To “φορολογικό μέρισμα” και το καλύτερο Δημόσιο

H τροχιά μετάβασης και το πώς το ελληνικό Δημόσιο καρπώνεται ένα σημαντικό «μέρισμα» φορολογικής συμμόρφωσης

Ο κ. Ηλίας Λεκκός © LinkedIn / Ilias Lekkos
Ηλίας Λεκκός

Επικεφαλής Οικονομικής Ανάλυσης και Επενδυτικής Στρατηγικής του Ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς

Μια σειρά συγκυριών και συνειδητών πολιτικών επιλογών έχουν αποτέλεσμα η ελληνική κοινωνία και οικονομία να έχουν εισέλθει σε μια τροχιά μετάβασης από το παραδοσιακό καθεστώς αυθαίρετων, άτυπων και μη καταγραφόμενων (άρα και αφορολόγητων) σχέσεων και συναλλαγών, σε ένα νέο καθεστώς, όπου οι οικονομικές (και όχι μόνο) δραστηριότητες και η περιουσιακή κατάσταση των Ελλήνων καταγράφονται με ολοένα και μεγαλύτερη ακρίβεια.

Η μετάβαση αυτή, πέρα από τις όποιες κοινωνικές επιπτώσεις, έχει και έντονο οικονομικό και, κυρίως, δημοσιονομικό αποτύπωμα. Οι εντυπωσιακές δημοσιονομικές επιδόσεις των τελευταίων ετών (με πρωτογενή πλεονάσματα 2% το 2023 και 4,8% το 2024) οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην καταγραφή και, συνεπώς, στη φορολόγηση όλων αυτών των υφιστάμενων δραστηριοτήτων και των περιουσιακών στοιχείων που στο προηγούμενο καθεστώς θα παρέμεναν στην αφάνεια. Κατά συνέπεια, το ελληνικό Δημόσιο σε αυτήν τη διαδικασία μετάβασης από άτυπες σε τυπικές  καρπώνεται ένα σημαντικό «μέρισμα» φορολογικής συμμόρφωσης.

Αναπόφευκτα, βέβαια, η βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης συνεπάγεται de facto αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης της ελληνικής οικονομίας. Ενδεικτικό είναι ότι, παρά το γεγονός πως το ύψος των συντελεστών έμμεσης φορολόγησης δεν έχει μεταβληθεί από την εποχή του 1ου μνημονίου, ο τελικός ή ουσιαστικός φορολογικός συντελεστής στην κατανάλωση (δηλαδή ο λόγος εισπράξεων έμμεσων φόρων προς την (προ φόρων) έχει αυξηθεί, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, από το 14,5% το2009 σε 21,7% το 2024. Κατά συνέπεια, το περιβόητο κενό ΦΠΑ, που μας έχει απασχολήσει όλους για δεκαετίες, υπολογίζω ότι πλέον απέχει ελάχιστα από τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους.

Φυσιολογικά, λοιπόν, η συζήτηση μεταφέρεται στους τρόπους αξιοποίησης αυτού του μερίσματος φορολογικής συμμόρφωσης. Κατά την άποψή μου, υπάρχουν τρεις εναλλακτικοί τρόποι επιστροφής αυτού του μερίσματος στην κοινωνία. Ο πρώτος είναι μέσω της οριζόντιας αύξησης μισθών δημοσίων υπαλλήλων, συντάξεων και επιδομάτων. Είναι εύκολος στην υλοποίησή του, άμεσος και με προφανή πολιτικά οφέλη. Ταυτόχρονα, όμως, είναι ελάχιστα παραγωγικός και αναπτυξιακός.

Ο δεύτερος είναι μέσω της άσκησης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, μειώνοντας φορολογικούς συντελεστές σε μισθούς, ενοίκια, οικογένειες κ.λπ. Ο τρόπος αυτός είναι περισσότερο αναπτυξιακός και κοινωνικά δίκαιος. Το πρόβλημα είναι ότι έχει μεγάλο δημοσιονομικό κόστος και αντίστοιχα περιορισμένο οικονομικό όφελος για τους πολίτες. Εάν, π.χ. , τα μέτρα κοστολογούνται 2 δισ. ευρώ, αλλά το πλήθος των δικαιούχων ανέρχεται σε 4εκατομμύρια φορολογουμένους, αυτό σημαίνει ότι το όφελος ανά φορολογούμενο περιορίζεται σε 42 ευρώ μηνιαίως.

Ο τρίτος τρόπος είναι η αύξηση των δημόσιων δαπανών με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που προσφέρει το κράτος στους πολίτες. Τα ποσοστά του εισοδήματος που ξοδεύουν οι Έλληνες για Παιδεία και Υγεία είναι υπερπολλαπλάσια των ευρωπαϊκών, ενώ παράλληλα η δημόσια κατανάλωση (δηλαδή οι δαπάνες του κράτους για προσφορά δημόσιων υπηρεσιών) παραμένει καθηλωμένη στα ίδια επίπεδα για πάνω από μία δεκαετία, με αποτέλεσμα η συμμετοχή της στο ΑΕΠ να βαίνει συνεχώς μειούμενη. Ένας, λοιπόν, πολύ πιο δίκαιος και, κυρίως, αποτελεσματικός τρόπος «ανταμοιβής» της ελληνικής κοινωνίας για την αυξανόμενη συμμόρφωσή της, θα ήταν η αύξηση των δαπανών με σκοπό την ουσιαστική αναβάθμιση των υπηρεσιών αυτών από την πλευρά του δημόσιου τομέα.

Αναδημοσίευση από το ειδικό ένθετο της εφημερίδας «Παραπολιτικά» για την 89η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης