Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται η φάση των «εαρινών επανεκκινήσεων» από τα βασικά κόμματα, σε μια προσπάθεια ανασύνταξης και μείωσης της πολιτικής τους φθοράς. Η πολυθεματική πολιτική ατζέντα, που διαδέχτηκε το κυρίαρχο τους τελευταίους μήνες θέμα των Τεμπών, η συνεχιζόμενη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης για κυβέρνηση αλλά και αντιπολίτευση και το εν εξελίξει νέο κύμα δημοσκοπήσεων είναι μερικές από τις παραμέτρους που ωθούν τα κόμματα σε αναζήτηση νέων εργαλείων στρατηγικής και επικοινωνίας.
Η κυβέρνηση σέρνει πρώτη το χορό, με μπαράζ πρωτοβουλιών αμέσως μετά το Πάσχα, κυρίως οικονομικού περιεχομένου. Η ενίσχυση των συνταξιούχων, η επιδότηση του ενοικίου κάθε Νοέμβριο, η περαιτέρω στήριξη των δημόσιων επενδύσεων ήταν το τρίπτυχο που ανακοινώθηκε, ως απότοκος του υπερπλεονάσματος 11,4 δισ. ευρώ για το 2024. Ήταν η αρχή μιας κυβερνητικής αντεπίθεσης, με βασικό μοτίβο την προβολή καλών ειδήσεων, χρήσιμων για την καθημερινότητα του πολίτη. Μια τακτική, με εμπνευστή τον Γρίνμπεργκ, που επέστρεψε στο Μαξίμου και έδωσε το σύνθημα για μια ακόμη δοκιμασμένη συνταγή: Την έντονη παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη, σε καθημερινή βάση, με αναρτήσεις στα social media αλλά και δηλώσεις που υπό κανονικές συνθήκες θα απασχολούσαν τον αρμόδιο υπουργό, όπως για παράδειγμα το θέμα της παράτασης του καθαρισμού των οικοπέδων ενόψει της αντιπυρικής περιόδου. Το restart του Μαξίμου επιδιώκει να εμφανίζει μια κυβέρνηση που μετά τον ανασχηματισμό παράγει έργο και επιχειρεί λύσεις σε ευαίσθητα θέματα, όπως αυτό της ανασυγκρότησης των σιδηροδρόμων. Πέρα από την προσπάθεια δημοσκοπικής ανόδου, ο στόχος είναι να καταδειχτεί ότι η ΝΔ εξακολουθεί να έχει την πολιτική πρωτοβουλία, αξιοποιώντας το πρωθυπουργικό «κεφάλαιο».
Επανεκκίνηση όμως επιχειρεί και το ΠΑΣΟΚ καθώς τους τελευταίους μήνες καταγράφει δημοσκοπική πτώση, που τροφοδοτεί την εσωστρέφεια. Η αρχική αισιοδοξία με την επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη τον περασμένο Νοέμβριο, δημιούργησε προσδοκίες για τη δημιουργία ενός αντιπολιτευτικού «αντίπαλου δέους» στη ΝΔ, που όμως εξανεμίστηκαν από την αρχή της χρονιάς, με άστοχους χειρισμούς και τη μονοθεματική τακτική στην υπόθεση των Τεμπών. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ συγκάλεσε την περασμένη Κυριακή ευρεία πανελλαδική συνάντηση στελεχών, σε μια προσπάθεια ανάταξης και εξωστρέφειας. Βασική επιδίωξη, το μήνυμα προγραμματικής αντεπίθεσης, η εμφάνιση μιας θεσμικής φυσιογνωμίας, η αυτόνομη πορεία προς τις εκλογές και η άποψη ότι το ΠΑΣΟΚ αποτελεί τη μόνη εναλλακτική λύση απέναντι στη ΝΔ. «Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι κόμμα κομήτης, ούτε μονοπρόσωπος φορέας, αλλά ένα κίνημα λαϊκό με βαθιές ρίζες στην κοινωνία» σημείωσε ο κ. Ανδρουλάκης, φωτογραφίζοντας το κόμμα της Πλεύσης Ελευθερίας.
Όμως η Ζωή Κωνσταντοπούλου επιχειρεί ένα ακόμη… restart για το κόμμα της. Αφού την περασμένη χρονιά ξεδίπλωσε μια καμπάνια αγάπης με τις καρδούλες, φέτος με ένα εντελώς διαφορετικό προφίλ, βρέθηκε πάνω στη κύμα της πολιτικής και κοινωνικής έκρηξης για την τραγωδία των Τεμπών. Η κ. Κωνσταντοπούλου με την εκρηκτική ρητορική της για τη συγκάλυψη, το ξυλόλιο και τα μπαζώματα πιστώθηκε το κύμα δυσαρέσκειας-εις βάρος μάλιστα των άλλων κομμάτων, που επιχείρησαν να κινηθούν στην ίδια συχνότητα- και γνώρισε μια χωρίς προηγούμενο δημοσκοπική άνοδο.
Αντίθετα, στον κατακερματισμένο χώρο της Αριστεράς, χώρος και διάθεση για restart δεν υπάρχουν καθώς οι αλυσιδωτές διασπάσεις έχουν οδηγήσει τα κόμματα στο χώρο αυτό στο ναδίρ της δημοσκοπικής τους παρουσίας. Αν κάποιος προσπαθήσει να ανιχνεύσει κινήσεις επανεκκίνησης μπορεί να προβλέψει ότι στο επικείμενο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα μπορεί να κάνει μια «νέα αρχή» με αρχηγό τον Παύλο Πολάκη στη θέση του Σωκράτη Φάμελλου. Ακόμη, κανείς δεν ξέρει αν το περίφημο rebranding που επιχειρεί ο Αλέξης Τσίπρας, στη μετά Χάρβαρντ εποχή, θα έχει άμεσο πολιτικό αποτύπωμα, με κάποια πρωτοβουλία υπέρβασης της αποκαρδιωτικής εικόνας ενός χώρου που ήταν επί χρόνια επικεφαλής.
Σε άλλο μήκος κύματος οι πολίτες
Πόσο αποτελεσματικές όμως μπορεί να αποδειχτούν οι νέα βατήρες επανεκκίνησης για τα κόμματα; Σε πρώτη ανάγνωση η προσπάθεια να υπάρξουν δημοσκοπικά οφέλη είναι εμφανής. Το εγχείρημα βελτίωσης των συσπειρώσεων στις τάξεις τους έχει βάση και λογική. Όμως το βασικό ερώτημα είναι πώς προσλαμβάνουν οι πολίτες τα ανανεωμένα κομματικά μηνύματα. Γιατί η αλήθεια είναι πως οι διαθέσεις των πολιτών φαίνεται να ξεπερνούν τους σχεδιασμούς των κομμάτων. Αρκούν δύο στοιχεία από την έρευνα της Eteron για την ακτινογραφία των ψηφοφόρων για να δείξουν το βαθμό δυσκολίας των όποιων επανεκκινήσεων. Το πρώτο, στο ερώτημα για το πώς αυτοτοποθετούνται οι πολίτες στο δίπολο «συστημικός» – «αντισυστημικός», μόλις το 13,4% δηλώνει ότι αισθάνεται μάλλον «συστημικό», ενώ 18,6%, αισθάνεται μάλλον «αντισυστημικό». Όμως, το 24,5% δηλώνει πως δεν αισθάνεται ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ακόμα πιο χαρακτηριστικά, το 36% απορρίπτει πλήρως τη διάκριση, δηλώνοντας ότι δεν εκφράζεται από το δίπολο. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι βαρύτητα της διαίρεσης Αριστερά-Δεξιά εξασθενίζει. Η πλειοψηφία των πολιτών (61,9%) θεωρεί ότι η διάκριση ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή εποχή ( το 2023 ήταν 58,3%).
Αν αυτή η εικόνα συσχετιστεί με τα μεγάλα ποσοστά αποχής ιδιαίτερα στις τελευταίες εκλογές- της τάξης του 60!- τότε το ερώτημα επανέρχεται: Πόσο αποτελεσματικά είναι τα νέα ξεκινήματα, με σημείο αναφοράς αυτό, το ευρύτερο κοινό, που κινείται σε άλλο μήκος κύματος;