Την αλλαγή του τρόπου της δημόσιας χρηματοδότησης του ΕΣΥ και, γενικότερα, του δημοσίου συστήματος Υγείας της χώρας μας, με την καθολική κάλυψη των αναγκαίων δημοσίων δαπανών Υγείας από την γενική φορολογία, αποκλειστικά, και με πρωταρχικό επιτελικό τον ρόλο του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ), και όχι και από την γενική φορολογία και από την κοινωνική ασφάλιση, προτείνει σήμερα στο powergame.gr ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Κυριάκος Σουλιώτης.
Ο καθηγητής μας εξηγεί επίσης ότι η εισαγωγή της φαρμακευτικής και της ιατροτεχνολογικής καινοτομίας στη χώρα μας εμφανίζεται ως ικανοποιητική, σε αντίθεση με την εικόνα την οποία μπορεί να έχει διαμορφώσει κανείς από τον “σκληρό” δημόσιο διάλογο και τα εκατέρωθεν επιχειρήματα και ισχυρισμούς, ενώ ο Κυριάκος Σουλιώτης τονίζει ακόμη ότι η ορθή χρήση των πόρων στο σύστημα Υγείας, ιδιαιτέρως το δημόσιο σύστημα Υγείας πρέπει να είναι ο διαρκής στόχος της κυβερνητικής πολιτικής Υγείας
– Κύριε καθηγητά, μιλάμε διαρκώς και επιμόνως περί αδυναμίας της Ελλάδας να ενσωματώσει σε εύλογο χρονικό διάστημα την φαρμακευτική καινοτομία, αλλά και την διαρκώς εξελισσόμενη νέα, καινοτόμα επίσης, ιατροτεχνολογική πρόοδο. Πρόκειται για ελληνικό φαινόμενο ή τα συστήματα Υγείας κλονίζονται διεθνώς, εξαιτίας των ως άνω δύο παραγόντων;
Η διάθεση -δηλαδή η αποζημίωση- νέων, καινοτόμων διαγνωστικών και θεραπευτικών μεθόδων από ένα σύστημα υγείας, με όρους όμως που δεν θα θέτουν σε κίνδυνο την οικονομική του λειτουργία και τη βιωσιμότητά του, αποτελεί βασικό στόχο της πολιτικής υγείας σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες. Υπό αυτό το πρίσμα και η χώρα μας, η οποία στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας βρέθηκε αντιμέτωπη με μία ακραία δυσμενή οικονομική πραγματικότητα, καλείται να υλοποιήσει τον στόχο αυτό, ήτοι να διασφαλίσει απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών στην καινοτομία, με τους συμφερότερους δυνατούς όρους για το κράτος. Σε μεγάλο βαθμό αυτό υλοποιείται, καθώς πολλά νέα φάρμακα έχουν αξιολογηθεί και αποζημιώνονται στη βάση και μιας διαδικασίας διαπραγμάτευσης, αν και φορείς της αγοράς επισημαίνουν ότι κάποια άλλα δεν κυκλοφορούν καθόλου ή η έγκριση της αποζημίωσής τους στη χώρα καθυστερεί. Ως προς τούτο, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι λόγω του πρόσφατου παρελθόντος πολλές εταιρείες είναι επιφυλακτικές απέναντι στο ενδεχόμενο να αιτηθούν τιμολόγησης και αποζημίωσης των νέων φαρμάκων μέσα από τη βασική διαδικασία. Αυτό εκτιμώ ότι θα αντιμετωπισθεί αφού η σχετική δαπάνη κινείται αυξητικά και άρα μπορεί να καλύψει το κόστος των νέων θεραπειών, ωστόσο, πέραν τούτου απαιτείται η διαμόρφωση ενός σταθερού και προβλέψιμου περιβάλλοντος για όλους τους δρώντες.
– Οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν Εθνικό Σύστημα Υγείας, με αποτέλεσμα να έχουν την δυνατότητα να εγκρίνουν, μέσω της ομοσπονδιακής υπηρεσίας Φαρμάκων και Τροφίμων (FDA) της χώρας, σε πολύ μικρό και σύντομο χρονικό διάστημα ακόμη και καινοτόμα φάρμακα με αστρονομικές τιμές λιανικής για τους ασθενείς και τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες. Είναι ποτέ δυνατόν η Ευρώπη και τα ευρωπαϊκά εθνικά συστήματα Υγείας να πιάσουν τέτοια ταχύτητα στις αντίστοιχες ρυθμιστικές τους διαδικασίες;
Το σύστημα υγείας των ΗΠΑ διακρίνεται για την άμεση διάθεση τεχνολογίας αιχμής, μεγάλο μέρος της οποίας μην ξεχνάμε ότι είναι αποτέλεσμα της ερευνητικής δραστηριότητας που υλοποιείται στη χώρα, με οικονομικούς όμως όρους που, αφενός είναι δυσβάσταχτοι οικονομικά και αφετέρου δεν διέπονται από το πνεύμα της αλληλεγγύης στο οποίο βασίζονται τα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας. Είναι ένα σύστημα το οποίο χαρακτηρίζεται από πληθωριστικές συνθήκες λειτουργίας, με το πολύ υψηλό κόστος των φροντίδων να επιβαρύνει κυρίως ιδιώτες πληρωτές. Σε ένα τέτοιο σύστημα, στο οποίο μεγάλο μέρος των αναγκών υγείας παραμένουν ακάλυπτες κα οι ανισότητες στην πρόσβαση στις φροντίδες είναι εκτεταμένες, η άμεση έγκριση των καινοτόμων θεραπειών δεν εγγυάται εκτεταμένο κοινωνικό όφελος. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι είναι κρισιμότερο να υιοθετηθεί μια περισσότερο «κοινωνική» λογική από τις ΗΠΑ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τυχόν καθυστερήσεις στην πρόσβαση στην καινοτομία στα ευρωπαϊκά κράτη δεν είναι αναγκαίο να αντιμετωπιστούν, ιδίως εφόσον αυτές οφείλονται σε γραφειοκρατικά εμπόδια.
– Κύριε καθηγητά, είστε από εκείνους οι οποίοι προτείνουν, εάν δεν κάνουμε μεγάλο λάθος, την κατάργηση της διττής χρηματοδότησης των δημοσίων δαπανών Υγείας, από την κοινωνική ασφάλιση και την γενική φορολογία, και την αντικατάσταση του εν λόγω συστήματος με την αποκλειστική χρηματοδότηση των δημοσίων δαπανών Υγείας από την γενική φορολογία. Ποια πλεονεκτήματα βλέπετε σε αυτό το μοντέλο που προτείνετε;
Αυτή η προσέγγιση βασίζεται στο ότι η συμμετοχή των δύο βασικών πυλώνων δημόσιας χρηματοδότησης των υπηρεσιών υγείας κινείται διαχρονικά στα ίδια επίπεδα (30% κρατικός προϋπολογισμός και 32% υποχρεωτική, κοινωνική ασφάλιση), συνθήκη η οποία αφενός δεν συναντάται σε άλλες χώρες και αφετέρου δημιουργεί ένα κενό το οποίο καλύπτεται με μεγάλη ατομική επιβάρυνση. Αυτό που είναι σήμερα κρίσιμο και έχει προταθεί από μία ομάδα εργασίας που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο μιας σχετικής πρωτοβουλίας της διαΝΕΟσις για το «Νέο ΕΣΥ», αφορά όχι τόσο στη συλλογή των οικονομικών πόρων όσο στη μετέπειτα διαχείρισή τους. Για το ζήτημα αυτό και προκειμένου το κράτος να ασκήσει ακόμα πιο αποτελεσματικά την ολιγοψωνιακή του δύναμη, έχουμε προτείνει τη διαχείριση του συνόλου της δημόσιας χρηματοδότησης των υπηρεσιών υγείας από τον ΕΟΠΥΥ, ο οποίος ιδρύθηκε γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Ο ενιαίος αυτός πληρωτής, θα μπορέσει με τον τρόπο αυτό να ενισχύσει την πλευρά της ζήτησης-χρηματοδότησης και να επιβάλει ενιαίους κανόνες και standards ποιότητας σε όλο το φάσμα των υπηρεσιών υγείας, ήτοι τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Από την άλλη, μέσα από ένα πλέγμα συμβολαίων και συμβάσεων θα καταστεί εφικτή η υιοθέτηση νέων σχημάτων αποζημίωσης που θα προάγουν την αποτελεσματικότητα των παρεχόμενων φροντίδων και θα αποτελέσουν βάση για υψηλότερες αμοιβές του προσωπικού, στόχος ο οποίος είναι επίσης κρίσιμο να τεθεί σε προτεραιότητα.
– Με δεδομένη τη δημοσιονομική στενότητα της χώρας μας, η οποία βρίσκεται υπό ένα sui generis καθεστώς μεταμνημονιακής επιτήρησης, εκτιμάτε ότι είναι βάσιμες οι διαμαρτυρίες από ορισμένες πλευρές περί μεγάλων καθυστερήσεων στον εκσυγχρονισμό του συστήματος, αλλά και στην ενσωμάτωση της φαρμακευτικής και της ιατροτεχολογικής καινοτομίας;
Η χώρα μας, αν και τα τελευταία χρόνια (δεδομένα 2019-2022) αυξάνει τη δαπάνη υγείας με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 4,5%, ο οποίος είναι υψηλότερος από τον αντίστοιχο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (27) (3,4%), δεν έχει καταφέρει να προσεγγίσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στην κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας, λόγω του δυσμενούς αφετηριακού σημείου, το οποίο διαμορφώθηκε την εποχή της οικονομικής κρίσης. Είναι ενδεικτικό ότι την περίοδο 2015-2019, τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 1,1% για την Ελλάδα έναντι 3,6% για την Ευρωπαϊκή Ένωση (27). Συνεπώς, θα χρειαστεί χρόνος για να επιτευχθεί η αναγκαία σύγκλιση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Ωστόσο, η αύξηση της δαπάνης υγείας είναι αναγκαία αλλά όχι αποκλειστική συνθήκη για την ταχύτερη ενσωμάτωση της καινοτομίας αφού αφενός το 1/3 της δαπάνης αυτής καταβάλλεται από τους ίδιους τους πολίτες και αφετέρου απαιτούνται και άλλες παρεμβάσεις προκειμένου να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των φροντίδων και η αποδοτική χρήση των πόρων. Ίσως ήρθε η ώρα για ένα νέο υπόδειγμα οργάνωσης και διοίκησης συνολικά στο σύστημα υγείας, θέμα για το οποίο έχουν επίσης κατατεθεί προτάσεις στον σχετικό επιστημονικό διάλογο. Χρειαζόμαστε ένα σύστημα υγείας με σταθερή και δίκαιη χρηματοδότηση, κατανομή των πόρων με τρόπο τεκμηριωμένο, περιοδικό ανασχεδιασμό στη βάση των πραγματικών αναγκών και αξιολόγηση σε όλα τα σημεία. Η τελευταία θα αποτελέσει και τον οδηγό για την κατανομή των πρόσθετων οικονομικών πόρων που έχει ανάγκη το σύστημα.
– Κύριε καθηγητά, από το 2018 η Κομισιόν έχει προειδοποιήσει ότι οι χώρες με πολύ υψηλό ποσοστό δημοσίων δαπανών Υγείας, επί του συνόλου των δαπανών Υγείας, αντιμετωπίζουν ορατό τον κίνδυνο σε μία κυκλικότητα της οικονομίας να υποχρεωθούν σε μεγάλα ποσοστά περικοπών για αυτές τις δημόσιες δαπάνες τους, ασφαλώς υπέρ της αύξησης των ιδιωτικών τους δαπανών Υγείας. Θα μπορούσαμε να πούμε, εξ αντιδιαστολής και παραδόξως, ότι η Ελλάδα δεν απειλείται να βρεθεί αντιμέτωπη με έναν τέτοιον κίνδυνο, στο ορατό μέλλον;
Η χώρα μας δεν έχει περιθώριο για περαιτέρω μετακύλυση κόστους των υπηρεσιών υγείας στα νοικοκυριά. Επιπλέον, έχουμε ένα ατράνταχτο επιχείρημα απέναντι στους εταίρους μας. Η δημόσια χρηματοδότηση των υπηρεσιών υγείας στην Ελλάδα υπολείπεται της αντίστοιχης πολλών ευρωπαϊκών κρατών και η σύγκλιση με τους σχετικούς μέσους όρους είναι ζητούμενη και απόλυτα τεκμηριωμένη ως προς την αναγκαιότητά της. Από την άλλη, δική μας ευθύνη είναι να εφαρμόσουμε τις μεθόδους εκείνες που θα διασφαλίσουν την επίτευξη ενός θεμελιώδους στόχου της πολιτικής υγείας και συγκεκριμένα της διασφάλισης της κατάλληλης φροντίδας, στον κατάλληλο ασθενή, στον κατάλληλο χρόνο, χωρίς να θέτουμε σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας. Αυτό το σκέλος της ευθύνης είναι καθαρά εσωτερική υπόθεση και θέλω να πιστεύω ότι ο οδυνηρές επιπτώσεις της στρεβλής διαχείρισης του παρελθόντος κατέστησαν σαφές προς όλους το γιατί η ορθολογική χρήση των πόρων πρέπει να είναι διαρκής στόχος της πολιτικής υγείας.