Απόφαση σταθμό για εργαζόμενους άνω των 65 ετών και μέχρι τα 74 έτη, που βάζει βέτο σε απολύσεις, εξέδωσε το Πρωτοδικείο Αθηνών. Πρόκειται για περιπτώσεις εργαζομένων που απασχολούνται μέσω προγραμμάτων ΔΥΠΑ, προκειμένου να συμπληρώσουν ένσημα για την συνταξιοδότησή τους. Συγκεκριμένα, με την απόφαση 2140/25 το δικαστήριο δέχεται ότι σκοπός του σχετικού προγράμματος είναι ακριβώς η συμπλήρωση του απαιτούμενου συντάξιμου χρόνου του ωφελούμενου (εργαζόμενου) για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, μέσω του προγράμματος ΔΥΠΑ δίνεται μια ουσιαστική κατεύθυνση για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται από αυτό, μέχρι το χρονικό σημείο της συνταξιοδότησης κάθε εργαζομένου, εφόσον ο εργοδότης του επιθυμεί τη συνέχιση των συμβάσεων αυτών και μετά το επιδοτούμενο χρονικό διάστημα των συνολικά 24 μηνών. Συνεπώς, για τις συμβάσεις αυτές, κατά την κρίση του δικαστηρίου, δεν έχει εφαρμογή η απαγόρευση συνέχισής τους βάσει των άρθρων 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος και 36 ν. 4765/2021, αφού η απορρέουσα από τα άρθρα 21 παρ. 3 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος ανάγκη ειδικής προστασίας του γήρατος και του δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης των πολιτών, που εμπεριέχει τη δυνατότητα συνταξιοδότησής τους, υπερισχύει της απαγόρευσης των άρθρων 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος και 36 ν. 4765/2021, συνεκτιμωμένης προς τούτο και της αναφερόμενης ανωτέρω απορρέουσας από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικής ισότητας.
Τι ζήτησαν από το δικαστήριο οι εργαζόμενοι ΟΤΑ που απολύθηκαν
Από τα έγγραφα που προσκόμισαν οι εργαζόμενοι, σύμφωνα με τους δικηγόρους, προκύπτει ότι προσλήφθηκαν από τον Δήμο με συμβάσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, στο πλαίσιο προγράμματος επιχορήγησης του ΟΑΕΔ (νυν ΔΥΠΑ) για την απασχόληση μακροχρόνια ανέργων ηλικίας 55-68 ετών: Η 1η (55 ετών, ΠΕ Διοικητικού) στις 8-4-2022 και ο 2ος (63 ετών, ΔΕ Υπαλλήλων Γραφείου) στις 21-3-2022.
Εργάζονταν επί οκταώρου βάσεως κάθε ημέρα και πέντε ημέρες την εβδομάδα για 24 μήνες από την πρόσληψή τους, ασκώντας τα ανατεθειμένα σε αυτούς καθήκοντα, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δήμου. Μετά την παρέλευση των 24 μηνών (7-4-2024 για την 1η και 21-3-2024 για τον 2ο), ο Δήμος τούς δήλωσε ότι δεν θα αποδέχεται πλέον τις υπηρεσίες τους. Οι αιτούντες ισχυρίστηκαν ότι στην πραγματικότητα η χρονική διάρκεια των συμβάσεων εργασίας τους δεν λήγει μετά την παρέλευση των 24 μηνών, διότι αυτές αποσκοπούν στη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού τους δικαιώματος, δηλαδή για την 1η στις 16-8-2028 (οπότε συμπληρώνει τις προϋποθέσεις μειωμένης συνταξιοδότησής της σε ηλικία 62 ετών) και για τον 2ο στις 14-2-2026 (οπότε συμπληρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησής του σε ηλικία 67 ετών).
Έτσι, ζήτησαν την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, ώστε ο Δήμος να υποχρεωθεί να αποδέχεται την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία τους στα καθήκοντα και τη θέση όπου εργάζονταν την τελευταία ημέρα εργασίας τους, καταβάλλοντάς τους τις νόμιμες αποδοχές τους μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Οι αιτούντες πέτυχαν να απασχολούνται μέχρι σήμερα δυνάμει προσωρινής διαταγής, ενώ η υπ’ αριθ. 2140/2025 απόφαση εκδόθηκε επί της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων που είχαν καταθέσει.
Με την υπ’ αριθ. 2140/2025 απόφαση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθήνας (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) αποφάνθηκε ότι η απασχόληση των αιτούντων είναι απαραίτητη για τη λειτουργία τού Δήμου, επειδή αυτοί κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και έχουν αποκτήσει σημαντική εμπειρία κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Ταυτόχρονα, ο Δήμος -ως εργοδότης- είναι ικανοποιημένος από την παροχή των υπηρεσιών τους.
Άλλωστε, σύμφωνα με το δικαστήριο, η συνέχιση της εργασίας είναι αναγκαία και για τους αιτούντες αφού όχι μόνο καλύπτουν τις τρέχουσες βιοτικές τους ανάγκες, αλλά κυρίως για την επίτευξη τής θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος, που ήταν άλλωστε και ο σκοπός τού προγράμματος από τον πρώην ΟΑΕΔ (νυν ΔΥΠΑ). Εξάλλου, ο ισχυρισμός τού εργοδότη-Δήμου ότι οι συμβάσεις τους λήγουν μετά την παρέλευση των 24 μηνών, οπότε λήγει και η επιχορήγησή τους, δεν ευσταθεί διότι «η παύση της επιχορήγησης των αιτούντων από το προαναφερόμενο πρόγραμμα μετά το πέρας δύο ετών από την πρόσληψή τους, δεν εμποδίζει τη συνέχιση της εργασιακής τους σχέσης με τον Δήμο, εφόσον αυτός εκφράζει τη βούληση να συνεχίσει να τους απασχολεί. Παράλληλα, είναι σύμφωνη προς τον σκοπό του προαναφερόμενου προγράμματος, που ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των άρθρων 21 παρ.3 και 22 παρ.5 του Συντάγματος, γενομένης μνείας ότι στην υπό κρίση περίπτωση πιθανολογείται πως ο Δήμος επιθυμεί τη συνέχιση παροχής των υπηρεσιών τους».
Η σημαντική 2140/2025 απόφαση καταλήγει, υπογραμμίζοντας: «Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, συντρέχει λόγος να ρυθμιστεί προσωρινά η κατάσταση και να υποχρεωθεί ο Δήμος να αποδέχεται προσωρινά τις υπηρεσίες των αιτούντων, καταβάλλοντας τις νόμιμες αποδοχές τους, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής που θα ασκηθεί για την κύρια υπόθεση, της υποχρέωσης προσωρινής απασχόλησης των αιτούντων λήγουσας και μη υφιστάμενης, σε περίπτωση καθυστέρησης έκδοσης της κατά τα ανωτέρω οριστικής απόφασης επί της κύριας υπόθεσης, πέραν της 16ης-8-2028 για την πρώτη και της 14ης-2-2026 για τον δεύτερο, οπότε όπως πιθανολογήθηκε καθένας από αυτούς συμπληρώνει τον χρόνο συνταξιοδότησής του (…). Τέλος, ο Δήμος πρέπει να καταδικαστεί αυτεπαγγέλτως, άπαξ σύμφωνα με το άρθρο 946 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε χρηματική ποινή 3.000 ευρώ υπέρ κάθε αιτούντος, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της κατά τα ανωτέρω υποχρέωσής του, ενώ τα δικαστικά έξοδα των αιτούντων πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του Δήμου».