Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να αποσύρουν περιορισμούς στις εξαγωγές τσιπ τεχνητής νοημοσύνης προς χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε μια κίνηση που ερμηνεύεται ως διπλωματική νίκη για τις Βρυξέλλες, σύμφωνα με το Politico. Οι περιορισμοί αυτοί είχαν αποφασιστεί από την κυβέρνηση Μπάιντεν τον Ιανουάριο και επρόκειτο να τεθούν σε ισχύ από τις 15 Μαΐου.
Με βάση τον σχεδιασμό, ορισμένες χώρες της ΕΕ –όπως η Πολωνία– θα κατατάσσονταν σε «δεύτερη κατηγορία», με περιορισμένη πρόσβαση στα κρίσιμα chips AI που είναι απαραίτητα για την εκπαίδευση προηγμένων μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης. Η απόφαση είχε προκαλέσει έντονη αντίδραση από ευρωπαίους αξιωματούχους, οι οποίοι υποστήριξαν ότι τέτοιοι περιορισμοί θα υπονόμευαν τη διατλαντική τεχνολογική συνεργασία.
Το Υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ ανακοίνωσε την Τρίτη ότι ξεκίνησε τη διαδικασία ανάκλησης αυτών των μέτρων. Η απόφαση ήρθε λίγες ημέρες πριν τεθούν σε εφαρμογή οι περιορισμοί στις 15 Μαΐου, και θεωρείται ως αποτέλεσμα έντονης ευρωπαϊκής πίεσης. Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εξέφρασε την ικανοποίησή του, τονίζοντας ότι ο κανόνας AI Diffusion Rule θα είχε βλάψει τις διπλωματικές σχέσεις των ΗΠΑ με δεκάδες συμμάχους.
Ο εκπρόσωπος Τύπου Τόμας Ρενιέ δήλωσε στο Politico ότι η Κομισιόν χαιρετίζει την απόφαση των ΗΠΑ να αποσύρουν τον σχετικό κανονισμό. «Είμαστε ικανοποιημένοι που η αμερικανική κυβέρνηση αναγνώρισε ότι ο κανόνας AI Diffusion Rule θα υπονόμευε τις διπλωματικές σχέσεις των ΗΠΑ με δεκάδες χώρες, υποβαθμίζοντάς τις σε καθεστώς δεύτερης κατηγορίας», δήλωσε.
Η υπαναχώρηση αυτή ενδέχεται να αμβλύνει τις εντάσεις που είχαν κλιμακωθεί τους τελευταίους μήνες, καθώς η προηγούμενη κυβέρνηση και στελέχη του τεχνολογικού τομέα στις ΗΠΑ εξαπέλυαν δημόσιες επικρίσεις για τους ευρωπαϊκούς κανόνες σχετικά με τον έλεγχο περιεχομένου, τον ανταγωνισμό στον ψηφιακό χώρο και την τεχνητή νοημοσύνη.
Η Εκτελεστική Αντιπρόεδρος της Επιτροπής, Χένα Βίρκουνεν, που επισκέπτεται αυτή την εβδομάδα τις ΗΠΑ για συναντήσεις με ηγετικά στελέχη της Nvidia (κρίσιμου προμηθευτή τσιπ AI), είχε προηγουμένως ταχθεί ανοιχτά κατά των περιορισμών, μαζί με τον επίτροπο Μάρος Σέφτσοβιτς. Είχαν επισημάνει ότι η ΕΕ αποτελεί βασικό πελάτη των ΗΠΑ για τεχνολογίες αιχμής και ότι η επιβολή φραγμών δεν εξυπηρετεί ούτε τα οικονομικά ούτε τα στρατηγικά συμφέροντα της Ουάσινγκτον.
Ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες είχαν απευθυνθεί διμερώς προς την Ουάσινγκτον για να κατανοήσουν καλύτερα τους περιορισμούς, που απειλούσαν να επιβραδύνουν τις φιλόδοξες επενδύσεις τους στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης. Η Πολωνία, που συγκαταλεγόταν στις χώρες με περιορισμένη πρόσβαση, πίεσε έντονα για την αναθεώρηση της απόφασης, χωρίς ποτέ να λάβει επαρκή εξήγηση για την αρχική κατάταξή της.
Η αντιπαράθεση ώθησε την ΕΕ να επανεξετάσει τον Νόμο για τα Chips, δίνοντας πλέον μεγαλύτερη έμφαση στην ανάπτυξη και παραγωγή AI chips στην Ευρώπη, ως μέρος της τεχνολογικής της αυτονομίας.