Η διεθνής οικονομία, έχοντας γλιτώσει τα χειρότερα με την -προσώρας- εξομάλυνση της κρίσης στη Μέση Ανατολή, συνεχίζει ωστόσο να βιώνει την επίπτωση των γεωπολιτικών εντάσεων και να αναμένει την πλήρη επίδραση των συνεχιζόμενων δασμολογικών πολέμων: αβεβαιότητα, επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου και αναδιάταξη των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων. Ως αποτέλεσμα, κι ενώ το πρώτο μισό του έτους η οικονομική δραστηριότητα παρέμεινε σχετικά ισχυρή, στο δεύτερο μισό αναμένεται επιβράδυνση. Σε ένα άλλο επίπεδο, όμως, αρχίζουν να γίνονται αντιληπτές οι πρώτες επιπτώσεις από την ιστορικής κλίμακας μεταβολή που θα επιφέρει η Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ) στις οικονομίες. Από τη μία, η ΤΝ υπόσχεται μία άνευ προηγουμένου αύξηση της παραγωγικότητας, από την άλλη όμως θα επιφέρει μεγάλες μεταβολές στην αγορά εργασίας, στην καθημερινότητα των ανθρώπων και σε αυτόν ακόμη τον αυτοπροσδιορισμό τους.
Απέναντι σε αυτές τις διεθνείς μέγα-τάσεις, η ελληνική οικονομία φαίνεται να κινείται σε άλλο μήκος κύματος. Σχετικά προστατευμένη από τους δασμολογικούς πολέμους λόγω της μικρής έκθεσής της σε εμπόριο με τις ΗΠΑ, συνεχίζει μία πορεία ήπιας αναπτυξιακής υπερεπίδοσης έναντι της λοιπής Ευρωζώνης, η οποία καρκινοβατεί για τρίτο συνεχές έτος στα όρια της στασιμότητας. Καύσιμα σε αυτή την πορεία είναι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που προσφέρουν μια αντι-κυκλική ενίσχυση των επενδύσεων, καθώς και η μέχρι τώρα ανθεκτικότητα του τουρισμού στις εξωτερικές διαταραχές. Στο πεδίο της επαφής με τις διεθνείς τεχνολογικές εξελίξεις όμως, η Ελλάδα μόλις κάνει τα πρώτα της βήματα, και φαίνεται να απέχει αρκετά ακόμα από την κρίσιμη μάζα των επενδύσεων σε ανθρώπους, τεχνολογία και κεφάλαιο, που θα την φέρουν από την πλευρά των κερδισμένων της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης. Επιπλέον, η χώρα αντιμετωπίζει στο μακροχρόνιο διάστημα την υπαρξιακή απειλή της γήρανσης του πληθυσμού, έχοντας έναν από τους χειρότερους δείκτες γεννητικότητας στον ανεπτυγμένο κόσμο και υψηλό ποσοστό εξαρτώμενων και μη οικονομικά ενεργών ατόμων στον γενικό πληθυσμό.
Η Ελλάδα έχει επιτύχει με επώδυνο τρόπο να αντιμετωπίσει μία εκ των αιτιών που την οδήγησαν στην κρίση, τη δημοσιονομική. Επιτυγχάνει υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσματα και σταθερή αποκλιμάκωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Αυτή η κατάκτηση πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού. Δεν έχουμε καταφέρει ακόμη όμως να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά την έτερη αιτία της κρίσης, την παραγωγική υστέρηση. Το ΑΕΠ της Ελλάδας εξαρτάται ακόμα υπερβολικά από την ιδιωτική κατανάλωση και, στην πλευρά της προσφοράς, από τον τουρισμό. Οι επενδύσεις, αν και αυξημένες σημαντικά την τελευταία πενταετία, υστερούν ως ποσοστό του ΑΕΠ από το επίπεδο που θα μας έφερνε σε συγκρίσιμη θέση με τους εταίρους μας στην ΕΕ, το οποίο είναι και το ελάχιστο κατώφλι για να αναδόμηση του παραγωγικού κεφαλαίου που χάθηκε τα προηγούμενα χρόνια. Το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών παραμένει έντονα ελλειμματικό, καθώς οι εισαγωγές αυξάνονται ταχύτερα από τις εξαγωγές. Ο καθρέφτης αυτών είναι ότι η παραγωγικότητα της οικονομίας παραμένει ακόμα σημαντικά κάτω από τα προ κρίσεως επίπεδα.
Το κλειδί για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων είναι η προσέλκυση περισσότερων και ποιοτικότερων επενδύσεων. Αυτό θα βελτιώσει την παραγωγικότητα, θα δημιουργήσει ποιοτικότερες και πιο καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας και άρα θα κινητροδοτήσει κάποιους Έλληνες που μετανάστευσαν τα προηγούμενα χρόνια να επιστρέψουν στην πατρίδα. Επομένως, όλες οι προσπάθειες το επόμενο διάστημα πρέπει να επικεντρωθούν στις διαρθρωτικές πολιτικές που καθιστούν τη χώρα ελκυστικότερο τόπο διεξαγωγής παραγωγικών -και όχι ευκαιριακών- επενδύσεων, αγνοώντας τις Σειρήνες των εύκολων λύσεων.