Υψηλές πτήσεις για την ελληνική αγορά Πληροφορικής με έσοδα άνω των 3,4 δισ. το 2029

Με ρυθμούς της τάξης του 57,5% θα τρέξει η αγορά Πληροφορικής έως το 2029. Άνω του μισού δισ. η αγορά του cyber security στην Ελλάδα

Πληροφορική © Freepik

Σε τροχιά απογείωσης, παρά την επερχόμενη λήξη του Ταμείου Ανάκαμψης, θα παραμείνει η εγχώρια αγορά Πληροφορικής έως το 2029. Το ελατήριο της ψηφιοποίησης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, που έχει πατηθεί, δεν φαίνεται να έχει επιστροφή, οδηγώντας την αγορά σε…υψηλές πτήσεις.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις διεθνών εταιρειών, όπως η Gartner και η IDC, η ελληνική αγορά πληροφορικής (υπηρεσίες και λύσεις) πλανάρει για έσοδα άνω των 3,4 δισ. ευρώ με ορίζοντα το 2029 από περίπου 2,17 δισ. ευρώ, που έκλεισε το 2024. Πρακτικά, η αξία της αγοράς αναμένεται να εκτοξευθεί κατά 1,2 δισ. ευρώ έως το 2029, που ποσοστιαία μεταφράζεται με μια εκρηκτική άνοδο της τάξης του 57,5%.

Η αναμενόμενη εκρηκτική ανάπτυξη συνδέεται με τη συνεχιζόμενη ψηφιοποίηση του Δημοσίου, με τη μαζική υιοθέτηση cloud υποδομών από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις -ελέω και Τεχνητής Νοημοσύνης- και με την αυξανόμενη ανάγκη για συστήματα κυβερνοασφάλειας.

Υπό αυτά τα δεδομένα, και χωρίς να λείπει ο -εύλογος- σκεπτικισμός από τις εταιρείες του κλάδου της πληροφορικής για την επόμενη ημέρα, όλα συνηγορούν ότι το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης δεν σηματοδοτεί φρένο στην ελληνική αγορά πληροφορικής. Δεν είναι τυχαίες οι σχετικές αναφορές στελεχών της αγοράς, «υπήρχαμε πριν από το Ταμείο Ανάκαμψης, θα υπάρχουμε και μετά».

Ούτε η -προ ημερών- δήλωση του διευθύνοντος συμβούλου της Ideal Holdings (που διαθέτει ισχυρό τεχνολογικό βραχίονα), Πάνου Βασιλειάδη: «Δεν μας φοβίζει ότι τελειώνει το RRF. Στοχεύουμε στη συνέχιση του ψηφιακού μετασχηματισμού του ιδιωτικού τομέα, στις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις για έργα Δημοσίου, στην τόνωση της εξωστρέφειας και στις μελλοντικές ανάγκες για συντήρηση και αναβάθμιση των ψηφιακών έργων».

Στο μισό δισ. ευρώ η ελληνική αγορά κυβερνοασφάλειας

Αυτοί είναι πάνω-κάτω οι πυλώνες πέριξ των οποίων στοιχίζουν την ανάπτυξή τους οι εταιρείες της πληροφορικής -εισηγμένες και μη-, με την κυβερνοασφάλεια να λειτουργεί ως σηματωρός τις νέας περιόδου των «παχιών αγελάδων» του κλάδου. Σύμφωνα με στοιχεία που επικαλέστηκε το management της Ideal σε ενημερωτική συνάντηση με δημοσιογράφους, η εγχώρια αγορά κυβερνοασφάλειας θα υπερβεί -σε απόλυτους αριθμούς- τα 508 εκατ. ευρώ το 2028 από 265 εκατ. ευρώ το 2024.

Πρακτικά μιλάμε για έναν μέσο σύνθετο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 18%, ήτοι πολλαπλάσιο αυτού που αναμένεται για την περιοχή της ΕΜΕΑ, ο οποίος προϋπολογίζεται στο 15% (από τα 52 δισ. ευρώ το 2024 στα 92 δισ. ευρώ το 2029).

Η ζήτηση για υπηρεσίες κυβερνοασφάλειας προφανώς ενισχύεται από την ανάγκη συμμόρφωσης επιχειρήσεων και οργανισμών με τα ευρωπαϊκά κανονιστικά πλαίσια NIS2 και DORA, που επιβάλλουν αυστηρότερους μηχανισμούς προστασίας δεδομένων, αλλά και από τη ραγδαία διάδοση της Τεχνητής Νοημοσύνης στις επιχειρησιακές διαδικασίες.

Οι επενδύσεις σε λύσεις Zero Trust, Artificial Intelligence και Security Operations Centers (SOC) αποτελούν πλέον βασική προτεραιότητα για τους οργανισμούς του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις επενδύσεις στο cyber security.

Πρωταθλητής το λογισμικό

Η αγορά του IT Services (cloud, software, digital transformation υπηρεσίες) προβλέπεται να αυξηθεί από 1,1 δισ. ευρώ το 2024 σε 1,7 δισ. ευρώ το 2029, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 9%, αντικατοπτρίζοντας τη μετάβαση των επιχειρήσεων σε ψηφιακές πλατφόρμες και τη ζήτηση για υπηρεσίες outsourcing και αυτοματοποίησης διαδικασιών.

Η ελληνική αγορά των IT Solutions, ο κλάδος δηλαδή των Λύσεων Πληροφορικής (υπηρεσίες cloud, consulting, ανάπτυξη λογισμικού, data analytics), σύμφωνα με τα στοιχεία των IDC και Gartner, η αξία της αγοράς εκτιμάται ότι θα φτάσει το 2029 το 1,2 δισ. ευρώ από 0,8 δισ. ευρώ το 2024, καταγράφοντας αύξηση κατά 8%.

Τέλος, στον υπο-κλάδο των Trust Services (ψηφιακές υπογραφές, πιστοποιήσεις, ψηφιακή ταυτοποίηση), η ελληνική αγορά κινείται σε ρυθμούς ταχύτερους της ευρωπαϊκής. Αν και μικρή, επί του παρόντος, σε μέγεθος, η εν λόγω αγορά αναμένεται να διαμορφωθεί σε 9 εκατ. ευρώ το 2029 από 5 εκατ. ευρώ το 2024, που μεταφράζεται σε έναν μέσο ετήσιο ρυθμό ανόδου 14%. Να σημειωθεί ότι η αντίστοιχη αγορά στην Ευρώπη πλανάρει για ετήσια ανάπτυξη 10%, από το 1,1 δισ. ευρώ το 2024 σε 1,8 δισ. ευρώ το 2029 (ετήσια αύξηση 10%).