Είναι ακριβή η ασφάλεια εφοδιασμού στον ηλεκτρισμό;

Άρθρο του Γιώργου Στάμτση, Γενικού Διευθυντή του Ελληνικού Συνδέσμου Ανεξάρτητων Εταιρειών Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΑΗ), στο powergame.gr

Ο Γιώργος Στάμτσης, Γενικός Διευθυντής του Ελληνικού Συνδέσμου Ανεξάρτητων Εταιρειών Ηλεκτρικής Ενέργειας

Του Γιώργου Στάμτση, Γενικού Διευθυντή του Ελληνικού Συνδέσμου Ανεξάρτητων Εταιρειών Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΑΗ)

Πριν μερικές ημέρες είδε το φως της δημοσιότητας μια έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER) σχετικά με την ασφάλεια εφοδιασμού στον ηλεκτρισμό. Η ασφάλεια εφοδιασμού είναι ένα θέμα που έχει, επιτέλους, κεντρίσει το ενδιαφέρον των κυβερνήσεων της ΕΕ αλλά, σε κάποιο βαθμό, και των οργάνων της ίδιας της ΕΕ. Μάλιστα, το μπλακάουτ νωρίτερα φέτος στην Ισπανία και την Πορτογαλία έφερε το ζήτημα της ασφάλειας και της αξιόπιστης λειτουργίας των ηλεκτρικών συστημάτων και στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης και του ενδιαφέροντος των πολιτών σε όλες τις χώρες της Ένωσης. Από αυτή την άποψη η έκθεση του ACER έχει ενδιαφέρον για να δει κανείς πώς αντιμετωπίζει αυτό το κρίσιμο και θεμελιώδες ζήτημα —να θυμηθούμε ότι η ασφάλεια είναι ένας από τους πέντε πυλώνες της Ενεργειακής Ένωσης—η αρμόδια ευρωπαϊκή Αρχή (ή καλύτερα μία από τις αρμόδιες).

Το βασικό μήνυμα της έκθεσης είναι ότι οι χώρες της ΕΕ πληρώνουν πολλά χρήματα για τη ασφάλεια εφοδιασμού, ειδικά μέσω των ειδικών εργαλείων που ονομάζονται μηχανισμοί ισχύος. Περίπου 5,5 δισεκατομμύρια ευρώ τα υπολογίζει η έκθεση του ACER για το 2025. Ένα ποσό το οποίο είναι μειωμένο κατά 1 δισεκατομμύριο ευρώ σε σχέση με το 2024. Μηχανισμούς ισχύος δεν έχουν όλες οι χώρες της ΕΕ. Για παράδειγμα η Ελλάδα δεν έχει, αν και η συζήτηση για τον σχεδιασμό μιας αγοράς διαθέσιμης ηλεκτρικής ισχύος στη χώρα μας έχει ξεκινήσει. Η έκθεση του ACER εντοπίζει οκτώ χώρες οι οποίες έχουν σε λειτουργία κάποιον μηχανισμό ισχύος. Οι πέντε εξ αυτών (Βέλγιο, Γαλλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Πολωνία) έχουν σε λειτουργία κάποιου είδους αγοράς διαθέσιμης ηλεκτρικής ισχύος και οι τρεις (Γερμανία, Φινλανδία, Σουηδία) έχουν σε λειτουργία έναν μηχανισμό στρατηγικής εφεδρείας.

Εάν λοιπόν το ποσό των 5,5 δισ. ευρώ είναι ή όχι υψηλό θα το διαπιστώσουμε από το τι πληρώνουν συνολικά οι καταναλωτές ηλεκτρισμού σε αυτές τις χώρες. Η συνολική ετήσια κατανάλωση ηλεκτρισμού αυτών των οκτώ χωρών είναι περίπου 1,8 δισεκατομμύρια μεγαβατώρες (1 μεγαβατώρα = 1.000 κιλοβατώρες). Επομένως, αντιστοιχούν περίπου 3 ευρώ κόστος από τους μηχανισμούς ισχύος σε κάθε μεγαβατώρα που καταναλώνεται. Ο μέσος όρος της τιμής ηλεκτρικής ενέργειας για τα νοικοκυριά και για σημαντικό κομμάτι μη οικιακών καταναλωτών σε αυτές τις οκτώ χώρες είναι περίπου 300 Ευρώ για κάθε μεγαβατώρα. Άρα δηλαδή το κόστος για την ασφάλεια εφοδιασμού είναι το 1% του λογαριασμού ρεύματος. Ακόμα και εάν λάβουμε υπόψη ότι πιο μεγάλοι και ενεργοβόροι καταναλωτές (βιομηχανία, κλπ) έχουν χαμηλότερη τιμή ρεύματος, και πάλι το κόστος για την ασφάλεια εφοδιασμού δεν γίνεται μεγαλύτερο από το 1,5% του τελικού λογαριασμού. Αυτό προφανώς το γνωρίζει και ο ACER, για αυτό και είναι απορίας άξιο γιατί επιλέγει να δώσει έναν τόνο που να δείχνει ότι αυτοί οι μηχανισμοί είναι ακριβοί.

Ένα δεύτερο μήνυμα από την εν λόγω έκθεση είναι ότι οι μηχανισμοί ισχύος θα πρέπει να γίνουν πιο καθαροί. Αυτό, στην ενεργειακή διάλεκτο, σημαίνει ότι θα πρέπει να αμείβουν μονάδες παραγωγής ρεύματος που να εκπέμπουν λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα, το κυριότερο αέριο που προκαλεί την κλιματική αλλαγή. Σύμφωνα με την έκθεση του ACER, το μεγαλύτερο μέρος της αμοιβής από τους μηχανισμούς ισχύος σε τρεις από τις οκτώ χώρες (Γαλλία, Ιρλανδία, Πολωνία) πηγαίνει σε μονάδες που καίνε ορυκτά καύσιμα, δηλαδή άνθρακα και φυσικό αέριο. Σε αυτό το σημείο δεν μπορεί κανείς παρά να συμφωνήσει με τον ACER. Με μια όμως απαραίτητη και θεμελιώδη διευκρίνiση.

Όπως η ίδια η έκθεση του ACER δηλώνει, στο Βέλγιο, την Πολωνία και την Ιρλανδία, από το 2025-2027 και μετά οι μονάδες αερίου γίνονται ο κύριος επωφελούμενος από τους μηχανισμούς ισχύος και όχι οι ανθρακικές μονάδες. Και όσον αφορά την κλιματική αλλαγή είναι πολύ διαφορετικό να παράγεται ρεύμα από άνθρακα/λιγνίτη από ό,τι αν παράγεται από την καύση αερίου που έχει το 1/3 ή το 1/4 των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα σε σχέση με τις ανθρακικές/λιγνιτικές μονάδες. Αυτή ακριβώς η πολύ μεγάλη διαφορά εκπομπών μεταξύ μονάδων αερίου και άνθρακα είναι που επέτρεψε στην Ευρωπαϊκή Ένωση να πετύχει μια εντυπωσιακή μείωση των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου τα τελευταία είκοσι χρόνια. Η μεγάλη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών στο μίγμα ηλεκτρισμού σε συνδυασμό με την ύπαρξη των ευέλικτων μονάδων αερίου οδήγησε στη μεγάλη μείωση της παραγωγής ρεύματος από άνθρακα/λιγνίτη και στην αντίστοιχη πολύ μεγάλη μείωση των εκπομπών CO2.

Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση “Trends and projections in Europe 2025” της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος (ΕΕΑ), ο τομέας της παραγωγής ενέργειας στην ΕΕ μείωσε τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από 1,5 δισεκατομμύριο τόνους CO2 το 2005 σε 680 εκατομμύρια το 2024. Τώρα πια ο τομέας παραγωγής ενέργειας δεν είναι καν ο μεγαλύτερος σε εκπομπές στην ΕΕ αφού τον έχει υπερκεράσει ο τομέας των μεταφορών. Για να καταλάβουμε το μέγεθος αυτού του μετασχηματισμού του ενεργειακού τομέα στην ΕΕ, το 2005 ο τομέας παραγωγής ενέργειας είχε κάτι λιγότερο από το διπλάσιο των εκπομπών του τομέα μεταφορών. Για να μπορέσει να συνεχιστεί η πολύ μεγάλη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών στον ηλεκτρισμό είναι απαραίτητη η ύπαρξη των μηχανισμών ισχύος, ειδικά της αγοράς διαθέσιμης ηλεκτρικής ισχύος, που θα διασφαλίζουν ότι όσες μονάδες είναι απαραίτητες για την ομαλή λειτουργία του ηλεκτρικού συστήματος θα μπορούν μέσω αυτής της αγοράς να διασφαλίσουν την οικονομική βιωσιμότητά τους.

Το τρίτο μήνυμα από την έκθεση του ACER έχει να κάνει με την ανάγκη της περιφερειακής συνεργασίας στο πεδίο των μηχανισμών ισχύος έτσι ώστε να μειωθεί συνολικά το κόστος τους. Αυτή είναι όντως μια αξιοπρόσεκτη πρόταση, τα πρώτα βήματα της οποίας έχουν ήδη περάσει στην ευρωπαϊκή νομοθεσία η οποία απαιτεί από έναν μηχανισμό ισχύος να επιτρέπει τη διασυνοριακή συμμετοχή μονάδων που βρίσκονται σε άλλα κράτη-μέλη. Το θέμα της περιφερειακής συνεργασίας το αναλύει μια επίσης πρόσφατη έκθεση της Eurelectric η οποία αναφέρει ότι το τελικό στάδιο μιας περιφερειακής συνεργασίας θα μπορούσε να είναι είτε ένας ενιαίος μηχανισμός ισχύος σε μια περιοχή της ΕΕ είτε ο συντονισμένος σχεδιασμός των μηχανισμών ισχύος από τα κράτη-μέλη μιας περιοχής.

Για να φθάσουμε όμως εκεί χρειάζονται αρκετές προϋποθέσεις. Η δυσκολότερη, ίσως, προϋπόθεση είναι να μπορέσει να αναπτυχθεί η μέγιστη δυνατή εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών-μελών μιας περιοχής της ΕΕ ότι τη στιγμή της μέγιστης ζήτησης ρεύματος σε μια χώρα η διπλανή της θα επιτρέψει τη χρήση δικών της μονάδων για να καλύψουν τη ζήτηση στην πρώτη χώρα —και θα το επιτρέψει ακόμα και εάν υπάρχει πολύ υψηλή ζήτηση και στη δεύτερη χώρα. Προφανώς, μέχρι να φθάσουμε στο σημείο της περιφερειακής συνεργασίας θα πρέπει να ξεκινήσουμε από το σημείο της δημιουργίας των μηχανισμών ισχύος, ειδικά των αγορών διαθέσιμης ηλεκτρικής ισχύος. Διότι εάν περιμένουμε να φτιάξουμε μια αγορά ισχύος μόνο όταν ωριμάσουν οι συνθήκες για την περιφερειακή συνεργασία τότε θα χάσουμε το τρένο της ασφάλειας εφοδιασμού.

Ειδικά για την Ελλάδα η αργοπορία έχει επίπτωση και στην προσπάθεια μείωσης του ενεργειακού κόστους. Κι αυτό γιατί στην περίπτωση της Ελλάδας η έλευση της νέας αγοράς θα συνοδεύεται από μια ρήτρα που θα εμποδίζει τους παραγωγούς να εισπράττουν την τιμή της χονδρεμπορικής αγοράς όταν αυτή ξεπερνάει ένα όριο. Επομένως αυτές οι υψηλές τιμές χονδρεμπορικής, όπως για παράδειγμα το καλοκαίρι του 2024, δεν θα επιβαρύνουν τους προμηθευτές και δεν θα μεταφέρονται στους καταναλωτές.

Επομένως, οι μηχανισμοί ισχύος όχι μόνο δεν είναι ακριβοί—και ειδικά επειδή προσφέρουν το μέγιστο αγαθό της ασφάλειας εφοδιασμού—αλλά συμβάλλουν στην ενεργειακή μετάβαση ενώ μπορούν να γίνουν και ασπίδα για τους καταναλωτές απέναντι στις υψηλές τιμές στη χονδρεμπορική αγορά. Μάλλον, λοιπόν, είναι αρκετά τα θετικά ώστε να επιταχύνουμε και στην Ελλάδα τις διαδικασίες για τη δημιουργία τους.