Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συμμετείχε σε συζητηση με τον Πρόεδρο του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου Γιάννη Σαρακάκη, στο πλαίσιο του 36ου Greek Economic Summit, στο ξενοδοχείο Athenaeum InterContinental. Τη συζήτηση συντόνισε ο δημοσιογράφος Απόστολος Μαγγηριάδης.
Ακολουθούν οι τοποθετήσεις του Πρωθυπουργού:
Απόστολος Μαγγηριάδης: Στο πολυετές δημοσιονομικο πλαίσιο 2026-29 που παρουσιάσατε στο Υπουργικό Συμβούλιο, προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 2,4% το 2026, 1,7% το 2027, 1,6% το 2028 και 1,3% το 2029. Θέλω να ρωτήσω καταρχάς πού οφείλεται αυτή η επιβράδυνση στους ρυθμούς ανάπτυξης; Και θέλω επίσης να ρωτήσω: ποιος θα είναι ο καταλύτης της ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια; Όλοι γνωρίζουν, νομίζω, σε αυτή την αίθουσα ότι το Ταμείο Ανάκαμψης, οι χρηματοδοτήσεις του τελειώνουν. Ποιο είναι το δικό σας σχέδιο για την ελληνική οικονομία με δεδομένο -το έχετε δηλώσει- ότι το 2027 θα επαναδιεκδικήσετε την λαϊκή εντολή;
Κυριάκος Μητσοτάκης: Καταρχάς, κ. Σαρακάκη, σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση να ξαναβρεθώ μαζί σας σε αυτή την καθιερωμένη, πια, ετήσια συζήτηση την οποία κάνουμε.
Κύριε Μαγγηριάδη, πριν απαντήσω για το απώτερο μέλλον, επιτρέψτε μου να κάνω μια πολύ σύντομη επισκόπηση της αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια.
Από το 2019, όταν μας εμπιστεύτηκε για πρώτη φορά ο ελληνικός λαός, προτάξαμε την ανάπτυξη αλλά και τη δημοσιονομική συνέπεια ως «κορωνίδες» της πολιτικής μας. Και βλέποντας τα αποτελέσματα αυτής της συνεπούς πορείας την οποία έχουμε χαράξει τα τελευταία χρόνια, νομίζω ότι έχουμε κάθε λόγο -όχι ως κυβέρνηση- ως χώρα και ως κοινωνία να είμαστε ικανοποιημένοι.
Η Ελλάδα έχει σήμερα από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην ευρωζώνη. Είναι κάτι το οποίο το έχει πετύχει διαχρονικά τα τελευταία χρόνια. Και πετυχαίνει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ούσα, ταυτόχρονα, δημοσιονομικά υπεύθυνη και επιτυγχάνοντας σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία μας επιτρέπουν να απομειώνουμε το χρέος.
Η απομείωση του χρέους αυξάνει την αξιοπιστία της χώρας, προσελκύει με τη σειρά της περισσότερες επενδύσεις και όσο οι μεταρρυθμίσεις αποδίδουν -βελτιώνουν την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, την εισπραξιμότητα των φόρων- τόσο έχουμε το δημοσιονομικό περιθώριο να μπορούμε να προβαίνουμε σε σημαντικές μειώσεις φόρων, όπως αυτές οι οποίες θα αρχίσουν να υλοποιούνται από τις αρχές του επόμενου έτους, που με τη σειρά τους και αυτές έχουν μια σημαντική αναπτυξιακή δυναμική.
Αυτός, λοιπόν, είναι θεωρώ ένας ενάρετος κύκλος στον οποίο έχουμε μπει. Να μην ξεχνάμε ότι από το 2015 έως και το 2018, την προηγούμενη περίοδο, η ελληνική οικονομία είχε τους χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη -τους χαμηλότερους, το επαναλαμβάνω-, με μεγάλη διαφορά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Δηλαδή ουσιαστικά αποκλίναμε από την Ευρώπη και μετά το καταστροφικό 2015. Τα λέω αυτά διότι αξίζει να θυμίζουμε μερικές φορές από πού προερχόμαστε, πού είμαστε και πού θέλουμε να πάμε.
Τώρα, μου κάνατε ένα εύλογο ερώτημα για το μέλλον. Καταρχάς, θέλω να σας πω ότι από τη φύση τους οι προβλέψεις οι οποίες μπαίνουν στο μεσοπρόθεσμο, σε αυτό το οποίο αποκαλούμε, αποκαλούσαμε μεσοπρόθεσμο σχέδιο της ελληνικής κυβέρνησης, είναι από τη φύση τους συντηρητικές. Εγώ πιστεύω ότι η ελληνική οικονομία έχει πολύ σημαντικότερη δυναμική να πετύχει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και μετά το τέλος της επίπτωσης του Ταμείου Ανάκαμψης.
Μου κάνει εντύπωση η κριτική που μας ασκείται από την αντιπολίτευση τώρα, «τι θα γίνει μετά το Ταμείο Ανάκαμψης;», ουσιαστικά αναγνωρίζοντας ότι το Ταμείο Ανάκαμψης προσέφερε σημαντική αναπτυξιακή δυναμική στην οικονομία, όταν μας ασκούσαν κριτική ότι λίγο-πολύ δεν ξέρουμε τι κάνουμε με το Ταμείο Ανάκαμψης.
Το τι έρχεται, όμως, μετά το Ταμείο Ανάκαμψης, πρέπει να μας απασχολήσει. Να πω τρία στοιχεία, μόνο, τα οποία έχουν σημασία. Η Ελλάδα, ήδη, αυτή τη στιγμή έχει κατανεμημένους πόρους από το επόμενο μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο για την Κοινή Αγροτική Πολιτική και γι’ αυτό το οποίο αποκαλούμε ΕΣΠΑ, κοντά στα 50 δισεκατομμύρια ευρώ. Υπάρχουν και άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία, κυρίως δανεισμού, τα οποία αυτή τη στιγμή μπορούμε, νομίζω, να τα αξιοποιήσουμε.
Και επίσης θέλω να θυμίσω -και νομίζω ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό και για τις μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες είναι μαζί μας, γιατί πρέπει να προετοιμάζονται για αυτή τη δυνατότητα- ότι αυτή τη στιγμή στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό υπάρχει ένα ταμείο 450 δισεκατομμυρίων ευρώ, Ταμείο Ανταγωνιστικότητας, το οποίο δεν έχει συγκεκριμένες κλείδες κατανομής, αλλά από το οποίο οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα ελληνικά επενδυτικά σχέδια μπορούν να διεκδικήσουν σημαντικούς πόρους.
Και τέλος, ας μην έχουμε καμία αμφιβολία ότι η αναπτυξιακή δυναμική θα υποστηριχθεί από τη συνέχιση της εξωστρεφούς επενδυτικής δραστηριότητας της ελληνικής οικονομίας.
Έχουμε μπει σε μία πολύ καλή πορεία ως προς τις επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ: ήμασταν στο 11%, έχουμε πάει στο 17%, ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι το 21%. Έχουμε δουλειά, όμως, ακόμα να κάνουμε.
Και αυτή η βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος, η περαιτέρω βελτίωση με διαρθρωτικές αλλαγές που θα στοχεύουν πια στην παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, είναι αυτές που μπορούν να δώσουν παραπάνω αναπτυξιακή δυναμική, η οποία τελικά, βέβαια, πρέπει να μεταφράζεται και σε υψηλότερους μισθούς για τους εργαζόμενους.
Δεν έχω κρύψει ότι ο κεντρικός μας στόχος -το έλεγα πάντα από το 2023- είναι η αύξηση των μισθών και η δίκαιη κατανομή του μερίσματος της ανάπτυξης ανάμεσα στα επιχειρηματικά κέρδη και στην ευρωστία των μισθωτών, οι οποίοι πρέπει και αυτοί να απολαμβάνουν τις επιτυχίες των επιχειρήσεων στις οποίες εργάζονται.
Απόστολος Μαγγηριάδης: Κύριε Πρόεδρε, μιλάτε συχνά για τις μεταρρυθμίσεις. Είστε μια κυβέρνηση που έχει δώσει μια μεταρρυθμιστική πνοή στην οικονομία τα τελευταία χρόνια. Πρόσφατα μιλήσατε για την αλλαγή στο Κληρονομικό Δίκαιο και τις αλλαγές στην Πολεοδομία και μάλιστα τις χαρακτηρίσατε και «μάχες κατά του βαθέως κράτους».
Σήμερα στο κοινό υπάρχει πολύς κόσμος από την αγορά, από τις επιχειρήσεις. Θα σας πουν ότι παρά τα όσα έχουν γίνει όλα τα τελευταία χρόνια, η χώρα δεν έχει καταφέρει ακόμα να ξεπεράσει καθυστερήσεις στην αδειοδότηση, στην απονομή της Δικαιοσύνης -σημαντικό ζήτημα-, στον τρόπο συνολικά με τον οποίο κινούνται οι διαδικασίες.
Και ίσως ακόμα και η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ ανέδειξε το πόσο ισχυρό παραμένει το βαθύ κράτος στην Ελλάδα. Θα ήθελα να σας ρωτήσω ευθέως αν θεωρείτε ότι το βαθύ κράτος πάντα βρίσκει τρόπους να επιβιώνει στην ελληνική πραγματικότητα, είτε είναι «γαλάζιο», είτε είναι «πράσινο», είτε είναι «κόκκινο».
Κυριάκος Μητσοτάκης: Η μάχη με αυτό το οποίο αποκαλείτε και αποκαλούμε «βαθύ κράτος», δηλαδή με, θα έλεγα, βαθιά ριζωμένες πελατειακές λογικές, είναι συνεχής. Θα κερδηθεί αυτός ο πόλεμος, άσχετα αν μπορεί να χαθούν κάποιες μάχες.
Αναφερθήκατε στα ζητήματα των αδειοδοτήσεων και της επικοινωνίας των επιχειρήσεων με το κράτος, και επιτρέψτε μου να πω ότι αυτό το οποίο ξεκινήσαμε το 2019, μέσα από την ψηφιοποίηση του κράτους και των διαδικασιών του, είναι μία πραγματική επανάσταση για τα δεδομένα της χώρας και αυτό μας πιστώνεται και από τους πολίτες. Θα έλεγα ότι ίσως αφορά περισσότερο τις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες έχαναν ατελείωτες ώρες σε μία επικοινωνία γραφειοκρατική -παντελώς περιττή- με το κράτος, η οποία ουσιαστικά σε πολύ μεγάλο βαθμό έχει καταργηθεί.
Αναφερθήκατε σε πραγματικές προκλήσεις και μεγάλες μεταρρυθμίσεις οι οποίες υλοποιούνται. Αύριο θα έχω την ευκαιρία να μιλήσω στο Υπουργείο Δικαιοσύνης για να παρουσιάσω λιγότερο γνωστές αλλαγές, οι οποίες ήδη έχουν γίνει, που οδηγούν σε μια σημαντική επιτάχυνση των ρυθμών απονομής της δικαιοσύνης.
Αυτό το οποίο κάναμε, παραδείγματος χάρη, και το οποίο πέρασε χωρίς να συζητηθεί πολύ, η κατάργηση των Ειρηνοδικείων και η ενσωμάτωση των Ειρηνοδικών στα Πρωτοδικεία, ουσιαστικά διπλασίασε τον αριθμό των δικαστών πρώτου βαθμού. Αυτό ήδη έχει επιπτώσεις στην ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης.
Η ψηφιοποίηση της δικαιοσύνης, η χρήση εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης για να μπορούμε να καταγράφουμε όλα όσα γίνονται σε μία δίκη και να επεξεργαζόμαστε όλη αυτή την απίστευτη χαρτούρα η οποία υπάρχει ακόμα στη δικαιοσύνη, θα αυξήσει και την παραγωγικότητα και την ποιότητα των αποφάσεων και την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης.
Στα ζητήματα χρήσεων γης, κρίσιμο ζήτημα: τρία πάρα πολύ σημαντικά ειδικά χωροταξικά τα οποία ετοιμάζονται, τουρισμός, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, βιομηχανία, απολύτως κρίσιμα, σε συνεννόηση και σε συζήτηση με τις επιχειρήσεις θα είναι έτοιμα μέσα στο επόμενο εξάμηνο.
Άρα, αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι οι αλλαγές εκείνες οι οποίες βελτιώνουν ουσιαστικά το επιχειρηματικό περιβάλλον είναι συνεχείς, δεν σταματούν και όπως έχω πει πολλές φορές, το γεγονός ότι έχουμε διαβεί πια το μισό της θητείας μας, δεν μας βάζει στον πειρασμό να «πατήσουμε φρένο» και να σκεφτόμαστε από τώρα εκλογικό σχεδιασμό. Το αντίθετο, θα σας έλεγα.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές για τις οποίες μιλήσατε, παραδείγματος χάρη η μεγάλη μεταρρύθμιση της ουσιαστικά ενσωμάτωσης των πολεοδομιών στο Κτηματολόγιο, είναι μία μεταρρύθμιση που θέλει ένα χρόνο να ολοκληρωθεί και ουσιαστικά θα δώσει αποτελέσματα μετά το 2026.
Είναι, δηλαδή, το θεμέλιο πάνω στο οποίο θα χτιστεί η αναπτυξιακή δυναμική της επόμενης τετραετίας. Όπως τώρα καρπωνόμαστε αναπτυξιακή δυναμική από μεταρρυθμίσεις οι οποίες έγιναν πριν από κάποια χρόνια, το ίδιο εξακολουθεί να ισχύει. Και γι’ αυτό και δεν μιλάω συνήθως με ορίζοντα οκταετίας.
Θέλουμε από τώρα να σχεδιάζουμε -και σχεδιάζουμε και μιλάμε- για την Ελλάδα του 2030, για τα καινούργια εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης, για τον τρόπο με τον οποίο το δημόσιο μπορεί να βελτιώσει την παραγωγικότητά του, για το πώς θα παρέχουμε καλύτερες υπηρεσίες στους πολίτες. Όλα αυτά απαιτούν σχεδιασμό. Τώρα, όμως.