βουλή © ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI

Ένα από τα πικρά διδάγματα της περιόδου της βαθιάς κρίσης της περασμένης δεκαετίας ήταν η έλλειψη συναίνεσης και συναντίληψης για τη διαχείρισή της. Οι συγκλίσεις στη Βουλή μεταξύ των κομμάτων ήταν αντιστρόφως ανάλογες του λαϊκισμού και της τοξικότητας, που βασίλευαν. Την ώρα που σε άλλες χώρες που βρέθηκαν αντιμέτωπες με την κρίση-η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, για παράδειγμα-, τα κόμματα έβρισκαν κοινή βάση συνεννόησης, στην Ελλάδα η κομματική ανεπάρκεια οδήγησε σε βαθύ διχασμό την ίδια την κοινωνία.

Οι χώρες αυτές, χάρη στις κοινές πολιτικές που στήριξαν οι βασικές πολιτικές δυνάμεις, βγήκαν νωρίτερα από το τούνελ της κρίσης, σε αντίθεση με την Ελλάδα. Εδώ, οι διαχωριστικές γραμμές-ας μνημονεύσουμε απλώς το «μνημονιακοί εναντίον αντιμνημονιακών»- μάς επιβάρυναν με επιπλέον μνημόνια και στερήσεις και, σίγουρα, με δραματική παράταση της κρίσης.

Έγινε το πάθημα, μάθημα; Πολύ αμφιβάλλουμε, εάν ρίξουμε μια ματιά στα δρώμενα εντός και εκτός Βουλής. Αφήνουμε προς το παρόν στην άκρη το ποιος ευθύνεται για την πόλωση «νέας γενιάς» και μένουμε στο τι συνέπειες έχει η απεμπόληση της συναίνεσης που σχεδόν από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων εκτιμάται ως τουλάχιστον αχρείαστη, αν όχι επιβλαβής για την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων της χώρας.

Η εικόνα των πολιτικών αρχηγών στη δεξίωση στο Προεδρικό Μέγαρο για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, πριν από λίγες μόλις ημέρες, έδειξε σε ένα βαθμό το μέγεθος του προβλήματος. Η απόσταση μεταξύ των πολιτικών αρχηγών ήταν ορατή δια γυμνού οφθαλμού, οι σχετικές δηλώσεις απηχούσαν την ένταση που έχει προηγηθεί εδώ και μήνες στην πολιτική καθημερινότητα. Αλλά και η διήμερη συζήτηση στη Βουλή για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ για την εξεταστική και τις προτάσεις για προανακριτική, έδειξε την απουσία κοινής συνιστώσας στην προσέγγιση του προβλήματος.

Δεν υπάρχει ένα κοινά αποδεκτό πλαίσιο

Η συζήτηση για τη συναίνεση δεν αναιρεί ούτε την ανάγκη πολιτικής αντιπαράθεσης-ακόμα και την πολιτική οξύτητα- ούτε την «παραγραφή» ευθυνών για τα κρίσιμα ζητήματα. Η ουσία είναι πώς δεν διεξάγεται κάποια συζήτηση ουσίας για το τι πρέπει να γίνει καθώς δεν υπάρχει ένα κοινά αποδεκτό πλαίσιο. Αντίθετα, συχνά τα πραγματικά προβλήματα γίνονται η βάση για ένα «κυνήγι μαγισσών», για αμφισβήτηση τόσο της Βουλής όσο και της Δικαιοσύνης, για εκατέρωθεν βολές σε ό,τι αφορά στις βαριές ασθένειες της κρατικής μηχανής.

Η έλλειψη συναίνεσης δεν αποτελεί πρόβλημα του αύριο. Έχει επιπτώσεις ακόμα και στο σήμερα. Οι συγκλίσεις για νόμους που αφορούν την καθημερινότητά μας γίνονται όλο και πιο σπάνιες. Αποκαλυπτική είναι η έρευνα του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ) για την κάθετη πτώση της νομοθετικής συναίνεσης εντός Βουλής. Σύμφωνα με τα ευρήματα, «η μέση νομοθετική συναίνεση των κομμάτων της αντιπολίτευσης διαμορφώθηκε στο 12,8%, το χαμηλότερο ποσοστό της περιόδου 2004-2025. Η χαμηλή αυτή νομοθετική συναίνεση μπορεί να ερμηνευθεί ως αύξηση της πόλωσης μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης».

Κατά το δεύτερο έτος της κυβερνητικής θητείας (Ιούλιος 2024-Ιούλιος 2025) όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης μετακινήθηκαν σε χαμηλότερη νομοθετική συναίνεση σε σχέση με το πρώτο έτος (Ιούλιος 2023-Ιούλιος 2024).

Το κέντρο του άξονα αριστεράς-δεξιάς

Υπάρχουν δύο ακόμα σημαντικές διαπιστώσεις στην έρευνα του ΚΕΦΙΜ. Η μια φανερώνει πως όσο τα κόμματα απομακρύνονται από το κέντρο του άξονα αριστεράς-δεξιάς, τόσο η νομοθετική συναίνεση καταρρακώνεται. Η ενίσχυση των ακραίων τάσεων, με άλλα λόγια, ενισχύει τις συγκρουσιακές λογικές. Η δεύτερη διαπίστωση έχει να κάνει με τους τομείς που καταγράφονται οι πιο ασθενικές συναινέσεις. Στη χειρότερη θέση βρίσκονται τα θέματα της οικονομικής πολιτικής με μόλις το 4,8% των νομοθετημάτων να είναι αποτέλεσμα συμφωνίας και της αντιπολίτευσης.

Η τάση της τελευταίας διετίας στο νομοθετικό έργο δεν αποτελεί μια απλή καταγραφή χωρίς συνέπειες όχι μόνο για το παρόν, αλλά και για το μέλλον. Η τάση αυτή δείχνει πως εφεξής θα πορευτούμε προς τις εκλογές σε συνθήκες σκληρής αντιπαράθεσης. Η αντιπολίτευση τόσο από τα αριστερά όσο και από τα δεξιά της κυβερνητικής παράταξης δεν έχει καμία πρόθεση αναδίπλωσης ή συμβιβασμού στην αντικυβερνητική της γραμμή, που κυρίως αντλεί ενέργεια τόσο από την τραγωδία των Τεμπών, όσο και από τις αποκαλύψεις για τον ΟΠΕΚΕΠΕ.

Η κυβέρνηση από την πλευρά της οχυρώνεται σε αναδιπλούμενες γραμμές άμυνας, επιχειρεί αντεπίθεση με μια θετική ατζέντα μέτρων, αλλά είναι φανερό ότι η πόλωση με τα αντιπολιτευτικά κόμματα ανοίγει το δρόμο στη διολίσθηση σε ένα ιδιότυπο καθεστώς «μεταρρυθμιστικής κόπωσης».

Αν η συναίνεση είναι πλέον μια απαγορευτική συνταγή για το πολιτικό σύστημα, το ερώτημα είναι όχι μόνο πώς θα φτάσουμε στις εκλογές αλλά, πρώτον, τι επιπτώσεις θα έχουν στην οικονομία οι αυξημένες δόσεις πόλωσης και τοξικότητας και, δεύτερον, πώς είναι δυνατόν μετά τις εκλογές, όποτε και αν αυτές γίνουν, σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας της ΝΔ να υπάρξει έδαφος για συνεννοήσεις και συγκλίσεις ώστε να κυβερνηθεί ο τόπος.

Ακόμα και η πιθανή εμφάνιση νέων κομμάτων, το φθινόπωρο, θα αποτελέσει πιθανότατα μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης…