Είναι το αίσθημα αδικίας που διακατέχει την πλειοψηφία της κοινής γνώμης ο τροφοδότης της λεγόμενης αντισυστημικής ψήφου; Φαίνεται πως η δυσαρέσκεια των πολιτών, αν και προέρχεται από διαφορετικές αιτίες και κίνητρα, όχι μόνο αντέχει στο διάβα του χρόνου, αλλά ανατροφοδοτείται και αποτελεί τη «δεξαμενή» έκφρασης αντισυμβατικών πολιτικών συμπεριφορών. Από την άποψη αυτή, ενδεικτικά των τάσεων που επικρατούν είναι τα ευρήματα της έρευνας της Κάπα Research, που διενεργήθηκε τον Σεπτέμβριο.
Σύμφωνα με την έρευνα, το 77% των ερωτώμενων θεωρεί ότι η ελληνική κοινωνία είναι μια άδικη κοινωνία. Το αίσθημα αδικίας είναι ακόμα εντονότερο στις νεότερες ηλικίες 17 έως 34 ετών, με ποσοστό 85%. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την οικονομική κατάσταση των συμπολιτών μας, στον πυρήνα δηλαδή του τρόπου διαβίωσης, οι δύο στους τρεις (66%) θεωρούν ότι βρίσκονται άδικα σε αυτήν την οικονομική κατάσταση. Επιπλέον, οι επτά στους δέκα Έλληνες θεωρούν ότι το Κράτος στέκει εμπόδιο στην επαγγελματική τους καριέρα.
Η δυσφορία για την οικονομική δυσπραγία εξάλλου αποτυπώνεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις καθώς η ακρίβεια και ο πληθωρισμός (μαζί με τα θέματα διαφθοράς και διαφάνειας) βρίσκονται στην πρώτη θέση αξιολόγησης των κρίσιμων προβλημάτων που αφορούν στα νοικοκυριά αλλά και τις επιχειρήσεις. Σε ό,τι αφορά στην εργασία και τη σταδιοδρομία, το 48% δηλώνουν πως έχουν μειωμένες ευκαιρίας για οικονομική βελτίωση και κοινωνική ανέλιξη. Το ποσοστό αυτό στις ηλικίες 35 έως 54 ετών-δηλαδή αυτές που επλήγησαν από την κρίση και τα μνημόνια-ανέρχεται στο 59%.
Το αίσθημα αδικίας και οι ανισότητες έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην πολιτική συμπεριφορά των πολιτών. Σύμφωνα με την έρευνα της Κάπα Research τα αισθήματα αδικίας πυροδοτούν την απόσταση από το πολιτικό σύστημα (49%), την αντισυστημική ψήφο (38%). Αυτές οι δύο παράμετροι είναι που καταγράφτηκαν τόσο στις ευρωεκλογές-κυρίως με τα θηριώδη ποσοστά αποχής που άγγιξαν το 60%- όσο και στις δημοσκοπήσεις της περιόδου μετά από αυτές, όπου η «γκρίζα ζώνη» των αναποφάσιστων παραμένει ο άγνωστος Χ για τα κόμματα, ενώ παράλληλα κόμματα με αντισυστημικό προφίλ-όπως η Πλεύση Ελεθερίας-απογειώθηκαν έστω και συγκυριακά σε διψήφια ποσοστά. Καταγράφονται επίσης ως συνέπειες η απάθεια ή στροφή στο ατομικό συμφέρον (36%) και η συμμετοχή σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας (32%).
Το αίσθημα αδικίας τροφοδοτείται και από υποκειμενικές προσλήψεις πραγματικών προβλημάτων όπως είναι η έκταση της διαφθοράς. Αλήθεια υπάρχει τρόπος να διαχειριστεί κάποιος το ότι το 97% των ερωτηθέντων κάνει λόγο για καθολική διάδοση της διαφθοράς ή το ότι το 45% δηλώνει ότι έχει βιώσει ή έχει γίνει μάρτυρας περιπτώσεων διαφθοράς; Οι αντισυστημικές συμπεριφορές ευνοούνται και από τα κυρίαρχα συναισθήματα που καταγράφει η έρευνα: ανησυχία, φόβος, απαισιοδοξία, απογοήτευση, θυμός.
Όλα αυτά εξηγούν την απάντηση των πολιτών στο ερώτημα, τι θα ευνοούσε τη συμμετοχή στα κοινά τα επόμενα πέντε-δέκα χρόνια. Ο ένας στους δύο (47%) απαντά «ένα νέο κόμμα που θα εκπροσωπούσε καλύτερα ανθρώπους σαν κι εμένα».
Πώς συναντιέται το ρεύμα αυτό με τις προσπάθειες των θεσμικών κομμάτων να αυξήσουν την επιρροή τους; Παράλληλα, όμως πόσο ευνοϊκό είναι το έδαφος για τα νέα πολιτικά εγχειρήματα που κυοφορούνται; Οι απαντήσεις δεν είναι μονοσήμαντες, αλλά είναι φανερό ότι τόσο ο Αλέξης Τσίπρας, ο Αντώνης Σαμαράς ή, όπως ακούγεται, η Μαρία Καρυστιανού εκτιμούν ότι ευνοούνται από την δυσφορία της κοινής γνώμης και την αναζήτηση «κάτι νέου». Ίσως εδώ βρίσκεται και η εξήγηση για την επιρροή των τριών αυτών παραγόντων, όπως την κατέγραψε την περασμένη Τρίτη η MARC. Στην πιθανότητα ψήφου, η κ. Καρυστινού είναι μακράν πρώτη με 32,3%- με το ποσοστό να ανεβαίνει στο 46,3% στις ηλικίες 17 έως 44-, ακολουθεί ο κ. Τσίπρας με 24% και ο κ. Σαμαράς με 16,3%. Όλοι τους φιλοδοξούν να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, το αίσθημα αδικίας και την αντισυστημική διάθεση, που κυριαρχούν.
Για την κυβέρνηση, που σε εκτίμηση ψήφου «παίζει» περί το 30% είναι φανερό ότι το κλίμα αυτό δεν την ευνοεί. Αφενός, βαρύνεται με τις ευθύνες που της καταλογίζει μεγάλη μερίδα των πολιτών για την ακρίβεια και τα σκάνδαλα, αλλά και το αρνητικό φορτίο της απαξίωσης των θεσμών. Αφετέρου, στενεύει το φάσμα των εφεδρειών για την αναπλήρωση των απωλειών, ώστε να έχει βάση ο στόχος που έθεσε ο Πρωθυπουργός, την περασμένη Τετάρτη, για αυτοδυναμία της ΝΔ από τις πρώτες εκλογές το 2027. Για το ΠΑΣΟΚ ως θεσμικό κόμμα, που επίσης πλήττεται από την καθολικά αρνητική στάση μεγάλης μερίδας των πολιτών στους θεσμούς, η στρατηγική του εμφανίζει περιπλοκές. Ο πειρασμός να ενδώσει σε αντισυστημικές πρακτικές είναι υπαρκτός και πλέον ανιχνεύσιμος, αλλά σε αυτήν την περίπτωση οι απώλειες στο Κέντρο μπορούν να αποδειχθούν δυσαναπλήρωτες. Το ενδιαφέρον είναι πως πιθανά νέα σχήματα, σχετικά με το αίσθημα άρνησης του υπάρχοντος πολιτικού φάσματος πλήττει κόμματα τόσο αριστερά του ΠΑΣΟΚ όσο και δεξιά της ΝΔ. Συμπερασματικά, το αίσθημα αδικίας όσο φουντώνει τόσο θα προσθέτει άγνωστες παραμέτρους για το αύριο του πολιτικού μας συστήματος.