Τι μέλλει γενέσθαι αν ”σκάσει” η αγορά της τεχνητής νοημοσύνης;

Για ανησυχητικά υψηλό κόστος σε περίπτωση «φούσκας» στην τεχνητή νοημοσύνη κάνει λόγο σε ανάλυσή του ο Economist

Τεχνητή Νοημοσύνη © Pixabay

Ο ενθουσιασμός γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη έχει οδηγήσει σε εκτόξευση κατά 21 τρισ. δολάρια στην αξία του αμερικανικού χρηματιστηρίου, από το 2022 οπότε και κυκλοφόρησε το ChatGPT. Όπως σημειώνει ο Economist, μόνο 10 εταιρείες, μεταξύ των οποίων οι Amazon, Broadcom, Meta και Nvidia, αντιστοιχούν στο 55% αυτής της ανόδου. Το α’ εξάμηνο του 2025, η άνθηση των επενδύσεων στον τομέα της πληροφορικής εξηγεί το σύνολο της αύξησης του ΑΕΠ των ΗΠΑ: το ένα τρίτο των επενδύσεων επιχειρηματικού κεφαλαίου (venture capital) στη Δύση έχει διοχετευθεί σε εταιρείες AI.

Η αγορά είναι τόσο «καυτή» επειδή πολλοί πιστεύουν ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα μεταμορφώσει την οικονομία. Επενδυτές της Sequoia Capital (εταιρεία venture capital) υποστήριξαν πρόσφατα ότι η τεχνητή νοημοσύνη «θα είναι τόσο σημαντική όσο, αν όχι σημαντικότερη από, τη Βιομηχανική Επανάσταση». Σε ένα podcast πέρυσι, ο Gavin Baker της Atreides Management (διαχειριστής περιουσιακών στοιχείων), υποστήριξε ότι οι πρωτοπόροι της AI δεν επιδιώκουν μόνο τις «δεκάδες ή εκατοντάδες τρισεκατομμύρια δολάρια» που θα μπορούσε να προσθέσει η τεχνολογία στις εταιρείες τους. Βρίσκονται «σε αγώνα για να δημιουργήσουν έναν Ψηφιακό Θεό». Μια τέτοια πίστη δικαιολογεί κάθε ποσό δαπανών, σχολιάζει το δημοσίευμα.

Θα γίνει πράγματι η AI «θεϊκή»; Ίσως. Όμως μια πρόσφατη έκθεση της UBS διαπιστώνει ότι μέχρι σήμερα τα έσοδα που αποφέρει η τεχνολογία είναι «απογοητευτικά». Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, τα συνολικά έσοδα από την τεχνολογία που εισπράττουν οι κορυφαίες εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης της Δύσης ανέρχονται σε μόλις 50 δισ. δολάρια ετησίως. Αν και αυξάνονται ραγδαία, παραμένουν κάτω από το 2% της παγκόσμιας επένδυσης 2,9 τρισ. δολαρίων σε νέα data centers, που προβλέπει η Morgan Stanley μεταξύ 2025 και 2028, ποσό που δεν περιλαμβάνει το κόστος ενέργειας. Επίσης, είναι ασαφές κατά πόσο τα έσοδα θα μετατραπούν σε κέρδη.

Πρόσφατη μελέτη του MIT κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το 95% των φορέων αποκομίζουν «μηδενική απόδοση» από τις επενδύσεις τους στη γενετική AI.

«Οι φούσκες είναι φυσιολογικές όταν εμφανίζονται νέες τεχνολογίες»

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι αναρωτιούνται αν οι επενδύσεις στην τεχνητή νοημοσύνη έχουν περάσει στο πεδίο του παράλογου ενθουσιασμού. «Η Global Crossing ξαναγεννιέται», λέει το hedge fund Praetorian Capital, αναφερόμενο στην εταιρεία που υπερεπένδυσε σε διηπειρωτικά οπτικά καλώδια στην εποχή της φούσκας του διαδικτύου. «Οι αποτιμήσεις στον χώρο της AI δείχνουν κόκκινο και δεν αφήνουν περιθώρια για απογοητεύσεις σε ταμειακές ροές», σύμφωνα με άλλη έκθεση της UBS. Ο Torsten Slok της εταιρείας private investment Apollo έχει επισημάνει ότι οι μετοχές του κλάδου της τεχνητής νοημοσύνης είναι πλέον πιο υπερτιμημένες από ό,τι οι μετοχές της φούσκας των dotcom το 1999. Ακόμα και ο Σαμ Άλτμαν, επικεφαλής της OpenAI και ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της τεχνητής νοημοσύνης, έχει σημάνει τον κώδωνα του κινδύνου. «Αν βρισκόμαστε σε φάση υπερβολικού ενθουσιασμού από τους επενδυτές για την AI; Η άποψή μου είναι ναι» δήλωσε.

Ο Σαμ Άλτμαν και οι όμοιοί του προβάλλουν ένα ευρύτερο επιχείρημα: ότι οι φούσκες είναι φυσιολογικές όταν εμφανίζονται νέες τεχνολογίες. «Ο ενθουσιασμός για την τεχνολογία προηγείται πάντα της πραγματικότητας», λέει ο Michael Parekh, πρώην αναλυτής της Goldman Sachs. «Η ιστορία μας δείχνει ότι οι περίοδοι μεγάλης τεχνολογικής καινοτομίας συχνά συνοδεύονται από κερδοσκοπικές φούσκες, καθώς οι επενδυτές υπεραντιδρούν σε πραγματικές προόδους παραγωγικότητας», αναφέρεται σε μελέτη της Ομοσπονδιακής Τράπεζας του Σαν Φρανσίσκο το 2008. Μια ακαδημαϊκή μελέτη του 2018 που εξέτασε 51 καινοτομίες μεταξύ 1825 και 2000 βρήκε ότι οι 37 συνοδεύτηκαν από φούσκες.

Ωστόσο, οι φούσκες δεν εμπόδισαν τις τεχνολογίες που τις προκάλεσαν να κυριαρχήσουν στον κόσμο. Στη Βρετανία, υπήρξαν δύο μεγάλες φούσκες σιδηροδρόμων, στη δεκαετία του 1840 και του 1860, όμως η χώρα έχει ακόμα σιδηροδρομικό δίκτυο. Οι Αμερικανοί επένδυσαν υπερβολικά στις εταιρείες ηλεκτροφωτισμού στα τέλη του 1800 και έχασαν πολλά χρήματα, αλλά σήμερα εξακολουθούν να θέλουν φως τη νύχτα. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με την τεχνητή νοημοσύνη.

Οι φούσκες έρχονται και παρέρχονται, αλλά ο Ψηφιακός Θεός θα ήταν αιώνιος, αναφέρει ο Economist.

Μια κατάρρευση, όμως, θα είχε σοβαρές συνέπειες. Ένα ιστορικό μάθημα είναι ότι όταν σκάνε τεχνολογικές φούσκες, οι κυρίαρχες εταιρείες συχνά αντικαθίστανται από νεοεισερχόμενους. «Οι μεγαλύτερες και πιο επιτυχημένες εταιρείες φωτισμού άλλαξαν ιδιοκτησία όταν οι ταμειακές ροές έγιναν πρόβλημα», γράφει ο Alasdair Nairn στο ιστορικό σύγγραμμα Engines That Move Markets για τον 19ο αιώνα. Πολλές εταιρείες που κυριάρχησαν στις αρχές των σιδηροδρόμων, του τηλέγραφου και του τηλεφώνου επίσης εκτοπίστηκαν γρήγορα. Ποιος θυμάται πλέον τη Vulcatron από τη φούσκα ηλεκτρονικών των ΗΠΑ της δεκαετίας του 1960 ή την Corning από την εποχή της dotcom φούσκας; Θα είναι θαύμα αν, σε μία δεκαετία, επιβιώσουν και οι επτά κολοσσοί της τεχνολογίας και οι μεγαλύτερες startups AI.

Για την κοινωνία συνολικά, οι συνέπειες των τεχνολογικών φουσκών διαφέρουν πολύ. Η φούσκα ηλεκτρονικών των ΗΠΑ τη δεκαετία του ’60 δεν επηρέασε ιδιαίτερα την οικονομία· αντίθετα, η φούσκα των σιδηροδρόμων το 1870 προκάλεσε τη μεγαλύτερη ύφεση στην αμερικανική ιστορία. Η ανάλυσή μας για προηγούμενες τεχνολογικές φούσκες δείχνει ότι τέσσερις παράγοντες είναι καθοριστικοί: η αφορμή (το «σπινθήρας»), η φύση του κεφαλαίου που επενδύεται, η διάρκεια των επενδύσεων και ποιος επωμίζεται τις ζημίες.

Το μέγεθος και η ανθεκτικότητα των κεφαλαιουχικών επενδύσεων είναι επίσης σημαντικά. Στη Βρετανία της δεκαετίας του 1840, οι επιχειρηματίες «τρελάθηκαν» κυριολεκτικά με τους σιδηρόδρομους. Από το 1844 έως το 1847, οι επενδύσεις αυξήθηκαν από το 5% στο 13% του βρετανικού ΑΕΠ. Όταν η φούσκα έσκασε, οι επενδύσεις μειώθηκαν στο μισό —και η ανεργία στη Βρετανία διπλασιάστηκε.

Έπειτα υπάρχει και το πώς αξιοποιείται το κεφάλαιο. Πολλές από τις επενδύσεις κεφαλαίου (capex) των ιαπωνικών εταιρειών ηλεκτρονικών τη δεκαετία του 1980, τελικά δεν είχαν καμία ουσιαστική χρησιμότητα. Αντιθέτως, οι φούσκες μπορούν να ωφελήσουν την κοινωνία, εφόσον δημιουργούν υποδομές με διαρκή αξία. Η «τρέλα» των σιδηροδρόμων οικοδόμησε τη ραχοκοκαλιά του βρετανικού σιδηροδρομικού δικτύου, έστω και αν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να γίνει επικερδές. Τα δεκάδες εκατομμύρια μίλια οπτικών ινών που εγκαταστάθηκαν στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ήταν πολύ περισσότερα από όσα χρειαζόταν τότε το διαδίκτυο. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια επέτρεψαν υπηρεσίες υψηλής κατανάλωσης δεδομένων όπως το streaming και οι βιντεοκλήσεις.

Ο τελευταίος παράγοντας που καθορίζει τη σοβαρότητα μιας κατάρρευσης είναι ποιος υφίσταται τις απώλειες. Όταν πολλοί μικροεπενδυτές χάνουν από λίγα, η οικονομική ζημιά είναι περιορισμένη. Αυτό συνέβη μετά τις φούσκες της ηλεκτρονικής και του διαδικτύου στις ΗΠΑ. Αντιθέτως, στην κατάρρευση των βρετανικών σιδηροδρόμων τη δεκαετία του 1860, οι ζημίες συγκεντρώθηκαν στις τράπεζες, οι οποίες βρέθηκαν με πολλά «κόκκινα» δάνεια. Έτσι, μείωσαν τη χορήγηση νέων δανείων, επιδεινώνοντας την ύφεση.

Τελικά… τι γίνεται με την τεχνητή νοημοσύνη;

«Πού τοποθετείται η τεχνητή νοημοσύνη σε αυτή τη «συλλογή» φουσκών;» διερωτάται ο Economist, ο οποίος εξέτασε 10 ιστορικές φούσκες προκειμένου να απαντήσει στο ερώτημα αυτό. «Σύμφωνα με τους αναμφίβολα πρόχειρους υπολογισμούς μας, η πιθανή φούσκα του AI υπολείπεται μόνο των τριών γιγαντιαίων σιδηροδρομικών φουσκών του 19ου αιώνα» αναφέρει.

Η αφορμή της φούσκας της AI ήταν τεχνολογική, αλλά οι πολιτικοί ρίχνουν λάδι στη φωτιά. Οι κυβερνήσεις έχουν αρχίσει να στηρίζουν τους «πρωταθλητές» του κλάδου. Η κυβέρνηση Τραμπ έχει υποσχεθεί να περιορίσει το ρυθμιστικό πλαίσιο και να βοηθήσει στην παροχή υποδομών και εργατικού δυναμικού που απαιτούνται για να επιτευχθεί η «παγκόσμια κυριαρχία». Οι κυβερνήσεις των χωρών του Κόλπου επίσης επενδύουν τρισεκατομμύρια δολάρια στην AI.

Επιπλέον τίθεται το ερώτημα: ποιος θα υποστεί τις απώλειες αν υπάρξει κατάρρευση. Η Morgan Stanley εκτιμά ότι σχεδόν το ήμισυ των 2,9 τρισ. δολαρίων που προβλέπεται να επενδυθούν στα data centers θα προέλθει από τις ταμειακές ροές των γιγαντιαίων τεχνολογικών εταιρειών. Αυτές οι εταιρείες μπορούν να δανειστούν πολύ περισσότερα αν το θελήσουν, αφού έχουν ελάχιστο υφιστάμενο χρέος. Αντιπροσωπεύουν περίπου το 20% της κεφαλαιοποίησης του S&P 500, αλλά μόλις το 2% της αγοράς ομολόγων επενδυτικής διαβάθμισης. Οι ισολογισμοί τους φαίνονται εξαιρετικά ισχυροί.

Οι άλλοι μεγάλοι επενδυτές είναι πιθανό να είναι ασφαλιστικές εταιρείες, συνταξιοδοτικά ταμεία, κρατικά επενδυτικά ταμεία και πλούσιες οικογένειες. Τον Αύγουστο, η PIMCO και η Blue Owl χρηματοδότησαν την επέκταση των data centers της Meta στη Λουιζιάνα, ύψους 29 δισ. δολαρίων. Αν η αξία όλων των επενδύσεων στην AI μηδενιζόταν, αυτοί οι επενδυτές θα ζημιώνονταν, αλλά δύσκολα θα προκαλούσαν συστημική κατάρρευση. Δεδομένου ότι οι αμερικανικές τράπεζες δεν χρηματοδοτούν σε μεγάλο βαθμό την έκρηξη της τεχνητής νοημοσύνης, η έκθεσή τους σε αυτήν είναι κυρίως έμμεση, μέσω αυτών των μη τραπεζικών δανειστών.