Η Ελλάδα φοβάται την τεχνητή νοημοσύνη, πιο μπροστά Κένυα και Μεξικό

Μόλις 42% των Ελλήνων έχει χρησιμοποιήσει εφαρμογές AI στην προσωπική του ζωή και 22% στην εργασία. Πρώτες χώρες παγκοσμίως Κένυα και Μεξικό

Τεχνητή Νοημοσύνη © PIXABAY

Μπορεί οι Έλληνες να γνωρίζουν τι εστί τεχνητή νοημοσύνη, ωστόσο λιγότεροι από τους μισούς (το 42%) έχουν χρησιμοποιήσει κάποια εφαρμογή ΑΙ στην προσωπική τους ζωή. Το ποσοστό αυτό, 10 μονάδες χαμηλότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο (52%), δείχνει ότι η Ελλάδα δεν έχει ακόμη κάνει το βήμα από τη θεωρία στην πράξη της τεχνητής νοημοσύνης.

Αντίθετα, σε χώρες όπως η Κένυα και το Μεξικό, η χρήση AI στην καθημερινότητα αγγίζει ή ξεπερνά το 75%, αποδεικνύοντας ότι η υιοθέτηση της τεχνολογίας δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και από την κοινωνική της αποδοχή. Αντίθετα, στην Ισπανία και την Ιαπωνία, χώρες τεχνολογικά προηγμένες, μόλις το 20% δηλώνει ότι έχει χρησιμοποιήσει εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης.

Ούτε οι ψηφιακά ώριμοι Φινλανδοί, Γάλλοι και Αυστριακοί δείχνουν να τρελαίνονται με την ανάμειξη της ΑΙ στην προσωπική τους ζωή, αφού σε ποσοστά 64%, 61% και 60% απαντούν ότι δεν χρησιμοποιούν τεχνητή νοημοσύνη στην καθημερινότητά τους.

Συνολικά, οι Έλληνες, παρότι γνωρίζουν καλά τι είναι η τεχνητή νοημοσύνη, η πραγματική της είσοδος στην καθημερινότητά τους φαίνεται να καθυστερεί. Σύμφωνα με τη νέα διεθνή έρευνα της Focus Bari σε συνεργασία με το δίκτυο IRIS, που πραγματοποιήθηκε σε 14.096 πολίτες από 21 χώρες, η Ελλάδα παραμένει πίσω από τον διεθνή μέσο όρο στη χρήση της AI, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο – ένα εύρημα που αποκαλύπτει ότι η ενημέρωση δεν αρκεί χωρίς εξοικείωση και εμπιστοσύνη.

Δεν θέλουν ΑΙ στη δουλειά οι Έλληνες

Ακόμη πιο χαμηλά κινείται η Ελλάδα όταν πρόκειται για τον επαγγελματικό χώρο: μόλις 22% των εργαζομένων δηλώνει ότι αξιοποιεί τεχνολογίες AI στην εργασία, έναντι 33% παγκοσμίως. Οι επιδόσεις αυτές συγκαταλέγονται στις χαμηλότερες της Ευρώπης, την ώρα που χώρες όπως η Κένυα (75%), το Μεξικό (63%) και η Μαλαισία (58%) έχουν ήδη εντάξει την τεχνητή νοημοσύνη δυναμικά στην παραγωγική διαδικασία.

Η εικόνα αυτή δεν προκαλεί εντύπωση: αντικατοπτρίζει τη συνολική τεχνολογική ωριμότητα της ελληνικής αγοράς και την έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων που εξακολουθούν να λειτουργούν ως τροχοπέδη. Παρά τη δημόσια συζήτηση γύρω από τα οφέλη της AI, η πράξη δείχνει ότι η μετάβαση προς έναν «έξυπνο» τρόπο εργασίας προχωρά αργά και προσεκτικά.

Ενημερωμένοι ναι, καταρτισμένοι όχι

Πάντως, η γνώση της έννοιας της τεχνητής νοημοσύνης είναι σχεδόν καθολική: πάνω από 8 στους 10 Έλληνες (83%) δηλώνουν ότι έχουν ακούσει για την AI, ποσοστό που συμβαδίζει με τον παγκόσμιο μέσο όρο (82%). Ωστόσο, μόλις ένας στους τρεις θεωρεί ότι κατανοεί πραγματικά τι είναι και πώς λειτουργεί – ένδειξη ότι η επιφανειακή εξοικείωση δεν έχει ακόμη μετατραπεί σε ουσιαστική γνώση.

Σε διεθνές επίπεδο, η Κένυα (75%) και η Νιγηρία (66%) βρίσκονται στην κορυφή της κατανόησης της AI, ενώ χώρες όπως η Ισπανία, η Τουρκία και η Αυστρία βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις. Η Ελλάδα κινείται κοντά στον παγκόσμιο μέσο όρο, δείχνοντας ότι οι πολίτες έχουν επίγνωση της τεχνολογίας, χωρίς όμως να αισθάνονται έτοιμοι να την αξιοποιήσουν στην πράξη.

Η ΑΙ ως καριέρα: επιφυλακτικοί οι γονείς

Η έρευνα φωτίζει και τις στάσεις απέναντι στο μέλλον της τεχνητής νοημοσύνης. Όταν οι ερωτηθέντες κλήθηκαν να απαντήσουν αν θα ήθελαν το παιδί τους να εργαστεί στον τομέα της AI, μόνο 38% των Ελλήνων απάντησε θετικά, έναντι 44% παγκοσμίως. Σε χώρες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, όπως η Κένυα (86%), η Νιγηρία (82%) και το Μεξικό (79%), η προθυμία είναι σχεδόν καθολική, υποδηλώνοντας μεγαλύτερη πίστη στο μέλλον της τεχνολογίας ως μοχλού κοινωνικής ανόδου.

Οι Έλληνες, αντίθετα, δείχνουν πιο ρεαλιστές – ή πιο διστακτικοί. Αντιλαμβάνονται τη σημασία της AI, αλλά δεν τη θεωρούν ακόμη σίγουρο επαγγελματικό στοίχημα.

Παρά την αργή υιοθέτηση, η συνολική στάση των Ελλήνων απέναντι στην τεχνητή νοημοσύνη παραμένει θετική αλλά ψύχραιμη. Το 40% των συμμετεχόντων θεωρεί ότι τα πλεονεκτήματα υπερτερούν των κινδύνων – ποσοστό λίγο χαμηλότερο από το 44% του παγκόσμιου μέσου όρου.