Tάσος Ροζολής (ΣΕΚΠΥ): O Στρατός κερδίζει τις μάχες, αλλά η Οικονομία κερδίζει τον πόλεμο

Απαιτείται πολιτική βούληση για να μην χάσει η Ελλάδα τον Οδικό Χάρτη Άμυνας 2030, τονίζει ο πρόεδρος του ΣΕΚΠΥ Τάσος Ροζολής στο powergame.gr

Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Κατασκευαστών Αμυντικού Υλικού (ΣΕΚΠΥ) Τάσος Ροζολής ©ΣΕΚΠΥ

Την ενεργό συμμετοχή της Ελλάδας στο νέο Οδικό Χάρτη για την Άμυνα της Ενωμένης Ευρώπης ζητεί ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Κατασκευαστών Αμυντικού Υλικού (ΣΕΚΠΥ) Τάσος Ροζολής. Ο πρόεδρος του ΣΕΚΠΥ σημειώνει ότι πρέπει να σταματήσουμε να εστιαζόμαστε στα βέτο κατά της Τουρκίας και να κοιτάξουμε το πώς η χώρα θα καταφέρει να συμμετάσχει στην δημιουργία της ενιαίας αμυντικής αγοράς που τώρα διαμορφώνεται στην ΕΕ. Προσθέτει ακόμη ότι αν η Ελλάδα δεν προσαρμοστεί εγκαίρως, θα παραμείνει εκτός των μηχανισμών παραγωγής, σε ρόλο απλού αγοραστή, μια στρατηγική μόνιμης αυτοϋπονόμευσης.

  • Ποιος είναι ο «Οδικός Χάρτης για την Άμυνα» (Roadmap for Defense Readiness 2030) και κατά πόσο μπορεί να εξυπηρετήσει τα εθνικά μας συμφέροντα;

Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται ενώπιον μιας ιστορικής στροφής. Με τη νέα λευκή βίβλο για την Ευρωπαϊκή Άμυνα και την ετοιμότητα στο 2030 (European Defense – Readiness 2030), η Ευρώπη καλείται να «είναι έτοιμη για το 2030» – «to be 2030 ready» αναφέρει, και αυτό σημαίνει να κινηθεί τώρα, όχι αύριο. Ο λεγόμενος «Οδικός Χάρτης για την Άμυνα» (European Defense Roadmap) έρχεται να μεταφράσει τη Λευκή Βίβλο και τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (EUCO) σε συγκεκριμένους στόχους, παραδοτέα και μετρήσιμους δείκτες προόδου.

Η φιλοδοξία είναι ξεκάθαρη: πλήρης αμυντική ετοιμότητα, με Ένοπλες Δυνάμεις που θα μπορούν να προβλέπουν, να προετοιμάζονται και να ανταποκρίνονται σε κάθε μορφή κρίσης – ακόμη και σε υψηλής έντασης πολεμικά περιβάλλοντα. Ο Οδικός Χάρτης προβλέπει ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες (Flagship Initiatives), όπως είναι η European Drone Defense Initiative, το Eastern Flank Watch, το Air Shield Europe και το Space Shield, δηλαδή προγράμματα που θα διαμορφώσουν τον σκληρό πυρήνα της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας.

Στο οικονομικό και βιομηχανικό σκέλος, το πλάνο εστιάζει στην ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Βιομηχανικής Βάσης (European Defense Industrial Base), στη διασφάλιση της ανθεκτικότητας των εφοδιαστικών αλυσίδων, στην απλοποίηση της εσωτερικής αγοράς άμυνας και στην κινητοποίηση δημόσιων και ιδιωτικών κεφαλαίων. Μέσα από εργαλεία όπως το European Defense Industrial Program (EDIP) και το SAFE Framework, θα χρηματοδοτηθούν έργα παραγωγικής κλίμακας και κοινών προμηθειών ήδη από το πρώτο τρίμηνο του 2026.

Κρίσιμος επίσης είναι ο ρόλος της καινοτομίας. Το νέο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανταγωνιστικποτητας (EU Competitiveness Fund) θα εστιάσει σε ανατρεπτικές τεχνολογίες και νέους τεχνολογικούς φορείς (scale-ups, SMEs και mid-caps), ενώ η Μεγάλης Κλίμακας Εταιρική Συνεργασία Δεξιοτήτων (Large-scale Skills Partnership in Aerospace & Defense) θα επιχειρήσει να γεφυρώσει το έλλειμμα ανθρώπινου δυναμικού. Όλα αυτά συνθέτουν ένα φιλόδοξο, ολιστικό πλαίσιο.

  • Η Ελλάδα είναι έτοιμη να αξιοποιήσει αυτόν τον νέο μηχανισμό αμυντικής ενίσχυσης της Ευρώπης; 

Επιτρέψτε μου να είμαι ειλικρινής: όχι, δεν είναι. Αυτό συμβαίνει επειδή ενώ στην Ευρώπη χαράσσεται στρατηγική, στην Ελλάδα κυριαρχεί ο διοικητικός κατακερματισμός και η θεσμική αδράνεια. Η εγχώρια αμυντική βιομηχανία δεν έχει πίσω της έναν ενιαίο, σταθερό μηχανισμό σχεδιασμού και συντονισμού.

Ο ΣΕΚΠΥ έχει εδώ και χρόνια καταθέσει τη σαφή του θέση, ότι πρέπει να συγκροτηθεί διακριτή Κυβερνητική Δομή – είτε Υφυπουργείο είτε Γενική Γραμματεία Αμυντικής Βιομηχανίας – με συνταγματική συνέχεια και διακομματική αποδοχή, ώστε να υπάρχει μακροπρόθεσμη εθνική στρατηγική, συστηματική στήριξη του οικοσυστήματος, και πραγματική ενσωμάτωση των ελληνικών επιχειρήσεων στα εξοπλιστικά προγράμματα.

Η απουσία τέτοιας δομής αποδυναμώνει τη συμμετοχή των ελληνικών εταιρειών στα ευρωπαϊκά προγράμματα και στερεί τη χώρα από αναπτυξιακή δυναμική. Δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε τον τροχό. Οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Ιταλία, η Τουρκία και το Ισραήλ έχουν θεσμοθετήσει αντίστοιχες κρατικές δομές, αναγνωρίζοντας ότι η αμυντική βιομηχανία είναι στρατηγικό εργαλείο εθνικής ισχύος – όχι απλώς ένας τομέας προμηθειών.

Και για να το πω όσο πιο καθαρά γίνεται -ο ΣΕΚΠΥ δεν χαράσσει πολιτική· αυτό είναι ευθύνη της Πολιτείας. Όμως, η σημερινή κατάσταση είναι – επιεικώς – απαράδεκτη. Αρκεί να δείτε τι έγινε στη διεθνή έκθεση FEINDEF 2025 στη Μαδρίτη. Εκεί όπου η Τουρκία είχε παρουσία όχι μόνο με εταιρείες, αλλά με την Προεδρική Γραμματεία Αμυντικής Βιομηχανίας (SSB). Ένα κρατικό όργανο που σχεδιάζει, συντονίζει και χρηματοδοτεί τη βιομηχανική της πολιτική.

Και την ίδια στιγμή, η Κύπρος – μια μικρή χώρα με περιορισμένους πόρους αλλά ξεκάθαρη στρατηγική – είχε συγκροτημένη παρουσία, με εκπροσώπηση μέσω του Συνδέσμου Εταιρειών Έρευνας και Καινοτομίας (ΚΣΕΕΚ) και στενή συνεργασία με το Υπουργείο Άμυνας. Μέσα σε λίγα χρόνια, η Κύπρος έχει αναπτύξει πραγματική συνέργεια κράτους-βιομηχανίας-ακαδημαϊκής κοινότητας, συμμετέχοντας ενεργά σε έργα του European Defense Fund (EDF) και διαμορφώνοντας εικόνα σοβαρού, αξιόπιστου εταίρου στο ευρωπαϊκό αμυντικό οικοσύστημα. Είναι η απόδειξη ότι, όταν υπάρχει πολιτική βούληση και θεσμική συνέχεια, ακόμη και ένα μικρό κράτος μπορεί να επιβληθεί με κύρος και αποτέλεσμα.

Εμείς, αντίθετα, πηγαίνουμε μεμονωμένα, χωρίς συντονισμό, χωρίς κοινή ταυτότητα, χωρίς θεσμικό εκπρόσωπο. Αν λοιπόν θέλουμε ο «Οδικός Χάρτης για την Άμυνα» να εξυπηρετήσει τα εθνικά μας συμφέροντα, πρέπει πρώτα να αποκτήσουμε πολιτική βούληση για κατάρτιση εθνικού χάρτη βιομηχανικής επιβίωσης. Γιατί, όπως λέμε συχνά, ότι «ο Στρατός κερδίζει τις μάχες, αλλά η Οικονομία κερδίζει τον πόλεμο».

  • Ποιες προϋποθέσεις θέτει ο Οδικός Χάρτης για τη συμμετοχή μιας χώρας και αν η Ελλάδα μπορεί να καλύψει αυτές τις προϋποθέσεις;

Η ελληνική αμυντική βιομηχανία έχει πλέον εισέλθει σε φάση ωρίμανσης. Παράγει τεχνολογίες υψηλού επιπέδου ετοιμότητας – από συστήματα διοίκησης και ελέγχου (C2) έως προηγμένα ηλεκτροοπτικά, αισθητήρες, mini δορυφόρους, UAVs και anti drone λύσεις – και συμμετέχει με συνέπεια σε ευρωπαϊκά και διεθνή προγράμματα.

Ακόμη, διαθέτει ένα διαφοροποιημένο, εξωστρεφές οικοσύστημα με εταιρείες που έχουν αποδεδειγμένη παρουσία σε ΝΑΤΟϊκές και ευρωπαϊκές αγορές, ενώ η συμμετοχή της χώρας στα προγράμματα του European Defense Fund (EDF) – το ευρωπαϊκά αναγνωρισμένο πια Success Story μας – με πάνω από 100 εκατ. ευρώ επενδύσεων, αποδεικνύει τη θεσμική και τεχνολογική της ωριμότητα.

Το 2023, ελληνικές οντότητες συμμετείχαν σε 28 από τα 54 έργα του EDF και ηγούνται ως συντονιστές (coordinators) σε εννέα. Αυτά τα αποτελέσματα, σε συνδυασμό με εκείνα των προηγούμενων κύκλων, δείχνουν ότι μέσα από τα ευρωπαϊκά προγράμματα δημιουργείται η κρίσιμη μάζα για μια νέα γενιά αμυντικής καινοτομίας «Made in Greece». Σε αυτή την επιτυχία, ευελπιστώ ότι έβαλε το λιθαράκι του και ο ΣΕΚΠΥ, μέσω του EDF Helpdesk που αναπτύξαμε σε συνεργασία με την Ernst & Young, παρέχοντας στα μέλη μας συστηματική υποστήριξη και καθοδήγηση. Όμως, αυτό που απομένει δεν είναι ζήτημα ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αλλά είναι ζήτημα θεσμικής σταθερότητας.

Χρειάζεται ένα σταθερό και προβλέψιμο εθνικό πλαίσιο, ώστε αυτή η ωριμότητα να μετατραπεί σε βιώσιμη παραγωγική συνέχεια. Η χώρα μας εξακολουθεί να παραμένει χωρίς θεσμική στέγη για την αμυντική βιομηχανία, χωρίς ενιαίο σχεδιασμό, χωρίς διαχρονική πολιτική και χωρίς συντονισμένο μηχανισμό υποστήριξης ή υλοποίησης. Η συμμετοχή των ελληνικών εταιρειών στα εξοπλιστικά προγράμματα γίνεται αποσπασματικά, ευκαιριακά και χωρίς εγγύηση συνέχειας.

  • Στο πρόγραμμα SAFE η Ελλάδα έχει μια μάλλον «υποτονική» συμμετοχή. Μπορεί αυτό να επαναληφθεί και στον Οδικό Χάρτη και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις; 

Η υποτονική συμμετοχή της Ελλάδας στο SAFE είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα. Από τα μικρότερα ποσά που εγκρίθηκαν προς εκταμίευση, το ελληνικό είναι ελάχιστο. Το κυπριακό για παράδειγμα, υπερβαίνει το ένα δισεκατομμύριο ευρώ. Και τα δύο κράτη-μέλη έχουν το ίδιο θεσμικό πλαίσιο, αλλά διαφορετική πολιτική βούληση. Η Κύπρος κατέθεσε Εθνικό Σχέδιο, προσδιορίζοντας με σαφήνεια πώς θα αξιοποιήσει στο μέγιστο δυνατό την ευρωπαϊκή οικονομική βοήθεια.

Η Ελλάδα, αντίθετα, επικαλείται εσωτερικές δεσμεύσεις και χρονοδιαγράμματα. Το νέο Μακροπρόθεσμο Πρόγραμμα Αμυντικών Εξοπλισμών (ΜΠΑΕ), με ορίζοντα υλοποίησης 2025-2037, περιλαμβάνει την προτεραιοποίηση όλων των εξοπλιστικών προγραμμάτων των Ενόπλων Δυνάμεων. Όμως αυτά δεν μπορούν να αποτελούν εμπόδιο στην αξιοποίηση τέτοιων ιστορικών ευκαιριών σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η Ευρώπη προχωρά στη δημιουργία μιας ενιαίας αμυντικής αγοράς, όπου όποιος συμμετέχει ενεργά θα καθορίζει και τους κανόνες. Η Ελλάδα, αν δεν προσαρμοστεί εγκαίρως, θα παραμείνει εκτός των μηχανισμών παραγωγής, σε ρόλο απλού αγοραστή. Και αυτό, σε μια περίοδο υπαρξιακής απειλής εξ Ανατολών, δεν είναι επιλογή – είναι στρατηγική αυτοϋπονόμευση.

  • Μιας και είμαστε στο SAFE, νομίζετε ότι μπορεί ν’ αποτραπεί η συμμετοχή της Τουρκίας στο πρόγραμμα με δεδομένη τη θέληση των ισχυρών βορειοευρωπαίων να την εντάξουν σε αυτό;

Η λογική του «να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα» – το να ζητάμε BETO στη συμμετοχή της Τουρκίας στο SAFE ή στον Οδικό Χάρτη χωρίς εμείς να έχουμε καταθέσει εθνικό σχέδιο αντάξιο των εθνικών απαιτήσεων ή να έχουμε διεκδικήσει ενεργό ρόλο – δεν είναι στρατηγική. Η Τουρκία, μέσω της Προεδρικής Γραμματείας Αμυντικής Βιομηχανίας (SSB), λειτουργεί ως κράτος-βιομηχανία. Διαθέτει συνέχεια, συνέργειες και χρηματοδότηση.

Η Ελλάδα δεν μπορεί να την αντιμετωπίσει με ευχές. Χρειάζεται θεσμική αντεπίθεση. Αν δεν υπάρξει εθνικό πλαίσιο συντονισμού, θα χάσουμε το momentum. Η ΕΕ κινείται με ρυθμούς Readiness 2030 κι εμείς ακόμη συζητάμε ποιος φορέας θα κάνει τι. Όσο καθυστερούμε, τόσο συρρικνώνεται ο ρόλος μας. Η ουσία είναι απλή – η Ελλάδα έχει βιομηχανία, τεχνολογία και ανθρώπους που μπορούν να σταθούν επάξια. Αυτό που λείπει είναι το κράτος, η συνέχεια, η δομή, η στρατηγική. Χωρίς αυτά, θα συνεχίσουμε να παλεύουμε με την ίδια εσωστρέφεια, βλέποντας τις ευκαιρίες να χάνονται.

Για πόσο ακόμη θα βλέπουμε τις ευκαιρίες να περνούν, σαν μια επαναλαμβανόμενη σκηνή από το βιομηχανικό μας παρελθόν; Το μέλλον να περνάει ξανά από μπροστά μας κι εμείς εγκλωβισμένοι στο ίδιο βιομηχανικό déjà vu.

  • Στο παρελθόν είχατε συναντηθεί οι εκπρόσωποι της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας με την κυβέρνηση στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, σχετικά με την εντατικοποίηση της ελληνικής προστιθέμενης αξίας στις αμυντικές δαπάνες. Ποια βήματα έχουν γίνει έκτοτε προς αυτή την κατεύθυνση;

Θα προσπαθήσω να μην μακρηγορήσω: ουδεμία ουσιαστική πρόοδος έχει συντελεστεί. Παρά τις διακηρύξεις περί «ενίσχυσης της ελληνικής προστιθέμενης αξίας», η πραγματικότητα είναι ότι το θεσμικό κενό παραμένει – δεν υπάρχει ούτε φορέας, ούτε μηχανισμός, ούτε νομοθετική υποχρέωση που να διασφαλίζει τη συμμετοχή της εγχώριας βιομηχανίας στα εξοπλιστικά προγράμματα.

Το μόνο που έχει αλλάξει είναι η ίδρυση, τον περασμένο Απρίλιο, της Γενικής Γραμματείας Εθνικής Ασφάλειας (ΓΓΕΑ), υπαγόμενης απευθείας στην Προεδρία της Κυβέρνησης, με επικεφαλής τον κ. Θάνο Ντόκο. Η Γραμματεία αυτή έχει αναλάβει τον συντονισμό σε θέματα εθνικής ασφάλειας και τον ρόλο υποστήριξης του Πρωθυπουργού και του ΚΥΣΕΑ, ενώ το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας περιορίζεται σταδιακά σε πιο γραφειοκρατικό και διεκπεραιωτικό ρόλο.

Αν η ΓΓΕΑ αποκτήσει πραγματική εποπτεία επί των εξοπλιστικών και λειτουργήσει ως κεντρικός μηχανισμός διακυβέρνησης της αμυντικής πολιτικής, μπορεί να αποτελέσει σημείο τομής. Ωστόσο, μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει ούτε στρατηγικό πλαίσιο ούτε ενιαία πολιτική απόφαση που να καθιστά υποχρεωτική τη συμμετοχή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας στα προγράμματα προμηθειών.

  • Πού βρίσκεται το 12ετές εξοπλιστικό πρόγραμμα και κατά πόσο έχει εξειδικευθεί σε ένα ρεαλιστικό και βιώσιμο αμυντικό πρόγραμμα της χώρας;

Με την έγκριση του Μακροπρόθεσμου Προγράμματος Αμυντικών Εξοπλισμών (ΜΠΑΕ), που χαράσσει τις εξοπλιστικές προτεραιότητες για την περίοδο 2025-2037, με προϋπολογισμό άνω των 30 δισ. ευρώ, η Ελλάδα εισέρχεται σε μια κρίσιμη φάση. Η πίεση είναι μεγάλη: οι γεωπολιτικές εντάσεις, η αποσταθεροποίηση στη ΝΑ Μεσόγειο και οι αυξημένες επιχειρησιακές ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων δεν επιτρέπουν άλλες καθυστερήσεις.

Οι Ένοπλες Δυνάμεις έχουν ήδη ολοκληρώσει την προτεραιοποίηση και κοστολόγηση των αναγκών τους. Πολλά από τα προγράμματα έχουν εγκριθεί ακόμη και από το Συμβούλιο Αρχηγών Γενικών Επιτελείων (ΣΑΓΕ) και βρίσκονται πλέον στο γραφείο του Υπουργού Εθνικής Άμυνας. Απομένει η πολιτική απόφαση και η υπογραφή των συμβάσεων, ώστε να προχωρήσουν στο ΚΥΣΕΑ και να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις με τις εταιρείες.

Η Γενική Γραμματεία Εθνικής Ασφάλειας έχει εδώ κρίσιμο ρόλο. Μπορεί να ελέγχει μέσω του ΚΥΣΕΑ τα εξοπλιστικά προγράμματα, να παρακολουθεί την εκτέλεση και να συντονίζει την αλληλεπίδραση με τα συναρμόδια υπουργεία. Συγκεκριμένα, έχει αναλάβει, την εποπτεία των εξοπλιστικών, τον σχεδιασμό της δομής δυνάμεων και σωμάτων ασφαλείας, και την προώθηση έργων εκσυγχρονισμού και προμηθειών.

Στην πράξη, το Μέγαρο Μαξίμου έχει πλέον τη δυνατότητα να κινεί τις διαδικασίες ταχύτερα από το Υπουργείο Άμυνας, εξασφαλίζοντας πολιτικό έλεγχο στις στρατηγικές αποφάσεις. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί θετικό, μόνο όμως αν συνδυαστεί με τη συστηματική εμπλοκή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Στις χώρες που αποτελούν παραδείγματα βιομηχανικής συνέπειας – όπως η Τουρκία και το Ισραήλ – καμία εξοπλιστική προμήθεια δεν προχωρά χωρίς εθνική συμμετοχή. Κάθε ευρώ που δαπανάται για άμυνα επιστρέφει στην οικονομία, δημιουργεί θέσεις εργασίας, τεχνογνωσία και τεχνολογική αυτάρκεια. Η απουσία κεντρικού φορέα διαχείρισης οδηγεί σε καθυστερήσεις, ασάφεια και ανασφάλεια.

Το εξοπλιστικό πρόγραμμα θα μπορούσε να αποφέρει επιστροφές άνω των 6-8 δισεκατομμυρίων ευρώ στην εγχώρια βιομηχανία μέσα στην επόμενη 12ετία, εάν υπήρχε θεσμική κατοχύρωση συμμετοχής. Η κυβερνητική εξαγγελία για 25% ελληνική συμμετοχή στα εξοπλιστικά παραμένει μόνο σε επίπεδο υπηρεσιακού σημειώματος του Υπουργού προς τη ΓΔΑΕΕ. Δεν υπάρχει νομοθετική δέσμευση και υπάρχει ορατός κίνδυνος να μείνει γράμμα κενό. Να επαναληφθεί δηλαδή το φαινόμενο των Belharra και Rafale, όπου η ελληνική συμμετοχή περιορίστηκε σε ελάχιστες συμπληρωματικές συνεργασίες.

  • Η Ευρώπη λέει ότι μέχρι το 2030 πρέπει να είναι έτοιμη για πόλεμο. Κατά τη γνώμη σας είναι υπερβολική αυτή η παρότρυνση ή όχι;

Ρεαλιστικά, όχι. Η Ευρώπη, μετά από δεκαετίες «μερίσματος ειρήνης», βρίσκεται αντιμέτωπη με έλλειμμα 600 δισ. ευρώ σε αμυντικές επενδύσεις. Παράλληλα, η παρότρυνση «να είναι 2030-ready» δεν είναι υπερβολή· είναι αναγκαιότητα.

Το ΝΑΤΟ παραμένει ο βασικός πυλώνας ασφαλείας, αλλά η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να αναπτύξει αυτοδύναμη ικανότητα αποτροπής. Ο Οδικός Χάρτης Defence Readiness 2030 είναι το πρώτο ολοκληρωμένο πλαίσιο για την ενίσχυση των ευρωπαϊκών αμυντικών ικανοτήτων και την αποκατάσταση της βιομηχανικής βάσης. Υπάρχουν εύλογες ανησυχίες για επικάλυψη με τις πρωτοβουλίες του ΝΑΤΟ, αλλά στην πραγματικότητα οι προσπάθειες της ΕΕ ενισχύουν τη συλλογική αποτροπή.

Το NATO Defense Planning Process (NDPP) βασίζεται στην παραδοχή της διαρκούς αμερικανικής συμμετοχής – κάτι όλο και λιγότερο βέβαιο. Η Ευρώπη, επομένως, πρέπει να ενισχύσει τις δικές της ικανότητες, όχι εναντίον του ΝΑΤΟ, αλλά για λογαριασμό του ΝΑΤΟ.

Ο Οδικός Χάρτης δεν είναι πανάκεια· έχει αδυναμίες. Δεν καλύπτει τη συνεισφορά χωρών εκτός ΕΕ. όπως το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Νορβηγία, και απαιτεί μεγαλύτερη πολιτική δέσμευση από τα κράτη-μέλη, που θα πρέπει να παράσχουν δεδομένα για τις εθνικές τους δυνατότητες και να ενισχύσουν τους μηχανισμούς σχεδιασμού.

Επίσης η χρηματοδότηση είναι κρίσιμο σημείο. Η ΕΕ έχει ήδη κινητοποιήσει νέους πόρους πρώτον, με τη χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων για αύξηση αμυντικών δαπανών και δεύτερον με το SAFE Loan Instrument ύψους 150 δισ. ευρώ. Επίσης στα παραπάνω πρέπει να συνυπολογιστεί η δυνατότητα προμηθειών με ή για την Ουκρανία, και η ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Επενδυτικού Ταμείου (EIB).

Η συμφωνία για το European Defence Industrial Programme (EDIP) διασφαλίζει τη συνέχεια της κοινής προμήθειας και της βιομηχανικής στήριξης, ενώ τα κράτη-μέλη ακόμα συζητούν τη χρήση των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων για τη χρηματοδότηση της άμυνας.

Σε βιομηχανικό επίπεδο, η πρόκληση είναι να οικοδομηθεί μια ενιαία ευρωπαϊκή αγορά άμυνας, χωρίς εθνικούς φραγμούς. Η Επιτροπή προωθεί την αναθεώρηση των οδηγιών προμηθειών, την ενοποίηση της αγοράς και την ενίσχυση των SMEs και mid-caps. Ωστόσο, χωρίς κοινό, μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, η Ευρώπη θα συνεχίσει να υστερεί έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας στην αμυντική παραγωγή μεγάλης κλίμακας.

Συμπερασματικά, η φράση «έτοιμη για πόλεμο το 2030» δεν είναι σύνθημα· είναι περισσότερο έκκληση για δράση. Η ΕΕ μπορεί να προσφέρει τα εργαλεία, αλλά μόνο τα κράτη-μέλη μπορούν να παράξουν ικανότητες. Και η Ελλάδα πρέπει να είναι μέσα σε αυτή τη διαδικασία, όχι στο περιθώριο. Γιατί στο τέλος της ημέρας, η ισχυρή άμυνα δεν είναι πολυτέλεια – είναι προϋπόθεση εθνικής επιβίωσης.