Σε αντίθεση με την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008, η ελληνική οικονομία στην τρέχουσα δεκαετία αποδείχτηκε περισσότερο ανθεκτική, τόσο στην πανδημική όσο και στην ενεργειακή κρίση, συγκριτικά με την ΕΕ. Έχει εισέλθει εκ νέου σε τροχιά σύγκλισης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ με τον κοινοτικό μέσο όρο, μολονότι τα εμπόδια δεν είναι λίγα. Το πιο σημαντικό είναι η αποδυνάμωση του ανθρώπινου κεφαλαίου, που σχετίζεται με τεκτονικές δημογραφικές αλλαγές. Μεταξύ της απογραφής του 2011 και εκείνης του 2022 παρατηρούμε την αριθμητική μείωση της ηλικιακής ομάδας κάτω των 65 ετών με αντίστοιχη άνοδο εκείνης άνω των 65. Παράλληλα, στη διάρκεια της ύφεσης της περασμένης δεκαετίας έλαβε χώρα μεγάλη εκροή ανθρώπινου δυναμικού υψηλών δεξιοτήτων. Αμφότεροι οι ανωτέρω παράγοντες περιορίζουν τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας και υπονομεύουν τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού μας συστήματος.
Δεν είναι εφικτό για ένα έθνος να υλοποιήσει επενδυτικά και αναπτυξιακά σχέδια μεγάλης κλίμακας έχοντας στενότητα ανθρώπινου δυναμικού. Σήμερα, αρκετοί τομείς της οικονομίας αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα στην προσπάθεια στελέχωσής τους με εργαζόμενους σε θέσεις κατάλληλης εξειδίκευσης. Η επιστράτευση πολιτικών για την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης, είτε μέσω αύξησης του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό είτε μέσω του περιορισμού της διαρθρωτικής ανεργίας και προσέλκυσης ταλέντου και εμπειρίας, θα πρέπει να συνδυαστεί με μια εθνική μεταναστευτική πολιτική, η οποία θα στηρίξει την ελληνική παραγωγή, εισφέροντας παράλληλα στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
Το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα είναι από τα χαμηλότερα στη Ζώνη του Ευρώ. Η κυκλική ανεργία, αυτή που εξαρτάται από την ενεργό ζήτηση, μειώνεται στην Ελλάδα τα τελευταία έτη. Η συμπίεση, ωστόσο, της διαρθρωτικής ανεργίας δεν φαίνεται εύκολη. Είναι, όμως, καθοριστικής σημασίας, ιδίως κατά την περίοδο της μετάβασης στην οικονομία της Τεχνητής Νοημοσύνης. Η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα επίπεδα διαρθρωτικής ανεργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση λόγω της υψηλής αναντιστοιχίας μεταξύ ζήτησης και προσφοράς εργασίας για συγκεκριμένες δεξιότητες. Υπάρχει συνεπώς ανάγκη για προγράμματα επανακατάρτισης των εργαζομένων, ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες της αγοράς εργασίας σε τομείς όπως η ψηφιακή τεχνολογία και η υγειονομική περίθαλψη. Η προσέγγιση του μέσου ποσοστού απασχόλησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαιτεί αφενός την ενίσχυση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό των νέων, των γυναικών και των ηλικιωμένων και αφετέρου τον περιορισμό της αδήλωτης εργασίας μέσω μηχανισμών ελέγχου και χαμηλότερων φορολογικών επιβαρύνσεων, ώστε να αποφευχθεί η απώλεια εισφορών στο ασφαλιστικό σύστημα.
Ένας από τους παράγοντες που λειτουργούν αποτρεπτικά στη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας είναι η έλλειψη οργανωμένων υπηρεσιών και παροχών που σχετίζονται με τη φροντίδα των παιδιών και τη φροντίδα των ηλικιωμένων. Επίσης, η αύξηση του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό μπορεί να ενισχυθεί με προγράμματα παροχών σε εργαζόμενους. Σε αντίθεση με τις επιδοτήσεις προς τις επιχειρήσεις, αυτά καταβάλλονται απευθείας στους εργαζόμενους με χαμηλό εισόδημα με στόχο την ενθάρρυνση της απασχόλησης και τη μείωση της εξάρτησης από τα επιδόματα πρόνοιας και ανεργίας.
Μία πολιτική προσέλκυσης Ελλήνων επιστημόνων από το εξωτερικό (brain gain) μπορεί να σχεδιαστεί γύρω από άξονες, όπως οι συνθήκες εργασίας, η πολιτική αποδοχών, η στεγαστική πολιτική και η προσδοκία ικανοποιητικού εισοδήματος μετά τη συνταξιοδότηση.
Ως προς το τελευταίο, ο πρώτος πυλώνας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης δεν μπορεί να σηκώσει μόνος του το βάρος των μελλοντικών συνταξιοδοτικών αναγκών. Απαιτούνται ισχυρά κίνητρα για τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά ταμεία, καθώς και η ενίσχυση της χρηματοοικονομικής παιδείας, ώστε τα νοικοκυριά να υιοθετούν αποταμιευτικά σχέδια κατά τη διάρκεια των παραγωγικών τους ετών, εξασφαλίζοντας επαρκές συμπληρωματικό εισόδημα κατά τη συνταξιοδότηση.