Η κανονικότητα στις αγορές εργασίας προϋποθέτει την εύρυθμη λειτουργία των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Στην Ελλάδα, οι συλλογικές συμβάσεις είχαν ουσιαστικά καταργηθεί με τους περιορισμούς των Μνημονίων. Επανέρχονται τώρα με πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Το εντυπωσιακό στοιχείο είναι το θέμα της ανυπαρξίας των συλλογικών συμβάσεων δεν είχε αναδειχθεί από την αντιπολίτευση (και τα εργατικά συνδικάτα) στην τρέχουσα πολιτική αντιπαράθεση.
Στην Ελλάδα, μέχρι σήμερα, έχει μείνει στην κατάψυξη ο θεσμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων, για τις οποίες ισχύει ένα ιδιότυπο Μνημονιακό καθεστώς. Το αποτέλεσμα ήταν η καθίζηση των αμοιβών των εργαζομένων στην περίοδο μετά τα Μνημόνια. Το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ ήταν το 2024 στο 35%, ενώ το μέσο επίπεδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν 48%. Αντίστοιχα, το μερίδιο των επιχειρηματικών κερδών στο ΑΕΠ ήταν το 2024 στο 50% στην Ελλάδα, ενώ στην ΕΕ ήταν 40%.
Ένας πρόχειρος υπολογισμός για το ύψος της αναδιανομής σε βάρος της εργασίας δείχνει ότι στην Ελλάδα οι μισθοί είναι περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ χαμηλότεροι από το μέσο επίπεδο της ΕΕ, ενώ τα επιχειρηματικά κέρδη είναι 10 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερα από το μέσο επίπεδο της ΕΕ.
Ακόμα χειρότερα: Το 2019 το μερίδιο των κερδών ήταν μεγαλύτερο από αυτό της εργασίας κατά 20 δισ. ευρώ. Το 2024 τα κέρδη ήταν κατά 36 δισ. ευρώ μεγαλύτερα από τα εισοδήματα της εργασίας. Δηλαδή, περίπου διπλασιάστηκε η διαφορά.
Επομένως, τώρα με την εφαρμογή του θεσμού των συλλογικών συμβάσεων εργασίας πρέπει να επιδιωχθεί η διόρθωση αυτής της μεγάλης ανισορροπίας. Σταδιακά πρέπει να μεταφερθούν περίπου 20 δισ. ευρώ από τις επιχειρήσεις στους εργαζόμενους, για να προσεγγίσουμε τα μέσα επίπεδα της ΕΕ.
Η μεταφορά των πόρων αυτών πρέπει να γίνει μέσω των νέων συλλογικών συμβάσεων εργασίας, με συστηματικό τρόπο και με αναφορά σε όλο των «πακέτο παροχών» που προσφέρουν οι σύγχρονες επιχειρήσεις στους εργαζόμενους. Η επιτυχία του νέου θεσμού των συλλογικών συμβάσεων προϋποθέτει την άρση των αγκυλώσεων του παρελθόντος, τόσο από την πλευρά των συνδικάτων, όσο και από την πλευρά των εργοδοτών.
Μερικοί θα υποστηρίξουν ότι για να βελτιωθεί η θέση της μισθωτής εργασίας πρέπει να αυξηθεί η παραγωγικότητα. Καταρχήν, η χαμηλή παραγωγικότητα δεν εμπόδισε την αύξηση των κερδών. Εξάλλου, η αύξηση της παραγωγικότητας δεν είναι ευθύνη μόνο των εργαζομένων, αλλά προϋποθέτει την διενέργεια επενδύσεων στις σύγχρονες τεχνολογίες παραγωγής. Δυστυχώς, οι επενδύσεις που έχουν γίνει στην μεταμνημονιακή περίοδο δεν έχουν καλύψει ακόμα το επενδυτικό κενό των 100 δισ. ευρώ της περιόδου των Μνημονίων. Ούτε οι επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης έχουν αποδώσει τα αναμενόμενα (κινούνται περίπου στο μισό των προϋπολογισθέντων ποσών).
Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και οι απαιτούμενες επενδύσεις πρέπει να ενταχθούν στο πλαίσιο του Νέου Κοινωνικού Συμβολαίου του 21ου Αιώνα, το οποίο εδράζεται σε τρεις αρχές πολιτικής:
- ενθάρρυνση της καθολικής παροχής κοινωνικής πρόνοιας, κοινωνικής ασφάλισης και βασικών ποιοτικών υπηρεσιών,
- προώθηση της ίσης προστασίας όλων των εργαζομένων, ανεξάρτητα από το είδος της απασχόλησής τους, και
- βελτίωση της δικαιοσύνης του φορολογικού συστήματος, με την υποστήριξη της προοδευτικότητας μιας ευρείας φορολογικής βάσης, η οποία συμπληρώνει τη φορολογία εισοδήματος από την εργασία με τη φορολόγηση του κεφαλαίου.
Στο πλαίσιο του νέου κοινωνικού συμβολαίου προτείνονται δέκα (10) τομείς παρεμβάσεων, οι οποίοι πρέπει να αποτελούν τις κατευθυντήριες αρχές για τα συνδικάτα και τις επιχειρήσεις στη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων:
- Προστασία και υποστήριξη οικογενειών με παιδιά.
- Ίσες ευκαιρίες για εκπαίδευση και κατάρτιση.
- Πρόσβαση στην κοινωνική προστασία σε όλους, ανεξάρτητα από την μορφή εργασίας.
- Ποιότητα εργασίας.
- Δια βίου μάθηση.
- Μείωση της αστάθειας της εργασίας και της στασιμότητας των μισθών σε μια εποχή μεταβαλλόμενων εργασιακών ρυθμίσεων.
- Τρόποι αντιμετώπισης του ταχέως αυξανόμενου κόστους στέγασης, καθώς και της υγειονομικής περίθαλψης και της εκπαίδευσης.
- Μεγαλύτερη σταδιοδρομία, επαρκείς συντάξεις, και μακροχρόνια περίθαλψη.
- Μέτρα μείωσης του κινδύνου της ανεπαρκούς αποταμίευσης για τις μεσαίες και κατώτερες εισοδηματικές ομάδες.
- Μεγαλύτερη δημοσιονομική ευελιξία στην ΕΕ, με στόχο την διευκόλυνση των κοινωνικών επενδύσεων.
Το τελικό συμπέρασμα για την Ελλάδα είναι ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, καθώς και οι συλλογικοί φορείς της κοινωνίας, θα πρέπει να επικεντρωθούν σε δύο μέτωπα. Το πρώτο είναι η διατήρηση και η επέκταση των ωφελειών που επιτυγχάνονται μέσω της συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης και της παραγωγικότητας. Το δεύτερο είναι η αντιμετώπιση των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν τα άτομα, ιδίως εκείνα που πλήττονται περισσότερο.
* Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς