Η ελληνική οικονομία παραμένει σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά, παρά την έντονη γεωπολιτική και οικονομική αβεβαιότητα που κυριαρχεί στον κόσμο και στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή. Είναι λιγότερο ευαίσθητη στη δασμολογική πολιτική του Αμερικανού Προέδρου Τραμπ σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη και διαθέτει ως συγκριτικά πλεονεκτήματα την ισχυρή δημοσιονομική της θέση, την εσωτερική πολιτική σταθερότητα καθώς και την αυξημένη απορροφητικότητα των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF).
Για 4η συνεχόμενη χρονιά το 2025, η ελληνική οικονομία ξεπερνά τις επιδόσεις της Ευρωζώνης. Η οικονομική δραστηριότητα ενισχύεται από την ισχυρή εγχώρια ζήτηση και τον τουρισμό, ενώ σε ένα περιβάλλον υποτονικής μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας, οι εξαγωγές αγαθών διατηρούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα.
Η εγχώρια παραγωγή στηρίζεται από ένα ευρύ μείγμα παραγόντων. Η βιομηχανία είχε τη μεγαλύτερη συμβολή στην αύξηση της εγχώριας ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας για δεύτερη συνεχή χρονιά, ξεπερνώντας τον τουρισμό και το εμπόριο.
Η παραγωγικότητα της εργασίας στη μεταποίηση ξεπερνά την αντίστοιχη παραγωγικότητα άλλων οικονομιών της Ευρωζώνης. Αυτή η υπέρ-απόδοση αντικατοπτρίζει την αύξηση του σχηματισμού παγίου κεφαλαίου, με τις μη κατασκευαστικές επενδύσεις να ‘σκαρφαλώνουν’ σε ιστορικά υψηλά.
Όσον αφορά την αγορά εργασίας, τον Μάιο του 2025, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 7,9%, πλησιάζοντας το ιστορικό χαμηλό του 7,3% του Μαΐου του 2008. Η αύξηση των «πραγματικών» μισθών, δηλαδή μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού, επιταχύνθηκε στο 3,0% σε ετήσια βάση κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025. Η θεαματική αυτή βελτίωση στην αγορά εργασίας έχει οδηγήσει σε ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία αυξήθηκε κατά 1,9% το πρώτο τρίμηνο του 2025.
Η δημοσιονομική πολιτική παραμένει σε εγρήγορση, με το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα να φτάνει σε επίπεδα ρεκόρ ύψους 4,8% του ΑΕΠ το 2024. Ομοίως, ο δείκτης δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ μειώθηκε κατά 10,3 ποσοστιαίες μονάδες στο 153,6% το 2024, οδηγώντας σε νέες αναβαθμίσεις στην αξιολόγηση της Ελλάδας εντός της επενδυτικής βαθμίδας.
Στον χρηματοοικονομικό τομέα, τα ελληνικά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία παρουσίασαν την ισχυρότερη απόδοση στην Ευρωζώνη. Η χρηματιστηριακή αγορά απογειώθηκε ενώ οι τιμές των κατοικιών, σε ονομαστικούς όρους, ξεπέρασαν τα υψηλά επίπεδα που είχαν καταγράψει πριν από την κρίση.
Παραλλήλως, η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ βοήθησε την αύξηση του τραπεζικού δανεισμού κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025, δίνοντας μια σημαντική πιστωτική ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν πλέον ανακάμψει πλήρως, χρηματοδοτούν την οικονομία, και κάνουν βήματα επέκτασης των εργασιών τους στο εξωτερικό. Μάλιστα το κοινωνικό τους έργο έχει πολλαπλασιαστεί, συνεισφέροντας ποσά άνω των €600εκατ. από το 2019 έως σήμερα, συμπεριλαμβανομένων των πρόσφατων δράσεων των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, μέσω του προγράμματος ανακαίνισης σχολικών κτιρίων “Μαριέττα Γιαννάκου” και τη συμμετοχή τους στον Φορέα Επαναμίσθωσης Ακινήτων.
Τα βασικά μεγέθη των ισολογισμών των τραπεζών βρίσκονται σε διαρκή τροχιά βελτίωσης από το 2022. Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας είναι ισχυροί και πολύ κοντά στον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ οι δείκτες ρευστότητας υπερβαίνουν κατά δύο φορές τον ελάχιστα απαιτούμενο δείκτη, και είναι πολύ υψηλότεροι του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Συγχρόνως, οι αξιολογικοί οίκοι δίνουν την επενδυτική βαθμίδα στις τράπεζες, ενώ οι επενδυτές τις προτιμούν, αυξάνοντας τις τιμές των μετοχών τους προς την λογιστική τους αξία.
Οικονομία και τράπεζες σήμερα βρίσκονται σε φάση σταθερής ανοδικής πορείας. Οι κίνδυνοι απόκλισης από την πορεία αυτή είναι σχετικά περιορισμένοι και προέρχονται κυρίως από την αβεβαιότητα που επικρατεί στον κόσμο, λόγω της εμπόλεμης κατάστασης που συνεχίζεται στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, αλλά και της εσωστρεφούς και απρόβλεπτης πολιτικής του Αμερικανού Προέδρου Τραμπ.
Αναδημοσίευση από το ειδικό ένθετο της εφημερίδας «Παραπολιτικά» για την 89η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης