Την ώρα που η Τεχνητή Νοημοσύνη εδραιώνεται με ταχύ ρυθμό στην ευρωπαϊκή επιχειρηματική σκηνή, η Ελλάδα κινείται αντίρροπα. Τα νεότερα στοιχεία της Eurostat για το 2025 αποτυπώνουν με σαφήνεια μια δυσάρεστη εικόνα: η χώρα όχι μόνο κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς τη χρήση τεχνολογιών AI από τις επιχειρήσεις, αλλά καταγράφει και υποχώρηση σε σχέση με το 2024, τη στιγμή που σχεδόν όλα τα υπόλοιπα κράτη-μέλη επιταχύνουν.
Συγκεκριμένα, το 2025 μόλις 8,9% των ελληνικών επιχειρήσεων με 10 ή περισσότερους εργαζομένους δηλώνει ότι χρησιμοποιεί τεχνολογίες Τεχνητής Νοημοσύνης. Το ποσοστό αυτό είναι χαμηλότερο από το 9,8% του 2024, γεγονός που σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν παρακολουθεί απλώς τις εξελίξεις από απόσταση, αλλά χάνει και έδαφος σε έναν τομέα που εξελίσσεται με εκρηκτικούς ρυθμούς και σίγουρα αποτελεί hot topic όχι μόνο πανευρωπαϊκά αλλά και παγκόσμια.

«Το πραγματικό έλλειμμα εντοπίζεται σήμερα στην επιχειρηματικότητα. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν έχουν ακόμη αντιληφθεί πλήρως την ανάγκη να τρέξουν πιο γρήγορα στις διαδικασίες ΑΙ κι εκεί ακριβώς πρέπει να δράσουμε. Αυτό ακριβώς επιχειρούμε να κάνουμε, παρέχοντας κίνητρα για να αξιοποίηση την τεχνητή νοημοσύνη» σχολίασε ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Δημήτρης Παπαστεργίου, αναφερόμενος στα αποτελέσματα της αξιολόγησης της Eurostat.
Μάλιστα, όπως ανακοίνωσε προ ημερών ο υπουργός Ανάπτυξης, Τάκης Θεοδωρικάκος, επίκειται η δημιουργία ειδικού καθεστώτος στον Αναπτυξιακό Νόμο, ύψους 150 εκατ. ευρώ, που θα ενεργοποιηθεί το πρώτο εξάμηνο του 2026 και θα αφορά αποκλειστικά τις ΜμΕ και την ενσωμάτωση λύσεων AI.
Πώς σκοράρει η Ευρώπη
Η εικόνα που αποκαλύπτει, πάντως, η Eurostat, για τη χρήση ΑΙ από τις ελληνικές επιχειρήσεις, γίνεται ακόμη πιο ανησυχητική όταν το ελληνικό ποσοστό συγκριθεί με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, το 20,0% των επιχειρήσεων χρησιμοποιεί AI το 2025, έναντι 13,5% το 2024, καταγράφοντας άνοδο 6,5 ποσοστιαίων μονάδων μέσα σε έναν χρόνο. Αντίθετα, η Ελλάδα κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση, απομακρυνόμενη ακόμη περισσότερο από τον μέσο όρο.
Η σύγκριση με τις χώρες-πρωταθλητές είναι κάτι παραπάνω από έντονη. Στην κορυφή της ευρωπαϊκής κατάταξης βρίσκονται η Δανία με 42,0%, η Φινλανδία με 37,8% και η Σουηδία με 35,0%. Πρόκειται για ποσοστά υπερ-τετραπλάσια των ελληνικών, τα οποία -προφανώς- δείχνουν πόσο βαθιά έχει ενσωματωθεί η Τεχνητή Νοημοσύνη στις επιχειρηματικές διαδικασίες αυτών των οικονομιών.

Ακόμη πιο ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι σχεδόν όλες οι χώρες της ΕΕ κατέγραψαν αύξηση στη χρήση AI μέσα στο 2025. Η Δανία σημείωσε τη μεγαλύτερη άνοδο (+14,5 ποσοστιαίες μονάδες), ακολουθούμενη από τη Φινλανδία (+13,5 π.μ.) και τη Λιθουανία (+12,5 π.μ.). Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις ελάχιστες εξαιρέσεις, όπου αντί για άνοδο καταγράφεται πτώση.
Στην ευρωπαϊκή κατάταξη, η Ελλάδα βρίσκεται πλέον κοντά στον πάτο, δίπλα σε χώρες όπως η Ρουμανία (5,2%), η Πολωνία (8,4%) και η Βουλγαρία (8,5%). Το στοιχείο αυτό αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς το 2021 η Ελλάδα βρισκόταν σε παρόμοια χαμηλά επίπεδα (2,6%), χωρίς ωστόσο να έχει καταφέρει τα επόμενα χρόνια να καλύψει το χάσμα που άνοιξε με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Πού βάζουν ΑΙ οι επιχειρήσεις
Την ίδια στιγμή, η ευρωπαϊκή εικόνα δείχνει ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν υιοθετείται πλέον περιφερειακά, αλλά εισχωρεί στον πυρήνα της επιχειρηματικής λειτουργίας. Το 2025, η πιο διαδεδομένη χρήση AI από τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αφορά την ανάλυση γραπτού λόγου, με ποσοστό 11,8%. Ακολουθεί η χρήση για δημιουργία εικόνων, βίντεο και ήχου (9,5%), για παραγωγή γραπτού ή προφορικού λόγου (8,8%) και για μετατροπή προφορικής γλώσσας σε μηχανικά αναγνώσιμη μορφή (7,2%).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ετήσια μεταβολή αυτών των χρήσεων. Η ανάλυση γραπτού λόγου σημείωσε τη μεγαλύτερη αύξηση σε σχέση με το 2024 (+4,9 ποσοστιαίες μονάδες), ενώ ακολούθησε η παραγωγή γραπτού ή προφορικού λόγου (+3,4 π.μ.). Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι επιχειρήσεις στρέφονται σε εφαρμογές που σχετίζονται άμεσα με πληροφορία, περιεχόμενο και αυτοματοποίηση διαδικασιών.
Σε αυτό το περιβάλλον ταχείας υιοθέτησης, η ελληνική υστέρηση δεν μπορεί να αποδοθεί σε έλλειψη χρόνου ή ωριμότητας της τεχνολογίας. Αντίθετα, προκύπτει ως δομικό πρόβλημα προσαρμογής της επιχειρηματικής βάσης σε μια νέα πραγματικότητα, όπου η AI εξελίσσεται σε εργαλείο ανταγωνιστικότητας και όχι απλώς σε πειραματικό «gadget».
Το συμπέρασμα που προκύπτει από τα στοιχεία είναι σαφές και δύσκολο να αγνοηθεί. Ενώ η Ευρώπη επιταχύνει και η Τεχνητή Νοημοσύνη περνά μαζικά στην καθημερινή λειτουργία των επιχειρήσεων, η Ελλάδα όχι μόνο παραμένει ουραγός, αλλά εμφανίζει και σημάδια οπισθοχώρησης. Σε μια περίοδο όπου το χάσμα δεν μετριέται πλέον σε χρόνια αλλά σε μήνες, η απώλεια εδάφους μεταφράζεται άμεσα σε απώλεια ανταγωνιστικότητας.