διαΝΕΟσις: Το αίσθημα του αποκλεισμού τρέφει την αμφισβήτηση, νούμερο 1 πρόβλημα των Ελλήνων η ακρίβεια

H στάση, οι αγωνίες και οι αξίες των Ελλήνων πολιτών μέσα από την έρευνα της διαΝΕΟσις. Τα ευρήματα για τη Δημοκρατία

Πολίτες περπατούν στο Σύνταγμα © EUROKINISSI/ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ

Η Ελλάδα του 2025 παρουσιάζει ένα σύνθετο και συχνά αντιφατικό κοινωνικό και πολιτικό τοπίο. Τα προσωρινά αποτελέσματα του όγδοου κύματος της μεγάλης διαχρονικής έρευνας που διεξάγει η διαΝΕΟσις σε συνεργασία με το ΕΚΚΕ αποτυπώνουν με σαφήνεια τις στάσεις, τις αγωνίες και τις αξίες των Ελλήνων πολιτών. Αν και παρατηρείται αυξημένο ενδιαφέρον για την πολιτική και μια ενίσχυση της εμπιστοσύνης σε ορισμένους θεσμούς, κυριαρχεί ένα γενικευμένο αίσθημα απογοήτευσης και δυσπιστίας προς το πολιτικό σύστημα.

Ταυτόχρονα, η ελληνική κοινωνία φαίνεται να υιοθετεί πιο προοδευτικές στάσεις σε ζητήματα ταυτότητας και ανθρώπινων δικαιωμάτων, ενώ η οικονομική ανάπτυξη και το κόστος ζωής αναδεικνύονται ως κυρίαρχες προτεραιότητες για το μέλλον. Η εικόνα που προκύπτει είναι αυτή μιας κοινωνίας που αναζητά σταθερότητα, αλλά και αλλαγή – μιας κοινωνίας που παλεύει να ορίσει εκ νέου τη σχέση της με τη δημοκρατία, την πρόοδο και την ίδια της την ταυτότητα.

Πολιτική συμμετοχή και θεσμοί

Η έρευνα της διαΝΕΟσις, σε διάφορα σημεία της, δείχνει ένα αυξημένο ενδιαφέρον για την πολιτική. 6 στους 10 δηλώνουν πλέον ότι η πολιτική είναι πολύ ή αρκετά σημαντική γι’ αυτούς, δηλαδή περίπου διπλάσιοι από τους αντίστοιχους το 2017.

Μια αξιοσημείωτη πλειοψηφία (59,3%) δηλώνει αποκλεισμένη από το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα δηλώνουν ότι αυτό επιτρέπει λίγο ή καθόλου σε ανθρώπους σαν κι αυτούς «να έχουν λόγο σε αυτό που κάνει η κυβέρνηση». Είναι επίσης ενδιαφέρον το ότι στη Βόρεια Ελλάδα και στη Θεσσαλονίκη το ποσοστό αυτής της απογοήτευσης είναι πάνω από 10 μονάδες αυξημένο συγκριτικά με το ποσοστό όλης της επικράτειας.

Από την άλλη πλευρά, ένα 64,5%, ποσοστό παρόμοιο με των «αποκλεισμένων», αισθάνονται αρκετά, πολύ ή απόλυτα σίγουροι για την ικανότητά τους να συμμετέχουν στην πολιτική.

Ο ελληνικός πληθυσμός δηλώνει σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, 92%, ότι ψηφίζει πάντοτε ή συνήθως τόσο στις εθνικές όσο και στις τοπικές εκλογές. Ωστόσο είναι εύκολο κάποιος να παρατηρήσει ότι το ποσοστό αυτό απέχει κατά πολύ από το επίσημο ποσοστό συμμετοχής στις εκλογές – 53% στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου.

Ακόμα, το 53,1% δηλώνει ότι κάνει την επιλογή του στην κάλπη επειδή ταυτίζονται με το κόμμα που ψηφίζουν. Περίπου 4 στους 10 – λένε ότι επιλέγουν ένα κόμμα επειδή αντιπαθούν τα υπόλοιπα. Η έρευνα αναδεικνύει επίσης μια μειοψηφική μεν, αλλά αναπάντεχα έντονη ανησυχία για την εγκυρότητα των εκλογών. Παρόλ’ αυτά, 30,9% δηλώνουν ότι οι ψήφοι στις εκλογές καταμετρώνται με δίκαιο τρόπο «λίγο» ή «καθόλου συχνά».

Πιθανόν αυτό το αποτέλεσμα να αποτελεί όψη ενός ευρύτερου κλίματος δυσπιστίας, το οποίο ήταν εμφανές και στο «κύμα» του 2017. Οι ερωτώμενοι δεν δηλώνουν ιδιαίτερα ικανοποιημένοι με το πολιτικό σύστημα στη χώρα, το βαθμολογούν με 4,2 στα 10 (πλήρης ικανοποίηση). Αντίστοιχα, θεωρούν σαφώς ότι υπάρχει διαφθορά στην Ελλάδα – με μ.ό. 8,1 στα 10, με το 10 να σημαίνει ότι «υπάρχει διαφθορά σε αφθονία στην Ελλάδα».

Φθίνει η εμπιστοσύνη των νέων προς τη Δημοκρατία

Η δυσπιστία και η ανησυχία αυτή ενός σημαντικού μέρους του πληθυσμού μάλλον δεν αποτελεί κάποια γενικευμένη αμφισβήτηση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Με σαφήνεια οι πολίτες αναγνωρίζουν το προνόμιο του να ζουν σε μια χώρα που διοικείται δημοκρατικά, καθώς το βαθμολογούν κατά μέσο όρο με 8,8 στα 10. Αντιστοίχως, 9 στους 10 αξιολογούν τη δημοκρατία ως έναν πολύ ή σχετικά καλό τρόπο διακυβέρνησης. Όμως, στην ίδια ερώτηση διακρίνονται κάποια ανησυχητικά σημάδια. Για παράδειγμα, το ποσοστό στο νεότερο τμήμα του πληθυσμού (18-35) είναι αισθητά χαμηλότερο από του γενικού πληθυσμού (περίπου στο 83%), ενώ ακόμα και το ποσοστό του γενικού πληθυσμού είναι κατά 7 μονάδες χαμηλότερο σε σχέση με το αντίστοιχο του 2017. Επομένως, οι νέοι του σήμερα είναι περίπου 14 μονάδες λιγότερο πιθανό να θεωρούν τη δημοκρατία έναν καλό τρόπο διακυβέρνησης συγκριτικά με το σύνολο του πληθυσμού το 2017.

Παρατηρώντας τη σειρά των θεσμών που συγκεντρώνουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, διαπιστώνει κανείς ότι αυτή παραμένει παρόμοια με του 2017, και με άλλων αντίστοιχων ερευνών: στις πρώτες θέσεις είναι ο στρατός, τα πανεπιστήμια και η εκκλησία. Όμως, ακολουθούν και δυο λιγότερο αναμενόμενα αποτελέσματα: στην τέταρτη θέση είναι οι περιβαλλοντικές οργανώσεις και στην πέμπτη θέση, η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντίστοιχα, στις τελευταίες θέσεις βρίσκονται το ΔΝΤ, τα πολιτικά κόμματα, η τηλεόραση, η Παγκόσμια Τράπεζα και ο Τύπος.

Όμως, αντίστροφα, μια σειρά θεσμών παρουσιάζει αύξηση. Η πιο θεαματική αύξηση αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση (+25 μονάδες), η οποία όμως θα μπορούσε να αποδοθεί στην ένταση της κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, η οποία το 2017 ήταν ακόμη σε εξέλιξη.

Πιθανόν αυτή η αξιοσημείωτη και σχεδόν οριζόντια αύξηση της εμπιστοσύνης σε διεθνείς θεσμούς να μαρτυρά και κάποια συνειδητοποίηση του ελληνικού πληθυσμού ότι κάποιες από τις σημαντικές προκλήσεις του μέλλοντος, όπως είναι η κλιματική αλλαγή ή η τεχνητή νοημοσύνη, απαιτούν επίσης διαχείριση που ξεπερνάει τα εθνικά σύνορα.

Όπως φάνηκε και στο πρόσφατο «Τι πιστεύουν οι Έλληνες», οι μεγάλες αυτές τάσεις προβληματίζουν τον πληθυσμό στη χώρα. Περίπου 1 στους 3 δηλώνει απαισιόδοξος για τις επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης («είναι κακή για την ανθρωπότητα»). Όταν η έρευνα ζητά από τους συμμετέχοντες να βαθμολογήσουν το πόσο προσωπικά παίρνουν το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής, το αποτέλεσμα είναι ένας μ.ό 6,4 στα 10 (με το 10 να σημαίνει «αισθάνομαι πολύ μεγάλη προσωπική ευθύνη να περιορίσω την κλιματική αλλαγή»), δηλαδή το παίρνουν εν τέλει αρκετά προσωπικά.

Μεγάλη αύξηση στους πολίτες που απορρίπτουν τον άξονα Αριστερά-Δεξιά

Η έρευνα περιλαμβάνει και κάποιες ιδεολογικές ερωτήσεις. Αφενός, ήδη από την αρχή της, με την ερώτηση 6, ζητάει από τους συμμετέχοντες να επιλέξουν στάση απέναντι «στην κοινωνία στην οποία ζούμε» και στο αν και πώς πρέπει να αλλάξει, μεταξύ τριών επιλογών. Περίπου 55%, συμφωνεί ότι «η κοινωνία μας πρέπει να βελτιωθεί σταδιακά με μεταρρυθμίσεις», ενώ 24,7% και 18,2% ζητούν αντιστοίχως «επαναστατική δράση» και υπεράσπιση της σημερινής κοινωνίας έναντι «κάθε ανατρεπτικής δύναμης». Επομένως, η πλειοψηφία τάσσεται μεν υπέρ της αλλαγής με μεταρρυθμίσεις, όμως είναι μια πλειοψηφία σημαντικά μειωμένη, κατά 7,8 μονάδες, σε σχέση με το 2017. Αντίθετα, οι υπόλοιπες δύο επιλογές έχουν ενισχυθεί, κατά 8,4 (η «επαναστατική δράση») και κατά 2,1 μονάδες (η στάση άμυνας και διατήρησης της παράδοσης).

Τέλος, στην κλίμακα αυτοτοποθέτησης, με βάση τον άξονα Αριστερά και Δεξιά, δεν υπάρχουν σημαντικές μεταβολές από το 2017, παρά την εναλλαγή των κυβερνήσεων έκτοτε: οι περισσότεροι πολίτες δηλώνουν ότι βρίσκονται λίγο αριστερά ή λίγο δεξιά από το κέντρο. Ωστόσο, είναι ενδιαφέρον ότι το ποσοστό όσων δεν απαντούν στη συγκεκριμένη ερώτηση, πιθανόν γιατί απορρίπτουν τον άξονα Αριστερά-Δεξιά, δεκαπλασιάζεται μέσα σε οκτώ χρόνια, από το 1,2% το 2017 σε 11,2% το 2025.

Ικανοποίηση, έλεγχος και εμπιστοσύνη

Παρά τη γενικευμένη δυσπιστία και απογοήτευση με την πολιτική, 7 στους 10, δηλώνουν ότι αισθάνονται πολύ ή αρκετά ευτυχισμένοι, ένα ποσοστό αντίστοιχο με του 2017. Ακόμα περισσότερες και περισσότεροι, 76,6%, δηλώνουν ότι έχουν καλή ή πολύ καλή υγεία. Ακόμη πιο πολλοί, 84,3%, δηλώνουν κάπως ικανοποιημένοι από την οικογενειακή ζωή τους καθώς τη βαθμολογούν με περισσότερο από 6 στα 10. Μάλιστα, από αυτό το 84,3%, 7 στους 10 (δηλαδή ένα 60,6% του συνόλου) δίνουν βαθμό μεγαλύτερο από 8. Τέλος, περίπου 8 στους 10 (82,7%) δηλώνουν ότι συχνά ή μερικές φορές αναλογίζονται το νόημα της ζωής.

Έχει ενδιαφέρον ότι κατά μέσο όρο, ο ελληνικός πληθυσμός βαθμολογεί με 6,8 στα 10 τον βαθμό ελέγχου που αισθάνεται ότι έχει πάνω στη ζωή του, με το 10 να σημαίνει «έχω πάρα πολλές επιλογές».

Ανάπτυξη, κόστος ζωής και οικονομικές αξίες

Η οικονομική ανάπτυξη εξακολουθεί να παραμένει, οκτώ χρόνια μετά το έβδομο κύμα, στην κορυφή των στόχων της χώρας για το μέλλον, για την επόμενη δεκαετία, με 76,3% στο σύνολο των αναφορών (δίνεται επιλογή δύο απαντήσεων). Η δεύτερη σε αναφορές επιλογή αφορά και αυτή την οικονομική δραστηριότητα: 53,3% αναφέρουν «να έχουν οι πολίτες μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στα όσα ισχύουν στον χώρο εργασίας και στις κοινότητές τους». Μόλις η τρίτη σε αναφορές επιλογή αφορά την ασφάλεια («η χώρα να διαθέτει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις» – 42%).

Ένας ακόμη έντονος προβληματισμός του πληθυσμού, ο οποίος ανακύπτει με μια ματιά στα αποτελέσματα, αφορά το κόστος ζωής. Σχεδόν 8 στους 10 (77,4%) δηλώνουν ότι, μεταξύ κάποιων επιλογών που δίνει το ερωτηματολόγιο, το πιο σημαντικό θέμα είναι η καταπολέμηση της αύξησης των τιμών. Μάλιστα αρκετά αργότερα, μια πολύ σημαντική πλειοψηφία δηλώνει ότι θα μπορούσε να συμμετάσχει ή έχει συμμετάσχει ήδη σε μποϊκοτάζ (που, ωστόσο, μπορεί να μην έχει μόνο οικονομικά κίνητρα, πχ. να αφορά προϊόντα μιας χώρας που εμπλέκεται σε πολέμους).

Ασφάλεια και πόλεμοι

Η ανάπτυξη ενός ισχυρού στρατού, όπως φάνηκε λίγο παραπάνω, υστερεί κάπως ως προτεραιότητα για τα επόμενα δέκα χρόνια – πιθανόν σε αντίθεση με τον δημόσιο διάλογο και τις σχετικές πρωτοβουλίες στην Ευρώπη εδώ και αρκετό καιρό. Ωστόσο, η ανησυχία για πολεμικού τύπου συγκρούσεις είναι παρούσα. Η ερώτηση 20 ζητά από τους συμμετέχοντες να αξιολογήσουν κατά πόσο τους ανησυχούν μια σειρά από περισσότερο ή λιγότερο σπάνιες απειλές. Καθώς είναι μάλλον αναμενόμενο, οι περισσότεροι, πάνω από 50%, ανησυχούν για ληστείες, βία, σωματική επίθεση ή σεξουαλική παρενόχληση. Όμως είναι εντυπωσιακά υψηλά τα ποσοστά όσων ανησυχούν για πιο σπάνια γεγονότα: 56,2% ανησυχούν αρκετά ή πολύ για πανδημία ή φυσική καταστροφή, 1 στους 2 ανησυχεί για τρομοκρατική επίθεση (49,9%) ή πόλεμο (48,6%), ενώ περίπου 1 στους 3 (33,9%) λέει ότι ανησυχεί για εμφύλιο πόλεμο.

Αμέσως μετά, η έρευνα ρωτά κατά πόσο οι συμμετέχοντες θα ήταν πρόθυμοι, στην περίπτωση ενός υποθετικού πολέμου, να πολεμήσουν για τη χώρα. Ένα ξεκάθαρα μειοψηφικό, αλλά καθόλου αμελητέο ποσοστό, 27,3%, δεν δηλώνει πρόθυμο, σε περίπτωση πολέμου, να πολεμήσει για την Ελλάδα.

Κοινωνικά στερεότυπα και θρησκεία

Επιπλέον, η έρευνα, σε μια πολύ έξυπνη ενότητα (ερ. 45), ρωτάει τους συμμετέχοντες κατά πόσο θεωρούν ότι δικαιολογούνται μια σειρά από 16 πολύ διαφορετικές μεταξύ τους ενέργειες, οι οποίες σε πολλές κοινωνίες ανά τον κόσμο συνοδεύονται από στερεότυπα και προκαλούν πόλωση, ή αποτελούν και παράνομες, κατακριτέες, σημαντικές ή ασήμαντες, πράξεις. Η ελληνική κοινωνία εμφανίζεται, κατά μέσο όρο, σαφώς υποστηρικτική προς το προγαμιαίο σεξ (μ.ό. βαθμολογίας 8 στα 10), το διαζύγιο (7,4), την ομοφυλοφιλία (6,4) και την άμβλωση (6,3) – και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι το 2017, ειδικά όσον αφορά την ομοφυλοφιλία και την άμβλωση.

Αξίζει να σταθεί κανείς λίγο περισσότερο στην αλλαγή στάσης απέναντι στην ομοφυλοφιλία, και ευρύτερα σε θέματα ταυτότητας φύλου. Ειδικά αντιπαραβάλλοντας με τα δεδομένα του 2017, η αλλαγή είναι ιδιαίτερα εμφανής. Δεν είναι μόνο η πολύ έντονη άμβλυνση της στάσης απέναντι στην ομοφυλοφιλία στην παραπάνω ερώτηση, αλλά και σε άλλα σημεία που φαίνεται αυτή η μεταβολή. Για παράδειγμα, το 2017 1 στους 3 δήλωνε ότι δεν θα ήθελε ομοφυλόφιλους για γείτονες, ενώ πλέον το ποσοστό αυτό στην ίδια ερώτηση είναι κατά περισσότερες από 14 μονάδες μειωμένο, αν και πάλι, όχι αμελητέο: 19,2% δεν θα ήθελαν ακόμη ομοφυλόφιλους για γείτονες.

Σε άλλη ερώτηση, μια σημαντική πλειοψηφία, 75%, συμφωνεί ότι «τα άτομα που ντύνονται, συμπεριφέρονται ή ταυτίζονται με το αντίθετο φύλο από αυτό με το οποίο έχουν γεννηθεί, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται όπως οποιοσδήποτε άλλος».

Παράλληλα, η έρευνα ασχολείται εκτενώς με τη σχέση του πληθυσμού με τη θρησκεία. Οι συμμετέχοντες «βαθμολογούν» τη σημασία του Θεού στη ζωή τους με 7 στα 10, κατά μέσον όρο (από μ.ό. 8,1 το 2017).