Η Ινδία φιλοδοξεί να εξελιχθεί σε παγκόσμια δύναμη στον τομέα των ημιαγωγών, εγκαινιάζοντας ένα σχέδιο επενδύσεων ύψους 18 δισ. δολαρίων για την ανάπτυξη μιας πλήρους αλυσίδας παραγωγής τσιπ. Η «Αποστολή Ημιαγωγών» του Νέου Δελχί στοχεύει να περιορίσει την εξάρτηση από τις εισαγωγές, να ενισχύσει την τεχνολογική αυτονομία της χώρας και να διεκδικήσει μερίδιο σε μια παγκόσμια αγορά που απομακρύνεται από την Κίνα. Ωστόσο, η Ινδία ξεκινά με σημαντική καθυστέρηση σε έναν κλάδο όπου κυριαρχούν κολοσσοί όπως η Ταϊβάν και η Νότια Κορέα, γεγονός που καθιστά τον δρόμο προς την επιτυχία απαιτητικό.
Σύμφωνα με το CNBC, το 2022, όταν οι ΗΠΑ επέβαλαν περιορισμούς στις εξαγωγές προηγμένων τσιπ τεχνητής νοημοσύνης προς την Κίνα, πυροδοτήθηκε ένας παγκόσμιος αγώνας για τεχνολογική αυτονομία. Για την Ινδία, αυτό αποτέλεσε ευκαιρία να επανατοποθετηθεί στον χάρτη των ημιαγωγών, εξασφαλίζοντας πρόσβαση σε κρίσιμες τεχνολογίες και ταυτόχρονα ενισχύοντας την εγχώρια βιομηχανική της βάση.
Η Ινδία ενέκρινε έργα τσιπ αξίας 18,2 δισ. δολαρίων
Η Ινδία είναι ένας από τους μεγαλύτερους καταναλωτές ηλεκτρονικών ειδών στον κόσμο, αλλά μέχρι σήμερα διαδραματίζει ελάχιστο ρόλο στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα. Με τη νέα στρατηγική, το Νέο Δελχί φιλοδοξεί να δημιουργήσει μια ολοκληρωμένη αλυσίδα εφοδιασμού – από τον σχεδιασμό έως την κατασκευή, τις δοκιμές και τη συσκευασία τσιπ.
Ήδη, η κυβέρνηση έχει εγκρίνει 10 έργα ημιαγωγών συνολικής αξίας 1,6 τρισ. ρουπίων (18,2 δισ. δολάρια). Σε αυτά περιλαμβάνονται δύο εργοστάσια κατασκευής τσιπ και αρκετές μονάδες δοκιμών και συσκευασίας. Η χώρα διαθέτει επίσης σημαντικό δυναμικό μηχανικών που απασχολούνται σε πολυεθνικές εταιρείες σχεδιασμού ημιαγωγών, το οποίο θεωρείται στρατηγικό πλεονέκτημα.
Ωστόσο, οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η πρόοδος είναι ακόμη άνιση. «Η Ινδία χρειάζεται περισσότερα από μερικά εργοστάσια ή εγκαταστάσεις ATP. Χρειάζεται ένα βαθύ, δυναμικό και μακροπρόθεσμο οικοσύστημα», υπογραμμίζει ο Stephen Ezell, αντιπρόεδρος για την παγκόσμια πολιτική καινοτομίας στο Information Technology and Innovation Foundation, think tank επιστήμης και τεχνολογίας. Όπως εξηγεί, οι κορυφαίοι κατασκευαστές λαμβάνουν υπόψη «έως και 500 διαφορετικούς παράγοντες» πριν προχωρήσουν σε επενδύσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων – από τη φορολογία και την τεχνολογική πολιτική έως το κόστος εργασίας και τις τελωνειακές ρυθμίσεις.
Τα στοχευμένα κίνητρα Μόντι
Η κυβέρνηση Μόντι έχει ενισχύσει τις φιλοδοξίες της με στοχευμένα κίνητρα. Τον Μάιο εισήγαγε πρόγραμμα στήριξης της παραγωγής ηλεκτρονικών εξαρτημάτων, ώστε να δημιουργηθεί εγχώρια ζήτηση που μέχρι τώρα απουσίαζε. Παράλληλα, άλλαξε την πολιτική κινήτρων, καλύπτοντας το 50% του κόστους όλων των έργων κατασκευής και δοκιμών, ανεξαρτήτως μεγέθους τσιπ – μια στροφή από την προηγούμενη στρατηγική που επικεντρωνόταν αποκλειστικά σε τσιπ 28 nm ή μικρότερα.
Αυτή η προσέγγιση έχει προσελκύσει ενδιαφέρον από διεθνείς παίκτες. Εταιρείες από την Ταϊβάν και το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και μονάδες συσκευασίας από τις ΗΠΑ και τη Νότια Κορέα εξετάζουν ήδη συνεργασίες. «Η ινδική κυβέρνηση έχει προσφέρει γενναιόδωρα κίνητρα για να προσελκύσει κατασκευαστές, αλλά αυτού του είδους οι επενδύσεις δεν είναι βιώσιμες για πάντα», τονίζει ο Ezell.
Τα μεγάλα έργα και οι προοπτικές
Το πιο εμβληματικό έργο είναι το εργοστάσιο κατασκευής ημιαγωγών αξίας 11 δισ. δολαρίων που χτίζεται στην πολιτεία Γκουτζαράτ, γενέτειρα του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι. Η Tata Electronics, σε συνεργασία με την ταϊβανέζικη Powerchip Semiconductor Manufacturing Corp., αναπτύσσει μια μονάδα που θα παράγει τσιπ για κυκλώματα διαχείρισης ισχύος, οδηγούς οθόνης, μικροελεγκτές και λογικά κυκλώματα υψηλής απόδοσης. Τα προϊόντα αυτά θα τροφοδοτήσουν βιομηχανίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη, τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και τα data centers.
Στην ανατολική πολιτεία Οντίσα, η βρετανική Clas-SiC Wafer Fab συνεργάζεται με την ινδική SiCSem για τη δημιουργία του πρώτου εμπορικού εργοστασίου σύνθετων ημιαγωγών. Τα νέα υλικά θα αξιοποιηθούν σε αμυντικά συστήματα, ηλεκτρικά οχήματα και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
«Τα επόμενα 3-4 χρόνια είναι κρίσιμα για την προώθηση των στόχων της Ινδίας στον τομέα των ημιαγωγών», σημειώνει ο Sujay Shetty, διευθύνων σύμβουλος της PwC India στον τομέα των ημιαγωγών. Για τον ίδιο, η δημιουργία λειτουργικών εγκαταστάσεων πυριτίου και η υπέρβαση των τεχνικών και υποδομικών εμποδίων θα αποτελέσουν πραγματικό ορόσημο.
Ευκαιρίες και προκλήσεις
Οι εγκαταστάσεις κατασκευής τσιπ πρέπει να πληρούν αυστηρές απαιτήσεις: να βρίσκονται σε περιοχές χωρίς πλημμύρες και σεισμική δραστηριότητα, με αξιόπιστη υποδομή και προμηθευτές χημικών υψηλής καθαρότητας. Στο μεταξύ, πολλές μεσαίες ινδικές εταιρείες στρέφονται στον τομέα της δοκιμής και συσκευασίας τσιπ, που απαιτεί μικρότερες επενδύσεις και προσφέρει υψηλότερα περιθώρια κέρδους.
«Η εξωτερική ανάθεση της συναρμολόγησης και των δοκιμών (OSAT) αντιπροσωπεύει σημαντική ευκαιρία για την Ινδία, αλλά η αποσαφήνιση της πρόσβασης στην αγορά θα είναι καθοριστική για τη βιώσιμη ανάπτυξη», προειδοποιεί ο Shetty.
Παρά τις κινήσεις αυτές, η Ινδία απέχει ακόμη πολύ από την τοπική ανάπτυξη τεχνολογίας αιχμής, όπως οι ημιαγωγοί 2 nm. Αυτά τα υπερσύγχρονα τσιπ προσφέρουν κορυφαία απόδοση και ενεργειακή αποδοτικότητα χάρη στο μικρότερο μέγεθος τρανζίστορ. Όπως σημειώνει η Financial Times, η Taiwan Semiconductor Manufacturing Company (TSMC) αναμένεται να ξεκινήσει μαζική παραγωγή τσιπ 2 nm αργότερα φέτος – δείχνοντας το πόσο μεγάλη είναι η απόσταση που πρέπει να καλύψει η Ινδία.
Η Ινδία έχει ταλέντο, πολιτική βούληση και οικονομική δυναμική, αλλά η μετάβαση σε παγκόσμια δύναμη στους ημιαγωγούς απαιτεί περισσότερο χρόνο και βαθύτερες μεταρρυθμίσεις, αναφέρει το δημοσίευμα. Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι χωρίς ένα ισχυρό οικοσύστημα που να ενώνει κατασκευαστές, προμηθευτές, ερευνητικά κέντρα και σταθερή πολιτική υποστήριξη, οι μεγάλες επενδύσεις μπορεί να αποδειχθούν «λαμπερά αλλά μεμονωμένα έργα».
Για το Νέο Δελχί, τα επόμενα χρόνια θα κρίνουν αν η «Αποστολή Ημιαγωγών» θα αποτελέσει ένα πραγματικό βήμα προς την τεχνολογική ανεξαρτησία ή αν θα μείνει μια φιλόδοξη εξαγγελία σε μια βιομηχανία όπου η ταχύτητα και η εξειδίκευση καθορίζουν τους νικητές.
«Τα επόμενα 3-4 χρόνια θα είναι καθοριστικά», γράφει η PwC India. Αν η Ινδία καταφέρει να ξεπεράσει τεχνικά και θεσμικά εμπόδια, μπορεί να μετατραπεί σε έναν νέο ισχυρό παίκτη της παγκόσμιας αγοράς chips.