Τα πρακτικά του πολυσυζητημένου Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών που έλαβε χώρα στις 6 Ιουλίου 2015, την επομένη του δημοψηφίσματος, ξεκίνησε στις 10:00 το πρωί και ολοκληρώθηκε στις 16:50, εξασφάλισε και παρουσίασε σε αποκλειστικότητα το in.gr.
Η διάσκεψη, που έχει έκτοτε αποτελέσει αντικείμενο ποικίλων πολιτικών διενέξεων, αποτελούσε πρωτοβουλία του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα μετά την κάλπη της Κυριακής 5 Ιουλίου, στην οποία ο ελληνικός λαός απέρριψε με ποσοστό 61,31% την πρόταση που είχαν καταθέσει οι δανειστές στο Eurogroup της 25ης Ιουνίου για την επίτευξη συμφωνίας με την ελληνική κυβέρνηση.
Η επικοινωνία με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο, για τη σύγκληση του Συμβουλίου ανακοινώθηκε το βράδυ της κάλπης από τον Αλέξη Τσίπρα, με σκοπό, όπως είπε, να ενημερώσει τους πολιτικούς αρχηγούς για τις άμεσες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης και να ακούσει τις δικές τους προτάσεις.
Στις 6 Ιουλίου 2015 και ώρα 10:00 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος συγκάλεσε σύσκεψη των Πολιτικών Αρχηγών των Κομμάτων που εκπροσωπούνται στην Βουλή, υπό την Προεδρία του.
Διήρκησε περίπου 7 ώρες, στοιχείο ενδεικτικό της κρισιμότητας και της δυσκολίας των στιγμών, με τις τοποθετήσεις των πολιτικών αρχηγών να είναι αιχμηρές, τους διαλόγους μεταξύ τους άμεσους και σε κάποιες στιγμές έντονους, την αγωνία για την τύχη της χώρας έκδηλη.
Ταυτόχρονα, όμως, συνειδητοποιώντας ότι η ιστορία τους καλεί να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις καταγράφεται διάθεση συναίνεσης και συμπόρευσης, με κοινό μέτωπο απέναντι στους δανειστές πρωτίστως ως προς το τι σημαίνει η επικράτηση του «όχι» στο δημοψήφισμα.
Η σύσκεψη ολοκληρώνεται, στις 16:50 με τους πολιτικούς αρχηγούς, πλην του ΚΚΕ, να καταλήγουν σε κοινό ανακοινωθέν, όπως καταγράφεται στα πρακτικά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα πρακτικά του κρίσιμου αυτού Συμβουλίου αποτέλεσαν ζήτημα της πολιτικής επικαιρότητας μέχρι και πρόσφατα, όταν ο Αλέξης Τσίπρας αιτήθηκε από τον νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Τασούλα, να τα δώσει στη δημοσιότητα, αίτημα το οποίο ο ίδιος απέρριψε, καθώς το Συμβούλιο αποτελεί άτυπο όργανο και όχι συνταγματικά κατοχυρωμένο θεσμό.
Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών λαμβάνει χώρα κεκλεισμένων των θυρών, παρουσία μόνο των συμμετεχόντων και των πρακτικογράφων, με τα πρακτικά να παραμένουν στην κυριότητα της Προεδρίας της Δημοκρατίας, όπως τόνισε και στην απάντησή του στον Αλέξη Τσίπρα ο Κωνσταντίνος Τασούλας.
Το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών είναι ένα άτυπο όργανο. Η λειτουργία του δεν ορίζεται από άρθρο του Συντάγματος ή νόμο. Γι’ αυτό και στην περίπτωσή του δεν έχει εφαρμογή η νομοθεσία που ισχύει για τα κυβερνητική όργανα (το Υπουργικό Συμβούλιο, το ΚΥΣΕΑ κ.λπ.) όπου υπάρχει ρητή πρόβλεψη ότι τα πρακτικά είναι απόρρητα για διάστημα 30 ετών. Τα πρακτικά του Συμβουλίου Αρχηγών δεν είναι ένα διαβαθμισμένο έγγραφο. Τα πρόσωπα που συμμετείχαν σε αυτή τη σύσκεψη, δηλαδή οι πολιτικοί αρχηγοί, εκπροσωπούσαν κόμματα, στα οποία λογοδοτούσαν και τα οποία ενημέρωσαν για τη συζήτηση. Δεν ήταν, επομένως, μια ιδιωτική συζήτηση. Σημεία που οι συμμετέχοντες δεν ήθελαν να καταγραφούν, όντως δεν καταγράφηκαν. Με βάση όλα αυτά και με δεδομένη την ανάγκη να έχει, δέκα χρόνια μετά, η ελληνική κοινωνία μια πλήρη εικόνα της ίδιας της ιστορικής αλήθειας, η δημοσιοποίηση των πρακτικών είναι επιβεβλημένη πράξη ευθύνης.
Πέρα από την ανακοίνωση του Προέδρου της Δημοκρατίας που επιβεβαιώνει την ύπαρξη των πρακτικών από το Συμβούλιο της 6ης Ιουλίου 2015, την αυθεντικότητα των πρακτικών που βρίσκονται στη διάθεση του in έχουν ήδη επιβεβαιώσει ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, ο πρώην πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, καθώς επίσης και ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, Δημήτρης Κουτσούμπας.
Στα πρακτικά αποτυπώνεται ότι ο Αλέξης Τσίπρας επιδιώκει να εξασφαλίσει τη συναίνεση των πολιτικών αρχηγών, ενόψει της νέα συνάντησης με τους δανειστές στη Σύνοδο Κορυφής της ευρωζώνης την επόμενη ημέρα.
Με την εξαίρεση του Δημήτρη Κουτσούμπα, που δεν υπέγραψε το κοινό ανακοινωθέν, και παρά τις κριτικές που ασκούν στην τότε κυβέρνηση για όψεις της διαπραγμάτευσης, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, στην πρώτη του μέρα στο τιμόνι της Νέας Δημοκρατίας ως μεταβατικός πρόεδρος, η εκλιπούσα πλέον Φώφη Γεννηματά, τότε αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, ο κυβερνητικός εταίρος και ιδρυτής των Ανεξάρτητων Ελλήνων, Πάνος Καμμένος και ο επικεφαλής του Ποταμιού, Σταύρος Θεοδωράκης, δείχνουν πρόθυμοι να υποστηρίξουν το αίτημα και τη διαπραγματευτική στρατηγική του τότε πρωθυπουργού.
Η καταγραφή των πρακτικών εκείνης της ημέρας διακόπτεται μόνο για κατ’ ιδίαν τηλεφωνικές συνομιλίες του Προκόπη Παυλόπουλου με τον τότε Γάλλο Πρόεδρο, Φρανσουά Ολάντ και του Αλέξη Τσίπρα με την Γερμανίδα Καγκελάριο, Άνγκελα Μέρκελ και τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, το περιεχόμενο των οποίων δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, καθώς την ώρα που Παυλόπουλος και Τσίπρας ενημερώνουν τους πολιτικούς αρχηγούς για ό,τι ειπώθηκε, ζητείται από τους στενογράφους που κρατούν τα πρακτικά να κλείσουν τα μαγνητόφωνα.
Η ιστορική στιγμή
Η στιγμή στην οποία λαμβάνει χώρα η Σύσκεψη των Πολιτικών Αρχηγών είναι πολύ συγκεκριμένη. Στις 25 Ιουνίου 2015, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο καταθέτουν στο Eurogroup, ένα σχέδιο συμφωνίας που αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτον, υπό τον τίτλο «Μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και πέραν αυτού», περιλαμβάνει όλα τα μέτρα τα οποία έπρεπε να δεσμευτεί η ελληνική κυβέρνηση ότι θα υλοποιήσει ώστε να ολοκληρωθεί θετικά η αξιολόγηση της δανειακής σύμβασης, του δεύτερου μνημονίου ουσιαστικά. Περιλάμβανε, επίσης, σχέδιο χρηματοδότησης, μέσα από επέκταση της υπάρχουσας σύμβασης. Το δεύτερο ήταν μια έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Το πρόβλημα με τις προτάσεις αυτές ήταν διπλό, όπως όλοι αναγνώρισαν τότε. Από τη μια, οι απαιτήσεις για μέτρα παρέμεναν κοινωνικά δυσβάσταχτες και σήμαιναν παρατεταμένη πολιτική λιτότητας. Από την άλλη, δεν είχαν ένα σαφή ορίζοντα σε σχέση με το χρέος. Δηλαδή, δεν όριζαν με σαφήνεια πότε η χώρα θα σταματούσε να πρέπει να διαπραγματεύεται με τους δανειστές την παραμικρή χρηματοδοτική της ανάγκη. Ουσιαστικά, παρότι δεν πρότειναν ένα νέο Μνημόνιο, οι προτάσεις τους ισοδυναμούσαν με ένα διαρκές Μνημόνιο, ένα Μνημόνιο χωρίς κανένα ορίζοντα εξόδου από την κρίση.
Αυτό που υπήρξε τότε καθοριστικό για τις αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, υπό τον Αλέξη Τσίπρα, ήταν πρωτίστως το δεύτερο στοιχείο. Ανεξαρτήτως ρητορικής, είχαν ήδη κάνει σαφές ότι το μείγμα των «μέτρων» ήταν υπό διαπραγμάτευση και είχαν διάθεση να αποδεχτούν αρκετά. Αυτό που δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό ήταν το «μνημόνιο δίχως τέλος», η απουσία ενός σαφούς ορίζοντα για το χρέος και άρα ενός σαφούς ορίζοντα για την έξοδο από την διαρκή κηδεμονία που συνεπάγονταν τα Μνημόνια.
Αυτό είναι που οδηγεί στην απόφαση για το Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου και – με βάση και το αποτέλεσμα – στις προτάσεις για νέα διαπραγμάτευση που συζητιούνται στη Σύσκεψη των Πολιτικών Αρχηγών.
Το σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για να αποτιμήσουμε τα όσα ακολούθησαν. Στην πολιτική ρητορική ή και «μυθολογία» γύρω από τα γεγονότα που ακολούθησαν κυριαρχούν δύο στοιχεία. Το ένα είναι η «οπίσθια κυβίστηση», δηλαδή η αντίληψη ότι η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματευόμενη με τους δανειστές μετά το δημοψήφισμα υπαναχώρησε από την αρχική της διαπραγματευτική αφετηρία. Το άλλο είναι η θεωρία ότι επειδή η διαπραγμάτευση στο πλαίσιο της προαναφερθείσας «οπίσθιας κυβίστησης» καταλήγει σε μια νέα δανειακή σύμβαση, αυτό σημαίνει ότι ο όλος χειρισμός είχε ένα τεράστιο επιπλέον κόστος που θα είχε αποφευχθεί εάν δεν είχε διεξαχθεί το δημοψήφισμα και είχαν γίνει αποδεκτές οι αρχικές προτάσεις των δανειστών.
Όπως όμως καταδεικνύεται από τα πρακτικά της Σύσκεψης των Πολιτικών Αρχηγών, η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική.
Είναι, επίσης, σαφές ότι η τότε ελληνική κυβέρνηση ουδέποτε εξέτασε το ενδεχόμενο εξόδου από το ευρώ ή ρήξης με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μπορεί να υπήρξαν φωνές, εντός ή εκτός της κυβερνητικής παράταξης, που το υποστήριξαν, μπορεί να υπήρξαν τοποθετήσεις ή επιχειρήματα υπέρ μιας τέτοιας στάσης, όμως αυτά ουδέποτε υιοθετήθηκαν.
Εξαρχής τόσο η διαπραγμάτευση όσο και το δημοψήφισμα έγιναν προϋποθέτοντας ρητά ότι δεν μπορούσε και δεν έπρεπε επ’ ουδενί να τεθεί θέμα ρήξης με την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντιθέτως το επίδικο ήταν ακριβώς να εξασφαλιστεί η παραμονή της χώρας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Το ερώτημα ήταν σαφές
Με τους εταίρους-δανειστές να επιμένουν στην εκβιαστική στάση τους με κάποιους από αυτούς να έχουν καταστήσει αρκετά σαφές ότι ερμηνεύουν κατά το δοκούν το «όχι» στο δημοψήφισμα συνδέοντας το με την επιθυμία παραμονής ή όχι στο ευρώ, ο Αλέξης Τσίπρας παίρνοντας το λόγο είναι απόλυτος ως προς τη σαφήνεια του ερωτήματος που κλήθηκε να απαντήσει ο ελληνικός λαός.
«Θέλω να υπερθεματίσω, σε ότι αφορά την εισήγηση του Προέδρου της Δημοκρατίας, σχετικά με το ερώτημα και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Νομίζω ότι ο Πρόεδρος είπε το αυτονόητο, ότι την ευθύνη για την υποβολή ερωτήματος την έχει η κυβέρνηση και η Εθνική Αντιπροσωπεία, με βάση το Σύνταγμα και με βάση τη νομοθεσία».
Το ερώτημα αυτό ήταν σαφές, τονίζει ο Τσίπρας. «Ρωτούσε τον ελληνικό λαό εάν εγκρίνει ή απορρίπτει την πρόταση που έθεσαν οι θεσμοί προς την ελληνική κυβέρνηση».
Με την καθαρότητα της απάντησης του λαού να μην μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν «ως πρωθυπουργός, η ελληνική κυβέρνηση, αλλά και το σύνολο των πολιτικών κομμάτων, καλούμαστε σήμερα, να χαράξουμε τη διαπραγματευτική στρατηγική της χώρας και την πορεία της το επόμενο διάστημα, με δεδομένο τον σεβασμό στην λαϊκή ετυμηγορία».
Οι μεγάλες προκλήσεις
Μιλώντας για σαφή λαϊκή εντολή για ενίσχυση της διαπραγματευτικής προσπάθειας και επίτευξη συμφωνίας βιώσιμης, με πραγματική προοπτική εξόδου από την κρίση, ο Αλέξης Τσίπρας δεν μασάει τα λόγια του, ως προς τις δυσκολίες.
«Η διαπραγμάτευση βρίσκεται σε πολύ κρίσιμο στάδιο» τονίζει και αναφέρεται στις δύο μεγάλες προκλήσεις. Με τις τράπεζες κλειστές, μιλά για την ανάγκη η ΕΚΤ να δεχθεί το αίτημα της ΤτΕ και να παρέχει έκτακτη ρευστότητα μέχρι να βρεθεί συμφωνία, «για λόγους ουσιαστικούς, αλλά και για λόγους ανθρωπιστικούς. Διότι η χώρα βρίσκεται μπροστά σε κίνδυνο ανθρωπιστικής κρίσης, εάν η στάση της ΕΚΤ παραμείνει αρνητική».
Ο Αλέξης Τσίπρας επισημαίνει εξαρχής την ανάγκη για άμεση αποκατάσταση της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος και την ενίσχυση της ρευστότητας που έχει πληγεί από την κλιμάκωση των διαπραγματεύσεων και τη σκληρή στάση των δανειστών, σημείο στο οποίο θα βρει τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους, πλην του Δημήτρη Κουτσούμπα που δεν θα το θίξει στις τοποθετήσεις του, απόλυτα σύμφωνους.
Ως προς το τι θα διεκδικήσει με βάση τη λαϊκή εντολή, κάνει λόγο για μια συμφωνία με τους εταίρους για τους επόμενους 24 μήνες, που θα καλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, αλλά «θα δίνει και μια οριστική διέξοδο από την κρίση και θα ακυρώνει οριστικά τα σενάρια εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη».
Εξάντληση περιθωρίων πριν το δημοψήφισμα
Η στέρηση αυτής της οριστικής διεξόδου από την κρίση ήταν άλλωστε ο λόγος για τον οποίο δεν κατέστη δυνατή η επίτευξη συμφωνίας και αναγκάστηκε να καταφύγει στο δημοψήφισμα, όπως θα εξηγήσει ο Αλέξης Τσίπρας.
Η πρόταση συμφωνίας που κατέθεσαν οι Θεσμοί στις 25/6 στο Eurogroup, και η οποία τέθηκε στην κρίση του λαού με το δημοψήφισμα, όχι μόνο είχε ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με αυτά που είχαν συζητηθεί με την ελληνική πλευρά ως προς τα προαπαιτούμενα, αλλά κυρίως ήταν μια πρόταση χωρίς σχέδιο κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας στο μεσοπρόθεσμο διάστημα και χωρίς καμία δέσμευση για ρύθμιση του υπέρογκου δημόσιου χρέους.
«Η ελληνική κυβέρνηση πριν θέσει την τελεσιγραφική αυτή πρόταση στην κρίση του ελληνικού λαού, προσπάθησε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις συνέχισης της διαπραγμάτευσης με τους Θεσμούς. Ακόμα και μετά την απόφαση του δημοψηφίσματος, συνέχισε αυτή την προσπάθεια. Και στις 30 Ιουνίου η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλε αίτημα προς τον ESM για διετή δανειακή συμφωνία με πλήρη χρηματοδοτική κάλυψη και αναδιάρθρωση χρέους προς το EFSF, ώστε να καταστεί βιώσιμο, καταθέτοντας ως πλαίσιο προαπαιτούμενων δράσεων για αυτήν την συμφωνία το πλαίσιο της πρότασης Γιούνκερ που ήρθε μετά το τελεσίγραφο των δανειστών» τονίζει ο Αλέξης Τσίπρας στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών.
Βιώσιμη και αξιόπιστη συμφωνία για οριστική έξοδο από την κρίση
Οι βελτιώσεις στην αντιπρόταση της κυβέρνησης αφορούν κρίσιμα θέματα (όπως τον μειωμένο ΦΠΑ στα νησιά, συντάξεις, ΕΚΑΣ, φορολόγηση αγροτών, συλλογικές διαπραγματεύσεις) που «μπορούν να καταστήσουν την δύσκολη αυτή πρόταση σε σχέση με την επιβάρυνση εκ νέου του ελληνικού λαού με βάρη λιτότητας επί το δικαιότερο […]» τονίζει ο Αλέξης Τσίπρας και σπεύδει να προσθέσει ότι η εν λόγω πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης συνοδεύεται με πρόβλεψη για πλήρη κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας για τα επόμενα δύο χρόνια, ενώ ταυτόχρονα συνοδεύεται με πρόταση για αναδιάρθρωση του χρέους.
«Μέτρα λιτότητας μη αποδεκτά από την κοινωνία, χωρίς διορθώσεις, χωρίς εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, χωρίς αναδιάρθρωση του χρέους, είναι συνταγή αποτυχίας. Και εκτίμησή μου είναι ότι πρέπει να το συνομολογήσουμε σήμερα αυτό», λέει ο Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας για τις θέσεις με τις οποίες η κυβέρνησή του θα προσέλθει στη νέα διαπραγμάτευση με τους δανειστές έχοντας τη λαϊκή εντολή του δημοψηφίσματος.
Μιλώντας για μια συμφωνία με όρους προοπτικής και βιωσιμότητας που θα διεκδικήσει, ώστε «να δοθεί η αίσθηση ότι δεν θα συζητήσουμε ξανά σε πέντε μήνες για το αν θα βγει η Ελλάδα από το ευρώ», με την εξασφάλιση ασφαλούς χρονικού διαστήματος μέσα στο οποίο θα γίνει η μεγάλη προσπάθεια να ανακάμψει η χώρα, ο Αλέξης Τσίπρας αναφέρεται και στη διεκδίκηση η συμφωνία να συνοδευτεί από ισχυρό πακέτο αναπτυξιακών επενδύσεων σε συνεννόηση με την Κομισιόν.
Η πρόταση που καταθέτω, λέει ο Αλέξης Τσίπρας κλείνοντας αυτήν την τοποθέτηση, «είναι να συζητήσουμε και να ακούσω τις θέσεις σας, ώστε αύριο στη Σύνοδο Κορυφής να μιλήσουμε για μια συμφωνία μεσοπρόθεσμης διάρκειας που θα περιλαμβάνει εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, αξιόπιστες μεταρρυθμίσεις και ταυτόχρονα ένα ισχυρό πακέτο αναπτυξιακών επενδύσεων και δεσμεύσεις για αναδιάρθρωση χρέους».
Δεν θα μετατρέψω το «ΟΧΙ» σε «ΝΑΙ»
Με τους πολιτικούς αρχηγούς να εκφράζουν στη διάρκεια της συζήτησης κάποιες ενστάσεις και κυρίως φόβους για τη στάση των δανειστών και για το αν θα δεχθούν την ελληνική πρόταση, ο Αλέξης Τσίπρας ξεκαθαρίζει τη θέση του.
«Έχω την αίσθηση από τις τοποθετήσεις σας ότι αγνοείτε το χθεσινό αποτέλεσμα. Χθες υπήρξε μια ιστορική και γενναία επιλογή του ελληνικού λαού, κόντρα σε όλο το παλιό πολιτικό σύστημα -και αυτό είναι ισχυρό μήνυμα πρέπει να το καταλάβουμε-, κόντρα στο σύνολο του μιντιακού κατεστημένου και κόντρα σχεδόν στο σύνολο της κυρίαρχης στάσης των εταίρων μας στην Ευρώπη, που ήταν μια στάση εκβιαστική, ήταν μια στάση τιμωρητική απέναντι στην Ελλάδα».
Μη παραλείποντας να σημειώσει ότι η ετυμηγορία του λαού ήταν αυτή παρά το κλίμα τρομοκρατίας και τις ασφυκτικές συνθήκες που δημιούργησαν οι δανειστές, ο Αλέξης Τσίπρας μίλησε για ένα «αποτέλεσμα – τομή στη σύγχρονη μεταπολιτευτική ιστορία».
Υπό αυτήν την έννοια, συνέχισε, «θεωρώ ότι εάν στόχος αυτής της συζήτησης εδώ είναι όχι να βρούμε ένα κοινό τόπο, αλλά να λαθροχειρίσουμε και να μετατρέψουμε το ‘Όχι’ σε ‘Ναι’, δεν θα με βρείτε σύμφωνο. Το ‘όχι’ είναι ‘όχι’ που αφορά μια μη βιώσιμη συμφωνία. Προφανώς δεν είναι εντολή ρήξης, αλλά δεν είναι και εντολή ‘πάση θυσία, ό,τι και να γίνει, θα συμφωνήσουμε’. Αυτό θέλω να το ξεκαθαρίσω».
Συναισθηματικά φορτισμένος ο Τσίπρας αναφέρθηκε και στην αντιδραστική και κυνικά εκβιαστική στάση των δανειστών, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «επίσης δεν άκουσα κάτι για τις ωμές παρεμβάσεις στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα. Διότι πάνω στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης δεν υπήρχαν μόνο στοιχεία, νούμερα και διαφορετικές εκτιμήσεις, αλλά και σαφείς, σαφέστατες παρεμβάσεις ‘αλλάξτε κυβέρνηση’, ‘αλλάξτε το σχήμα’, ‘φτιάξτε άλλη κυβέρνηση’, ‘αλλάξτε πρωθυπουργό’».
«Ό,τι περνάει από το χέρι του για να επιβιώσει ο λαός»
Εντονη στιγμή διαφαίνεται στα πρακτικά και όταν ο Τσίπρας καλείται να απαντήσει τι θα κάνει αν οι δανειστές εξαντλήσουν την αυστηρότητά τους.
«Με ρωτάτε τι θα κάνεις αν η ΕΚΤ εκτελέσει τη χώρα. Πώς μπορώ να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα; Αν κάποιος θέλει να εκτελέσει τη χώρα, θα κάνω ό,τι μπορώ για να το αποτρέψω, είναι η απάντηση. Και σας ζητώ να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να το αποτρέψουμε».
«Αν όμως ρωτάτε έναν πρωθυπουργό τι θα κάνει εάν η χώρα του δεχθεί επίθεση και κινδυνεύει ο λαός του να έχει πρόβλημα επιβίωσης, η απάντηση θα είναι ό,τι περνάει από το χέρι του για να επιβιώσει ο λαός. Αυτή είναι η απάντηση σύμφωνα με όσα είμαι υποχρεωμένος να τηρώ, με βάση το Σύνταγμα της χώρας. Και νομίζω ότι αυτή πρέπει να είναι η απάντηση όλων μας».
Η ξεκάθαρη στάση του Προέδρου της Δημοκρατίας
Διαβάζοντας τα πρακτικά της 6ης Ιουλίου 2015, είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς την ξεκάθαρη στάση και το σημαντικό ρόλο που έπαιξε τότε ο Προκόπης Παυλόπουλος. Από τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας γνώριζε καλά ότι η συνάντηση των πολιτικών αρχηγών υπό τον ίδιο, όφειλε να παράξει αποτέλεσμα, δεδομένων των συνθηκών εκείνων των ημερών.
Το μεγάλο του άγχος ήταν ότι έπρεπε να γίνει ξεκάθαρο πως ανεξαρτήτως τι ψήφισε ο καθένας στο δημοψήφισμα, το δίλημμα δεν αφορούσε την παραμονή ή όχι της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
«Για να μπορέσουμε να διευκολύνουμε την επανέναρξη της διαπραγμάτευσης πρέπει να βγει από το συμβούλιο αυτό ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων ουδόλως αμφισβήτησε και ουδόλως αμφισβητεί την πορεία της Ελλάδας στην Ευρώπη και την Ευρωζώνη», θα πει χαρακτηριστικά κατά τη διάρκεια της εισαγωγικής του ομιλίας ενώπιον του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και των πολιτικών αρχηγών.
Ο Προκόπης Παυλόπουλος θα λειτουργήσει και ως η «ήρεμη δύναμη» σε στιγμές διαφωνίας και όταν απειλήθηκε το συμβούλιο να τιναχτεί στον αέρα χωρίς να υπάρχει κοινό ανακοινωθέν στήριξης στην κυβέρνηση να επανεκκινήσει τη διαπραγμάτευση. Στο τέλος θα τα καταφέρει και θα συμφωνήσουν όλοι, πλην ΚΚΕ, που από θέση αρχής βρισκόταν στην απέναντι όχθη.
Η στάση Μεϊμαράκη και οι διάλογοι με τον Αλέξη Τσίπρα
Τη ΝΔ εκπροσωπούσε ο μεταβατικός της πρόεδρος, Βαγγέλης Μεϊμαράκης. Η στάση του ήταν επικριτική ως προς το δημοψήφισμα. «Σκεφτόμουν πάρα πολύ μήπως έπρεπε να εξαντλήσουμε όλα τα όπλα που μας δίνει το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής ώστε να καθυστερήσουμε την κυβέρνηση και την απόφασή της για το δημοψήφισμα και να τη βάλουμε να σκεφτεί ακόμα περισσότερο και με ψυχραιμία, αν έπρεπε να γίνει», θα πει κατά τη διάρκεια παρέμβασής του στη συνάντηση.
Σε άλλο σημείο και απευθυνόμενος στον Αλέξη Τσίπρα, θα πει: «Καθυστερήσατε πάρα πολύ με το δημοψήφισμα. Και αυτό έχει κόστος».
Η κριτική του εκτείνεται και στη θέση του δημοψηφίσματος. Όπως λέει χαρακτηριστικά στην πρωτολογία του, ότι αν στο δημοψήφισμα τοποθετούνταν η πρόταση Γιουνκέρ αυτούσια από τη μία πλευρά και η πρόταση με τις πέντε τροποποιήσεις που εισηγείται ο Αλέξης Τσίπρας, «το ΝΑΙ και ΟΧΙ δεν θα υπήρχε εκεί. Όλοι θα έλεγαν ΝΑΙ στην πρόταση τη δικιά σας».
Ωστόσο, λίγο παρακάτω και απαντώντας στην εισηγητική πρόταση του τότε πρωθυπουργού, ο κ. Μεϊμαράκης εκθέτει και τη θέση της Νέας Δημοκρατίας για τις διεκδικήσεις απέναντι στους δανειστές: «Για μένα δεν υπάρχει βιώσιμο και μη βιώσιμο [χρέος], υπάρχει διαχειρίσιμο και μη διαχειρίσιμο, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν εκείνη την ώρα και στον κάθε χρόνο».
Και συνεχίζει: «αν υπάρχει ανάπτυξη, υπάρχουν κινήσεις οι οποίες μπορούν να δημιουργήσουν συγκυρίες που εν τέλει το ΑΕΠ, συγκρινόμενο με το χρέος, μπορεί και να το καταστήσει βιώσιμο».
Εν ολίγοις, παρότι είναι ανοιχτός στην επίτευξη μιας συμφωνίας με τους θεσμούς, ο τότε μεταβατικός πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, θεωρεί ότι υπάρχει και εναλλακτική οδός πέρα από την αναδιάρθρωση του χρέους. Ίσως, όμως, η στάση αυτή να οφείλεται και σε μία απογοήτευση από αυτά που κατάφερε να εξασφαλίσει η κυβέρνηση Σαμαρά στο θέμα: «Και η συμφωνία του 2012 περιέχει, Πρόεδρε, το θέμα για τη ρύθμιση του χρέους. Και μακάρι να πάρετε κάτι περισσότερο, μακάρι να πάρετε κάτι καλύτερο. Είμαι δίπλα.», λέει στον Αλέξη Τσίπρα.
Ενδιαφέρον όμως έχει και η άποψη του κ. Μεϊμαράκη για τους δανειστές, εκείνους που εδώ συμπολίτες μας καλούσαν να… βαστήξουν! Μάλιστα κάνει σαφή αναφορά στη στάση των δανειστών στο δεύτερο εξάμηνο του 2014 όταν ουσιαστικά η Τρόικα αρνήθηκε να δώσει θετική απάντηση στα όσα πρότεινε η κυβέρνηση Σαμαρά.
«Και ξέρω τι σημαίνει δανειστές και εκβιασμός από τους δανειστές, από τις συνελεύσεις και τις συνεννοήσεις από τις οποίες ήμουν παρών. Και γνωρίζετε -όλοι μας το γνωρίζουμε- ότι ειδικά το τελευταίο εξάμηνο του 2014 ήταν όχι απλώς εκβιαστές. Δεν είναι η ώρα να κάνω τέτοιο απολογισμό, ούτε να σας πω. Όμως εγώ γνωρίζω από πρώτο χέρι πως συμπεριφέρονται…».
Ενδιαφέρουσα είναι επίσης και η οπτική που έχει για τις δυνάμεις που οραματίζονται το Grexit: «Είναι πολλές οι δυνάμεις –και το γνωρίζουμε- που θέλουν η Ελλάδα να βγει από την Ευρώπη, ο καθένας για το δικό του λόγο, όπως οι όμορες χώρες γιατί θα μοιραστούν και τα χρήματα, όπως κάναμε κι εμείς που παίρναμε τότε με το πακέτο Ντελόρ και τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα και οι γύρω χώρες μας κοίταζαν καλά-καλά.»
Έχει επίσης ενδιαφέρον μια στιχομυθία του κ. Μεϊμαράκη με τον Αλέξη Τσίπρα αναφορικά με ποιοι ψήφισαν «ΟΧΙ».
«Θεωρώ ότι το ΟΧΙ, το οποίο ψηφίστηκε και από πολλούς νεοδημοκράτες και φίλους μου και γνωστούς μου», θα πει ο κ. Μεϊμαράκης, «ήταν γιατί σας πίστεψαν, όπως κι εγώ, ότι σε 48 ώρες έρχεται η συμφωνία».
Ο Αλέξης Τσίπρας τον ρωτά αν ψήφισε και ο ίδιος το ΟΧΙ με τον κ. Μεϊμαράκη ν’ αρνείται και να δηλώνει ξανά την αντίθεσή του με το δημοψήφισμα.
Λίγο αργότερα ο κ. Μεϊμαράκης θα ενημερώσει τον πρωθυπουργό ότι έχει την εξουσιοδότηση από τα αρμόδια όργανα της ΝΔ ώστε να επέλθει μια συμφωνία. Ταυτόχρονα όμως, βάζει στη διαπραγμάτευση αυτά που θεωρεί «κόκκινες γραμμές»: είναι η μη κατάργηση του ΕΚΑΣ -πρόταση που έτσι κι αλλιώς θα έκανε και η κυβέρνηση- και η παραμονή της χώρας στην Ε.Ε.
Προς το τέλος της συζήτησης ο Αλέξης Τσίπρας θα δείξει κατανόηση στον Βαγγέλη Μεϊμαράκη όταν η συζήτηση πάει στις διαπραγματεύσεις του 2012, με τον μεταβατικό πρόεδρο της ΝΔ να δηλώνει πως το μεγάλο άγχος τότε ήταν μήπως οι δανειστές κλείσουν τις τράπεζες.
«Ξέρω πόσο δύσκολα περάσατε κι εσείς τότε», θα πει ο Αλέξης Τσίπρας.
Θεοδωράκης – Γεννηματά
Την αντίθεσή του με το δημοψήφισμα, καθώς είχε την άποψη ότι δίχασε τον κόσμο, εξέφρασε επανειλημμένα στη συνάντηση ο τότε πρόεδρος του Ποταμιού, Σταύρος Θεοδωράκης.
Μάλιστα, επιχειρεί να το θέσει από την αρχή της συζήτησης ως ζήτημα επί της διαδικασίας, για να διακοπεί από την πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, Φώφη Γεννηματά, που τονίζει ότι αυτό δεν είναι διαδικαστικό ζήτημα.
Ο ίδιος είχε προτείνει να μη δοθούν στη δημοσιότητα τα πρακτικά της συζήτησης των πολιτικών αρχηγών, έως ότου ξεπεραστεί η κρίση. Την ίδια ώρα σχολίαζε αρνητικά τη στάση αρκετών στελεχών της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ –διαχωρίζοντάς τους από τον Αλέξη Τσίπρα- για τη στάση που κρατούσαν σχετικά με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, καθώς όπως έλεγε, «έδιναν την εντύπωση ότι επέρχεται ρήξη με την Ευρώπη. Βέβαια εσείς κύριε Τσίπρα δεν μπορείτε να τους βάλετε φίμωτρο, αλλά…».
Για συνάντηση των αρχηγών στο «και πέντε» της διαδικασίας είχε κάνει λόγο τότε η αείμνηστη Φώφη Γεννηματά, αρχηγός του ΠΑΣΟΚ. Παρ’ όλα αυτά είχε συμφωνήσει με τη στρατηγική που επρόκειτο να ακολουθήσει ο Αλέξης Τσίπρας, δηλώνοντας ότι θα στήριζε και θα υπέγραφε την κοινή δήλωση.
Ταυτόχρονα ενημέρωνε πως είχε στείλει σχετική επιστολή στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης, ενημερώνοντάς τα για τις ελληνικές αξιώσεις και κυρίως την ανάγκη λήψης αναπτυξιακών μέτρων για να πάρει μπροστά η Οικονομία.
Πολιτικά οφέλη
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε και μια από τις παρεμβάσεις του Πάνου Καμμένου, συγκυβερνήτη του Αλέξη Τσίπρα. Επικαλούμενος τις γνώσεις του από το συντηρητικό πλαίσιο της Ευρώπης και των κομμάτων που επικρατούσαν στις χώρες των δανειστών, εξέφρασε την εκτίμηση ότι το μεγάλο πρόβλημα όλων αυτών ήταν πώς θα πετύχαιναν την πολιτική ήττα του κυβερνώντος κόμματος της Ελλάδας, την ήττα δηλαδή, της Αριστεράς.
«Τους ξέρω προσωπικά. Έχουν εκλογές. Όταν έχουν εκλογές το κύριο πολιτικό τους μέλημα είναι να αποκομίσουν κέρδη. Και πιστεύω ότι η πολιτική την οποία άσκησαν -και πιθανώς να συνεχίσουν ν’ ασκούν- ήταν μια πολιτική εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης για πολιτικούς λόγους, που έχει όμως ως θύμα, τον ελληνικό λαό», θα σημειώσει με νόημα.
Τέλος, ο Δημήτρης Κουτσούμπας, γ.γ. του ΚΚΕ ξεκαθάρισε την άρνηση του κόμματος στην υπογραφή του ανακοινωθέντος, διαφωνώντας σε πάγια βάση με την Ευρώπη και τις πολιτικές της, όπως κι εκείνες των ελληνικών κομμάτων, συμπεριλαμβανομένης και της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Αναρωτήθηκε πως μπορεί να υπάρξει «συμφιλίωση» και «εθνική ενότητα», όταν οι ταξικές διαφορές στην κοινωνία είναι εκεί και διαχωρίζουν τους ανθρώπους.
Τι δείχνουν τελικά τα πρακτικά;
Από την αναδρομή στο Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών, καθίσταται σαφής η διαπραγματευτική στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης και ο ρόλος της αντιπολίτευσης σε αυτή.
Έχοντας στα χέρια του την απόρριψη του τελεσίγραφου των δανειστών μέσω του δημοψηφίσματος από τη μία και τις γέφυρες που έχει ανοίξει η βελτιωτική πρόταση Γιουνκέρ από την άλλη, ο Αλέξης Τσίπρας επιδιώκει να ενισχύσει την ελληνική πρόταση διασφαλίζοντας τη συναίνεση των αντιπολιτευόμενων δυνάμεων.
Είναι, επίσης, σαφές ότι ο Αλέξης Τσίπρας έρχεται στη σύσκεψη επιμένοντας στη γραμμή ότι το πιο καταστροφικό ενδεχόμενο θα ήταν μια διαδρομή ρήξης με το ευρωπαϊκό πλαίσιο, μέσα από κάποια παραλλαγή Grexit. Αντιθέτως, αυτό που προτείνει είναι να αξιοποιηθεί η ηχηρή έκφραση της λαϊκής βούλησης στο δημοψήφισμα ώστε να εξασφαλιστεί μια συμφωνία που με τη σειρά της θα διασφάλιζε την παραμονή της Ελλάδας μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και την οριστική έξοδο από την κρίση.
Η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη, δηλώνουν πρόθυμοι να υποστηρίξουν την ελληνική κυβέρνηση στις επικείμενες διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, αρκεί να μην υπάρχει στο κάδρο καμία ευρωσκεπτικιστική ερμηνεία του δημοψηφίσματος – πράγμα που δηλώνει ρητά εξαρχής ο τότε πρωθυπουργός και το οποίο διασφαλίζεται έτι περαιτέρω από τη στάση του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ωστόσο, το πλαίσιο που εισηγείται ο Αλέξης Τσίπρας για οποιαδήποτε συμφωνία είναι σαφές. Χωρίς αναδιάρθρωση του χρέους και χωρίς εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, θα επαναληφθεί ό,τι γινόταν ήδη για πέντε χρόνια: τα εκάστοτε μέτρα θα αποτυγχάνουν και η ελληνική πλευρά θα είναι συνεχώς αναγκασμένη να προβαίνει σε πρόσθετα, προκειμένου να καλυφθούν οι πάγιες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας.
Το σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία σε σχέση με την όλη ρητορική ή «μυθολογία» περί «οπίσθιας κυβίστησης» ή «συνθηκολόγησης» στη διαπραγμάτευση. Τα πρακτικά της Σύσκεψης δείχνουν ότι εξαρχής έχει διαμορφωθεί μια σχετικά κοινή τοποθέτηση, ένα είδος «εθνικής γραμμής», που προτάσσει τον σαφή ορίζοντα για το θέμα του χρέους, δηλαδή την αναδιάρθρωση των όρων αποπληρωμής, την εξασφάλιση χρηματοδότησης με κριτήριο τις πραγματικές ανάγκες, την «ημερομηνία λήξης» και κυρίως την αποφυγή μιας διαρκούς διαπραγμάτευσης (και αντίστοιχα διαρκούς εκβιασμού) με αντικείμενο την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών, που τελικά θα διαμόρφωνε διαρκή κηδεμονία.
Είναι, επίσης, σαφές, ότι υπάρχει συναίνεση για την εξασφάλιση χρηματοδότησης, που όλες οι πλευρές κρίνουν αναγκαία. Η θεωρία περί «επιπλέον κόστους» ως αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, που έκτοτε αναπαράχθηκε ενίοτε και με τερατολογικούς υπολογισμούς, δεν βρίσκει βάση στις συζητήσεις των πολιτικών αρχηγών, καθώς η εκτίμηση ότι θα χρειαστεί νέα χρηματοδότηση είναι δεδομένη και πως αυτή δεν μπορεί να είναι η αρχική πρόταση, αλλά κάτι που ταυτόχρονα να καλύπτει ανάγκες και να δίνει προοπτική εξόδου.
Σε αντίθεση με όσα κατά καιρούς γράφτηκαν, το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος κυριαρχεί στη σκέψη όσων συμμετέχουν και μάλιστα ως κάτι που δεν μπορεί παρά να γίνει σεβαστό.
Οι συμμετέχοντες, ακόμη και εάν διαφώνησαν με αυτό ή τοποθετήθηκαν διαφορετικά από τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης ή θεώρησαν διχαστική την επιλογή, εντούτοις αναγνωρίζουν ότι θέτει ένα δεδομένο που δεν μπορεί να προσπεραστεί, αφού αποτυπώνει τη λαϊκή βούληση την οποία και αναγνωρίζουν.
Αντιθέτως, συζητούν μια διαπραγματευτική γραμμή εντός της λαϊκής βούλησης, όπως τουλάχιστον την ορίζουν: δηλαδή ως μια λαϊκή εντολή για καλύτερη συμφωνία, σαφή ορίζοντα εξόδου από τη λιτότητα και οριστική ρύθμιση του χρέους ώστε να καταστεί βιώσιμο και σίγουρα όχι ως εντολή ρήξης με το ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Δέκα χρόνια μετά από την πιο κρίσιμη καμπή της ελληνικής κρίσης, τα πρακτικά της συνάντησης των πολιτικών αρχηγών μας δίνουν τη δυνατότητα να δούμε νηφάλια και λεπτομερειακά τη μοναδική στιγμή που συγκροτήθηκε μία εθνική στρατηγική γύρω από την πιο καθοριστική πιθανώς στιγμή της μεταπολιτευτικής Ιστορίας της χώρας.
Προφανώς, ο καθένας και η καθεμιά μπορεί να αποτιμήσει και να κρίνει τα βήματα και τις επιλογές που έγιναν τότε, υπό το φως και των μεταγενέστερων εξελίξεων, μπορεί να υποστηρίξει ότι υπήρχαν – ή δεν υπήρχαν – εναλλακτικές λύσεις και διαδρομές.
Όμως, η δημοσιοποίηση των πρακτικών επιτρέπει να ανοίξει μια συζήτηση που να πατάει πάνω στο ποια ακριβώς ήταν τα δεδομένα, ποιες οι απτές επιλογές, με βάση έναν πολύ συγκεκριμένο συσχετισμό δυνάμεων – πρωτίστως στο ευρωπαϊκό επίπεδο -, ποιες ήταν οι πραγματικές θέσεις των πολιτικών δυνάμεων, ποιες οι διαπραγματευτικές γραμμές. Και σε αυτή τη βάση να επιτρέψει μια ουσιαστική – και αναγκαστικά αυστηρή – ιστορική αποτίμηση, απαλλαγμένη, όμως, από το βάρος μυθολογιών και «ιστορικών κατασκευών» που ακόμη ταλανίζουν τον πολιτικό βίο της χώρας.