Η εκπρόσωπος Τύπου της Νέας Δημοκρατίας, Αλεξάνδρα Σδούκου, μιλώντας στο ΕΡΤnews, τόνισε ότι κυβέρνηση και αγρότες δεν είναι αντίπαλοι και εξέφρασε την επιθυμία να καθίσουν στο τραπέζι του διαλόγου. Υπογράμμισε την ανάγκη για ουσιαστική συζήτηση, σωστή διαχείριση κρίσιμων πόρων και την προσοχή στο κοινωνικό και οικονομικό κόστος τυχόν κλιμάκωσης των κινητοποιήσεων.
Αναφερόμενη σε δηλώσεις εκπροσώπων του αγροτικού κόσμου ότι «δεν θα φύγουμε με άδεια χέρια», η εκπρόσωπος Τύπου της Νέας Δημοκρατίας ξεκαθάρισε ότι η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζει το θέμα ως μια διαμάχη που στο τέλος θα υπάρξουν νικητές και ηττημένοι.
«Δεν θέλουμε οι αγρότες να επιστρέψουν στα χωράφια τους νιώθοντας ηττημένοι. Θέλουμε να έρθουν στο τραπέζι του διαλόγου και να επιστρέψουν με ελπίδα και με τη βεβαιότητα ότι τα προβλήματα μπορούν να λυθούν», τόνισε, υπογραμμίζοντας ότι κυβέρνηση και αγρότες δεν βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα.
Η κ. Σδούκου απέρριψε κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς περί κυβερνητικής αδιαλλαξίας, επισημαίνοντας ότι η κυβέρνηση έχει απευθύνει επανειλημμένα προσκλήσεις για διάλογο σε όλα τα επίπεδα. Όπως ανέφερε, «ακούω να λένε ότι η κυβέρνηση είναι αδιάλλακτη. Όταν έχεις έναν υπουργό που σε προσκαλεί στο τραπέζι του διαλόγου, τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης το ίδιο. Όταν έχεις τον πρωθυπουργό της χώρας που σου δίνει ραντεβού στο γραφείο του για να συνομιλήσεις για τα προβλήματα αυτά, την αδιαλλαξία πού την βρίσκετε;».
Διευκρίνισε ότι αβλεψίες και παραλείψεις έχουν υπάρξει, σημειώνοντας ότι «μπορούμε να συζητήσουμε για παραλείψεις, για καθυστερήσεις, για λάθη. Δεν μπορώ όμως να δω αδιαλλαξία από την πλευρά της κυβέρνησης».
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε η κ. Σδούκου στην έννοια της πίεσης και της κλιμάκωσης των κινητοποιήσεων, επισημαίνοντας ότι το σύνθημα «θα πιέσουμε όσο πάει» χρειάζεται μεγάλη προσοχή, καθώς «το “θα πιέσουμε” σημαίνει ταυτόχρονα και ένα κόστος για την κοινωνία και την οικονομία». Όπως τόνισε, ειδικά μέσα στις ημέρες των εορτών, η περαιτέρω κλιμάκωση συνεπάγεται «σίγουρα μια ταλαιπωρία για τους ανθρώπους που θα βρίσκονται στους δρόμους», αυξημένους κινδύνους λόγω της διοχέτευσης της κυκλοφορίας σε παρακαμπτήριες διαδρομές, αλλά και σοβαρές επιπτώσεις στις τοπικές οικονομίες, «που αυτή τη στιγμή έχουν ακυρώσεις». Παράλληλα, έκανε ειδική μνεία στους επαγγελματίες και τους μεταφορείς «που βρίσκονται σταθμευμένοι με νταλίκες ακινητοποιημένες, ενώ στις μεταφορές που διεξάγονται υπάρχει υψηλότερο κόστος».
Υπογράμμισε ότι όλη αυτή η αναστάτωση δεν είναι αναγκαία, από τη στιγμή που «όλα τα σοβαρά, εύλογα και δίκαια ζητήματα που απασχολούν τον αγροτικό κόσμο μπορούν να λυθούν σε ένα τραπέζι», μέσα όμως σε ένα πλαίσιο σεβασμού τόσο στα δημοσιονομικά περιθώρια της χώρας όσο και στους ευρωπαϊκούς κανόνες.
Η κ. Σδούκου ανέδειξε τη διαχείριση του νερού ως ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα που θα απασχολήσουν τη χώρα τα επόμενα χρόνια, υπογραμμίζοντας ότι δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμη λύση χωρίς διάλογο με τους αγρότες και τις τοπικές κοινωνίες.
Όπως σημείωσε, «μέσω του προγράμματος “ΥΔΩΡ” υλοποιούνται έργα ύψους περίπου 690 εκατομμυρίων ευρώ σε αρδευτικά έργα για να μειωθούν οι απώλειες και οι σπατάλες», ωστόσο χρειάζεται διάλογος για κορυφαία θέματα όπως η κλιματική αλλαγή και η διαχείριση των υδάτων. Αναρωτήθηκε «μπορεί ο διάλογος αυτός να γίνει στα μπλόκα;», υπογραμμίζοντας την ανάγκη να βρεθούν όλοι στο τραπέζι της συζήτησης. Θέλουμε οι αγρότες να επιστρέψουν στα χωράφια τους βέβαιοι πως τα προβλήματα λύνονται, υπογράμμισε.
Στη συνέχεια επιτέθηκε στην αντιπολίτευση, τονίζοντας με έμφαση ότι «οι μόνοι που δεν θέλουν τη μεταφορά του ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ είναι όσοι δεν θέλουν να γίνονται έλεγχοι και όσοι θέλουν να συνεχίζεται αυτό το πάρτι».
Σημείωσε ότι τέτοιες φωνές μπορεί να προέρχονται από μια μικρή μειοψηφία αγροτών με ιδιοτέλεια, αλλά είναι αδιανόητο να υιοθετούνται από την αντιπολίτευση.
Κλείνοντας, η κ. Σδούκου επανέλαβε ότι δεν υπάρχει άλλος ρεαλιστικός δρόμος από τον διάλογο. «Όλα τα ζητήματα μπορούν να τεθούν, να συζητηθούν και να λυθούν με συνεργασία και κοινή προσπάθεια», κατέληξε.