Γιατί η “αργή” Ευρώπη στην τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να αποδειχθεί πλεονέκτημα

Η έλλειψη ενέργειας, τα ρυθμιστικά εμπόδια και ο κατακερματισμός των αγορών επιβραδύνουν την Ευρώπη, αλλά την καθιστούν πιο ανθεκτική

Τεχνητή νοημοσύνη και αγορές © 123rf

Η Ευρώπη συχνά εμφανίζεται να κινείται αργά & σταθερά στη σκιά των ΗΠΑ και της Κίνας στην κούρσα για την τεχνητή νοημοσύνη και τις υποδομές που τη στηρίζουν. Ο κατακερματισμός των αγορών της, η αυστηρή ρύθμιση και οι χρόνιες ενεργειακές αδυναμίες λειτουργούν ως τροχοπέδη στη γρήγορη κλιμάκωση των data centers που απαιτεί η νέα γενιά υπολογιστικής ισχύος. Ωστόσο, οι ίδιες αυτές αδυναμίες μπορεί τελικά να μετατραπούν σε στρατηγικό πλεονέκτημα, αναφέρει ανάλυση στο CNBC.

Η σταθερή και πιο προσεκτική ανάπτυξη, η έμφαση στη βιωσιμότητα και η στροφή προς πιο εξειδικευμένες εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης —όπως το inference— δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ένα πιο ανθεκτικό και μακροπρόθεσμα αποδοτικό οικοσύστημα. Αναλυτές αναφέρουν πως οι ίδιοι παράγοντες που περιορίζουν την ανάπτυξή της ως βασικού παίκτη μπορεί τελικά να της προσδώσουν πλεονέκτημα στην «ανθεκτικότητα» των κρίσιμων data center που τροφοδοτούν την άνθηση της τεχνητής νοημοσύνης.

Στον πλανήτη οι ανταγωνιστικές δυνάμεις του χώρου τρέχουν να διπλασιάσουν -αν όχι να τριπλασιάσουν- το σύνολο της δυναμικότητας των data centers που έχουν κατασκευαστεί τα τελευταία σαράντα χρόνια, δήλωσε στο CNBC o Πάνκατζ Σάτσντεβα, ανώτερος εταίρος τεχνολογίας της McKinsey, με την εταιρεία να εκτιμά ότι η αναβάθμιση αυτή θα κοστίσει έως 7 τρισ. δολ. μέχρι το 2030.

Ο ίδιος αναμένει ότι οι ΗΠΑ θα απορροφήσουν το μεγαλύτερο μέρος αυτής της δραστηριότητας, ωστόσο η Ευρώπη θα συνεχίσει να κατασκευάζει υποδομές «με αρκετά ουσιαστικό ρυθμό», σχεδόν διπλασιάζοντας την υφιστάμενη δυναμικότητά της. «Η Ευρώπη συμμετέχει ουσιαστικά στην ανάπτυξη αυτών των υποδομών και, στην πραγματικότητα, συμβαδίζει –ή νομίζουμε ότι θα συμβαδίσει», πρόσθεσε.

Για να το πετύχει, πάντως, η Ευρώπη θα πρέπει να ξεπεράσει σοβαρά «μποτιλιαρίσματα» στην πρόσβαση σε ενέργεια και ρυθμιστικούς κανόνες, όπως τόνισαν ειδικοί στο CNBC.

Νικητές και χαμένοι στο ευρωπαϊκό τοπίο της τεχνητής νοημοσύνης

Το βασικό σημείο συμφόρησης για την Ευρώπη είναι η πρόσβαση στην ηλεκτρική ενέργεια, με το κόστος και τη διαθεσιμότητα να καθορίζουν τη ροή των επενδύσεων στην ήπειρο. Οι Σκανδιναβικές χώρες και η Ισπανία έχουν δει αυξημένο ενδιαφέρον για την κατασκευή data center, χάρη στα πλεονάσματα ενέργειας από υδροηλεκτρικά και ανανεώσιμες πηγές. Αντίθετα, η Γερμανία και η Βρετανία ενδέχεται να είναι λιγότερο ελκυστικές λόγω περιορισμών στην ενεργειακή επάρκεια.

Σε ό,τι αφορά τη συμφόρηση των δικτύων, η Ιταλία συγκαταλέγεται στους «κερδισμένους», με χρόνο σύνδεσης που φθάνει έως τα τρία χρόνια, έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου τεσσάρων ετών, σύμφωνα με το ενεργειακό think tank Ember. Στην αντίπερα όχθη βρίσκονται και πάλι η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία και η Ολλανδία, «όπου είτε δεν υπάρχει επαρκής χωρητικότητα στο δίκτυο είτε υπάρχει τέτοια έλλειψη στο σύστημα που, ουσιαστικά, ισχύει ένα άτυπο μορατόριουμ για το προβλέψιμο μέλλον», δήλωσε ο Τζακς Βάλια, επικεφαλής παγκόσμιων εισηγμένων υποδομών στη Van Lanschot Kempen.

Παρότι οι διαφορές μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών είναι σημαντικές, βραχυπρόθεσμα θα είναι «δύσκολο» να προσεγγίσει η Ευρώπη τις ΗΠΑ, όπου η απορρύθμιση και οι τεράστιες επενδύσεις επιτρέπουν πολύ ταχύτερη ανάπτυξη. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες διαθέτουν περίπου 200 έως 300 data centers, ενώ «οι ΗΠΑ έχουν περίπου 5.400», πρόσθεσε.

Οι περιορισμοί αυτοί οδηγούν σε μια διαφοροποίηση πέρα από τις παραδοσιακές αγορές (Φρανκφούρτη, Λονδίνο, Άμστερνταμ, Παρίσι και Δουβλίνο) και κατευθύνουν τις επενδύσεις σε περιοχές με άφθονους και σταθερούς πόρους. Παράλληλα, έχουν καταβληθεί προσπάθειες επίσπευσης έργων. Για παράδειγμα, στη Βρετανία υπάρχουν περιπτώσεις όπου η κεντρική κυβέρνηση υπερέβη τις τοπικές αρχές και ενέκρινε data center που είχαν αρχικά απορριφθεί. Πέρυσι, η χώρα χαρακτήρισε τα data center ως «Κρίσιμη Εθνική Υποδομή», υπογραμμίζοντας τη σημασία τους στην οικονομική της ατζέντα.

Η ενεργειακή πρόκληση στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης

Η κατανάλωση ενέργειας από τα ενεργοβόρα data centers θα μπορούσε να υπερδιπλασιαστεί και να φτάσει τα 1.000 τεραβατώρες (TWh) το 2026, από 460 TWh το 2022, κυρίως λόγω της τεχνητής νοημοσύνης, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας. Το ηλεκτρικό ρεύμα αποτελεί το μεγαλύτερο κόστος για ένα data center, αν και οι νεότερες, υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις μπορεί να έχουν μειωμένο ενεργειακό βάρος, σύμφωνα με τον Βάλια.

Το πρόβλημα αυτό είναι ιδιαίτερα οξύ για την Ευρώπη, η οποία είδε τους λογαριασμούς ενέργειας να εκτοξεύονται μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει σήμερα το υψηλότερο ενεργειακό κόστος στην Ευρώπη, περίπου 75% υψηλότερο σε σχέση με πριν από την πλήρους κλίμακας επίθεση. Αν και αυτό μπορεί να λειτουργεί αποτρεπτικά για την εγκατάσταση επιχειρήσεων, οι φορείς εκμετάλλευσης προσπαθούν να το εξισορροπήσουν με τον χρόνο αναμονής στα δίκτυα.

Η συμφόρηση στα δίκτυα έχει επίσης προκαλέσει συζητήσεις για το πώς θα πρέπει να γίνεται η προμήθεια ενέργειας. «Υπάρχουν πολλοί κερδοσκόποι στην ουρά, και αυτοί δυσκολεύουν τα πράγματα, γιατί δεν έχουν πρόθεση να κατασκευάσουν data centers. Θέλουν απλώς την ισχύ για να τη μεταπωλήσουν», δήλωσε ο Κέβιν Ρέστιβο της CBRE. Στη Βρετανία ίσχυε το σύστημα “first-come-first-served”, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η σημασία των έργων. Ωστόσο, το σύστημα μεταβαίνει προς ένα μοντέλο “first ready, first connected”, όπου τα έτοιμα έργα θα προηγούνται, περιορίζοντας την κερδοσκοπία.

Παράλληλα, ο πιο αργός ρυθμός αλλαγών επιτρέπει στους developers να είναι πιο επιλεκτικοί στο τι, πού και πώς χτίζουν, δίνοντας στην Ευρώπη τη δυνατότητα να δώσει μεγαλύτερη έμφαση σε υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις. Ο ταχύτερος τρόπος να παρακαμφθούν τα εμπόδια δεν είναι η αναμονή για νέα σύνδεση με το δίκτυο, αλλά το ερώτημα «πού υπάρχει ήδη καλή σύνδεση σε έναν κλάδο που φθίνει;», ώστε τέτοιες τοποθεσίες να μετατραπούν από βιομηχανικές σε τεχνολογικούς κόμβους.

Η μεγάλη ευκαιρία της Ευρώπης στην τεχνητή νοημοσύνη: το AI inference

Είναι απίθανο η Ευρώπη να ηγηθεί στην κατασκευή εγκαταστάσεων για hyperscalers ή για την εκπαίδευση μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης —αυτός ο αγώνας θεωρείται σχεδόν χαμένος. Ωστόσο, υπάρχει η ευρεία εκτίμηση ότι μπορεί να διαπρέψει σε μικρότερες, προσανατολισμένες στο cloud και στη συνδεσιμότητα εγκαταστάσεις, καθώς και σε εκείνες που σχεδιάζονται για AI inference.

Η ήπειρος διαθέτει λίγους προγραμματιστές θεμελιωδών μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης, με τη γαλλική Mistral να είναι η πιο γνωστή, όμως η McKinsey εκτιμά ότι το 70% της συνολικής ζήτησης για AI θα προέρχεται από το inference.

Έτσι, στην Ευρώπη δεν ανακοινώνονται πολλές τεράστιες μονάδες data centers που αφορούν αποκλειστικά την τεχνητή νοημοσύνη, ούτε παρατηρείται ο «ελαφρώς υπερτιμημένος» χαρακτήρας που βλέπουμε αλλού, σύμφωνα με τον Σεμπ Ντόλεϊ της Principal Asset Management. Αυτό καθιστά την αγορά πιο προστατευμένη από μια πιθανή φούσκα υπερπροσφοράς.

Ο ίδιος θεωρεί ότι το AI inference θα πραγματοποιείται στις ίδιες εγκαταστάσεις με το cloud, κάτι που ήδη έχει συμβεί σε ορισμένα αμερικανικά data centers της εταιρείας. Αυτό προσφέρει στους επενδυτές «ένα αρκετά καλό ανοδικό περιθώριο» χωρίς τον έντονο κερδοσκοπικό κίνδυνο που συνοδεύει άλλες μορφές επένδυσης στην τεχνητή νοημοσύνη.

Παράλληλα, πρόκειται για μία ευκαιρία για την Ευρώπη, καθώς το inference πιθανότατα θα πρέπει να πραγματοποιείται εντός των ευρωπαϊκών συνόρων, στο πλαίσιο της προσπάθειας για «κυριαρχία» στην τεχνητή νοημοσύνη. Ωστόσο, έχει διαφορετικές τεχνικές απαιτήσεις — μεγαλύτερη πυκνότητα ισχύος και διαφορετικά συστήματα ψύξης — γεγονός που απαιτεί ευελιξία και ανθεκτικότητα στον σχεδιασμό των υποδομών, σημειώνουν αναλυτές στο CNBC.

Τεχνητή νοημοσύνη και ο κίνδυνος των «εγκαταλελειμμένων» υποδομών

Ο ταχύς ρυθμός ανάπτυξης της τεχνητής νοημοσύνης έχει εντείνει τις συζητήσεις περί φούσκας, η οποία, αν σκάσει, θα μπορούσε να αφήσει πίσω της πλήθος ανενεργών και ακατάλληλων υποδομών. Ακόμη κι αν η τεχνητή νοημοσύνη συνεχίσει την υφιστάμενη πορεία της, υπάρχει ο κίνδυνος τα data centers που κατασκευάζονται σήμερα να μην είναι κατάλληλα για τις μελλοντικές τεχνικές ανάγκες.

Για να μειωθεί αυτός ο κίνδυνος, οι επενδυτές επικεντρώνονται στη διασφάλιση πελατών πριν ξεκινήσει η κατασκευή. Οι κερδοσκοπικά ανεγειρόμενες εγκαταστάσεις αποτελούν «κατάλοιπο του παρελθόντος», σύμφωνα με τον Restivo. Συνήθως, οι developers δεσμεύουν τους πελάτες με συμβόλαια 10 έως 15 ετών, γεγονός που περιορίζει τον κίνδυνο απαξίωσης.

Διαφορετική είναι η περίπτωση όταν ο μισθωτής είναι νεοφυής εταιρεία ή πάροχος neo-cloud, όπου οι συμβάσεις είναι συντομότερες και το ρίσκο μεγαλύτερο. Παρ’ όλα αυτά, ορισμένοι χρηματοδότες και developers εμφανίζονται πλέον πιο άνετοι με αυτούς τους όρους.

Ενδέχεται επίσης να υπάρξουν κοινωνικά προβλήματα κατά την επαναξιοποίηση παλαιών βιομηχανικών χώρων, ειδικά αν η εγκατάσταση που αντικαθίσταται εξακολουθεί να λειτουργεί, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε απώλειες θέσεων εργασίας. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία απαιτεί από τους developers την αναφορά της κατανάλωσης ενέργειας και νερού, καθώς και την αιτιολόγηση της επιλογής τοποθεσίας. Ορισμένα κράτη, όπως η Ισπανία, πηγαίνουν ακόμη πιο μακριά, ζητώντας έκθεση για τον κοινωνικοοικονομικό αντίκτυπο των έργων.

Ωστόσο, ο Ντόλεϊ εκτιμά ότι η αυστηρή ρύθμιση θα αποβεί μακροπρόθεσμα υπέρ της Ευρώπης, καθώς τα data centers θα ενσωματώνονται στις τοπικές κοινωνίες αντί να αποτελούν «πληγή» για την καθημερινότητα των κατοίκων. Η βιωσιμότητα είναι ένας τομέας στον οποίο, όπως επισημαίνει, η Ευρώπη έχει αποδειχθεί πρωτοπόρος.

«Από την πλευρά των αγορών κεφαλαίου, η Ευρώπη μοιάζει με πιο ασφαλή επενδυτική περίπτωση σε σύγκριση με τις ΗΠΑ», σημείωσε ο Dooley. «Και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι είναι δύσκολο να χτίσεις εδώ. Όσο πιο δύσκολο είναι κάτι να αναπαραχθεί, τόσο μεγαλύτερη είναι η μακροπρόθεσμη αξία του».

Τελικά, λόγω της ώθησης προς μια κυρίαρχη τεχνητή νοημοσύνη, επενδυτές και developers ενδέχεται να μην έχουν άλλη επιλογή από το να στραφούν στην Ευρώπη. Η σπανιότητα αυξάνει την κερδοφορία και την ανθεκτικότητα για τους επενδυτές, ενώ η αυστηρή ρύθμιση ενθαρρύνει πιο βιώσιμες και ισορροπημένες αναπτύξεις προς όφελος των πολιτών.

Ωστόσο, δεν θα υπάρξει μία ενιαία συνταγή για την κατασκευή data centers στην Ευρώπη. «Ο κλάδος βρίσκεται ακόμη στη φάση του ‘ψάχνει να καταλάβει ακριβώς τι χρειάζεται’», καταλήγει ο Dooley.