Το υπάρχον σύστημα ασύλου είναι παρωχημένο. Φτιάξτε άλλο απ’ την αρχή

Οι πλούσιες χώρες πρέπει να διαχωρίσουν το άσυλο από τη μετανάστευση εργατικού δυναμικού

Πρόσφυγες © EPA/ARKADY BUDNITSKY

Οι κανόνες για τους πρόσφυγες γεννήθηκαν μέσα από την ανάγκη και τη συγκυρία. Η Σύμβαση του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες του 1951 αρχικά αφορούσε μόνο την Ευρώπη, καθώς στόχευε να προστατεύσει εκείνους που δραπέτευαν από τη σκιά του Στάλιν και τις διώξεις του Ψυχρού Πολέμου. Το βασικό της μήνυμα ήταν σαφές: όποιος φεύγει από τη χώρα του εξαιτίας «βάσιμου φόβου» δίωξης έχει δικαίωμα σε άσυλο και δεν πρέπει να επιστραφεί πίσω στον κίνδυνο -η περίφημη αρχή της «μη επαναπροώθησης».

Μέχρι το 1967, ωστόσο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Οι κρίσεις είχαν μετακινηθεί πέρα από την Ευρώπη, και έτσι η συνθήκη επεκτάθηκε παγκοσμίως.

Οι περισσότερες χώρες την έχουν υπογράψει. Ωστόσο, όλο και λιγότερες την τηρούν. Η Κίνα δέχεται λιγότερους πρόσφυγες από το μικροσκοπικό Λεσότο και στέλνει Βορειοκορεάτες στην πατρίδα τους για να αντιμετωπίσουν τα γκουλάγκ. Ο πρόεδρος Donald Trump έχει τερματίσει το άσυλο στην Αμερική σχεδόν για όλους, εκτός από τους λευκούς Νοτιοαφρικανούς, ενώ σχεδιάζει να δαπανήσει περισσότερα για την απέλαση παράτυπων μεταναστών απ’ ό,τι άλλες χώρες για την άμυνα. Η στάση της Δύσης σκληραίνει. Στην Ευρώπη οι απόψεις των σοσιαλδημοκρατών και των δεξιών λαϊκιστών συγκλίνουν.

Το σύστημα δεν λειτουργεί. Σχεδιασμένο για τη μεταπολεμική Ευρώπη, δεν μπορεί να αντεπεξέλθει σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από τον πολλαπλασιασμό των συγκρούσεων, τα φθηνά ταξίδια και τις τεράστιες μισθολογικές ανισότητες. Περίπου 900 εκατομμύρια άνθρωποι θέλουν να μεταναστεύσουν μόνιμα. Δεδομένου ότι είναι σχεδόν αδύνατον για έναν πολίτη μιας φτωχής χώρας να μετακινηθεί νόμιμα σε μια πλούσια χώρα, πολλοί μετακινούνται χωρίς άδεια. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες πολλοί ανακάλυψαν ότι το άσυλο προσφέρει μια κερκόπορτα. Αντί να διασχίσουν τα σύνορα κρυφά, όπως στο παρελθόν, πλησιάζουν έναν συνοριοφύλακα και ζητούν άσυλο, γνωρίζοντας ότι η εκδίκαση του αιτήματος θα πάρει χρόνια και, εν τω μεταξύ, μπορούν να ζουν στις σκιές και να βρουν δουλειά.

Οι ψηφοφόροι δίκαια πιστεύουν ότι το σύστημα είναι θύμα εκμετάλλευσης. Τα περισσότερα αιτήματα ασύλου στην Ευρωπαϊκή Ένωση απορρίπτονται πλέον αμέσως. Ο φόβος για χάος στα σύνορα τροφοδοτεί την άνοδο του λαϊκισμού, από το Brexit έως τον Donald Trump, και δηλητηριάζει τη συζήτηση για τη νόμιμη μετανάστευση. Για να δημιουργηθεί ένα σύστημα που θα προσφέρει ασφάλεια σε όσους την έχουν ανάγκη, αλλά και μια λογική ροή μετανάστευσης εργατικού δυναμικού, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να διαχωρίσουν το ένα από το άλλο.

Περίπου 123 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί λόγω συγκρούσεων, καταστροφών ή διώξεων, τριπλάσιοι απ’ ό,τι το 2010, εν μέρει επειδή οι πόλεμοι διαρκούν περισσότερο. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα στην ασφάλεια. Αλλά «ασφάλεια» δεν χρειάζεται να σημαίνει πρόσβαση στην αγορά εργασίας μιας πλούσιας χώρας. Η επανεγκατάσταση σε πλούσιες χώρες θα είναι πάντοτε ένα μικρό μέρος της λύσης. Το 2023 οι χώρες του ΟΟΣΑ δέχθηκαν 2,7 εκατ. αιτήσεις ασύλου -αριθμός ρεκόρ, αλλά αμελητέες σε σύγκριση με το μέγεθος του προβλήματος.

Η πιο ρεαλιστική προσέγγιση θα ήταν να προσφέρουμε σε περισσότερους πρόσφυγες άσυλο κοντά στην πατρίδα τους. Συνήθως αυτό σημαίνει στην πρώτη ασφαλή χώρα ή περιφερειακό μπλοκ που πατούν το πόδι τους. Οι πρόσφυγες που διανύουν μικρότερες αποστάσεις είναι πιθανότερο να επιστρέψουν κάποτε στην πατρίδα τους. Είναι επίσης πιθανότερο να γίνουν δεκτοί από τη χώρα υποδοχής, η οποία τείνει να είναι πολιτισμικά πιο κοντά τους και να γνωρίζει ότι αναζητούν το πρώτο διαθέσιμο καταφύγιο από μια καταστροφή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Ευρώπη υποδέχτηκε σε μεγάλο βαθμό τους Ουκρανούς, η Τουρκία υπήρξε γενναιόδωρη με τους Σύριους και το Τσαντ με τους Σουδανούς.

Η φροντίδα των προσφύγων που βρίσκονται πιο κοντά στην πατρίδα τους είναι συχνά πολύ φθηνότερη. Η υπηρεσία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες δαπανά λιγότερο από 1 δολάριο την ημέρα για κάθε πρόσφυγα στο Τσαντ. Δεδομένων των περιορισμένων προϋπολογισμών, οι πλούσιες χώρες θα βοηθούσαν πολύ περισσότερους ανθρώπους χρηματοδοτώντας σωστά τις υπηρεσίες προσφύγων -που σήμερα δεν το κάνουν-, παρά στεγάζοντας πρόσφυγες σε ξενώνες του πρώτου κόσμου ή πληρώνοντας στρατιές δικηγόρων για να επιχειρηματολογούν για τις υποθέσεις τους. Θα πρέπει επίσης να βοηθήσουν γενναιόδωρα τις χώρες υποδοχής και να τις ενθαρρύνουν να αφήσουν τους πρόσφυγες να αυτοσυντηρούνται δουλεύοντας, όπως κάνουν όλο και περισσότεροι.

Οι συμπονετικοί Δυτικοί μπορεί να αισθάνονται την ανάγκη να βοηθήσουν τους πρόσφυγες που βλέπουν να φτάνουν καταρρακωμένοι στις ακτές τους, αλλά αν το ταξίδι είναι μακρύ, επίπονο και δαπανηρό, αυτοί που το ολοκληρώνουν συνήθως δεν είναι οι πιο απελπισμένοι, αλλά άνδρες, υγιείς και σχετικά ευκατάστατοι. Οι πρόσφυγες από τον πόλεμο της Συρίας που κατάφεραν να φτάσουν στη γειτονική Τουρκία αποτελούσαν μια ευρεία διατομή των Σύριων. Όσοι έφτασαν στην Ευρώπη είχαν 15 φορές περισσότερες πιθανότητες να έχουν πτυχίο πανεπιστημίου. Όταν η Γερμανία άνοιξε τις πόρτες της στους Σύριους το 2015-16, κινητοποίησε 1 εκατ. πρόσφυγες που είχαν ήδη βρει ασφάλεια στην Τουρκία να μετακινηθούν στην Ευρώπη με στόχο υψηλότερους μισθούς. Πολλοί συνέχισαν να ζουν παραγωγικές ζωές, αλλά δεν είναι προφανές γιατί άξιζαν προτεραιότητα έναντι κάποιων άλλων, ενίοτε με καλύτερα προσόντα, που θα απολάμβαναν την ίδια ευκαιρία.

Οι ψηφοφόροι κατέστησαν σαφές ότι θέλουν να επιλέγουν ποιον θα αφήνουν να εισέλθει -και αυτό δεν σημαίνει όλους όσοι εμφανίζονται και ζητούν άσυλο. Αν οι πλούσιες χώρες θέλουν να αναχαιτίσουν αυτές τις αφίξεις, πρέπει να αλλάξουν τα κίνητρα. Οι μετανάστες που μετακινούνται από μια ασφαλή χώρα σε μια πλουσιότερη δεν θα πρέπει να εξετάζονται για άσυλο. Όσοι φτάνουν θα πρέπει να στέλνονται σε μια τρίτη χώρα για να επεξεργαστεί το αίτημά τους. Αν οι κυβερνήσεις θέλουν να φιλοξενήσουν πρόσφυγες από μακρινά μέρη, μπορούν να τους επιλέγουν στην πηγή, όπου ο ΟΗΕ τους καταγράφει ήδη, καθώς φεύγουν από τις εμπόλεμες ζώνες.

Ορισμένα δικαστήρια θα πουν ότι κάτι τέτοιο παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης. Ωστόσο, δεν χρειάζεται αν η τρίτη χώρα είναι ασφαλής. Η Giorgia Meloni, πρωθυπουργός της Ιταλίας, θέλει να στείλει τους αιτούντες άσυλο στην Αλβανία, η οποία πληροί τις προϋποθέσεις, για να εκδικαστούν οι υποθέσεις τους. Το Νότιο Σουδάν, όπου ο κ. Trump θέλει να στοιβάξει παράνομους μετανάστες, δεν πληροί τις προϋποθέσεις. Για να επιτευχθεί η συνεργασία των κυβερνήσεων τρίτων χωρών μπορούν να συναφθούν συμφωνίες, ιδίως αν οι πλούσιες χώρες ενεργήσουν από κοινού, όπως αρχίζει να κάνει η Ε.Ε. Μόλις καταστεί σαφές ότι η άφιξη απρόσκλητων μεταναστών δεν προσφέρει κανένα πλεονέκτημα, ο αριθμός αυτών που το κάνουν θα μειωθεί κατακόρυφα.

Κάπως έτσι, θα αποκατασταθεί η τάξη στα σύνορα και θα δημιουργηθεί ο πολιτικός χώρος που είναι απαραίτητος για μια πιο ήρεμη συζήτηση όσον αφορά τη μετανάστευση εργατικού δυναμικού. Οι πλούσιες χώρες θα επωφεληθούν από περισσότερα ξένα μυαλά. Πολλές θέλουν επίσης νέα χέρια να εργαστούν σε αγροκτήματα και σε οίκους ευγηρίας, όπως προτείνει η κ. Meloni. Μια ομαλή εισροή ταλέντων θα έκανε βοηθούσε την ευημερία τόσο των χωρών υποδοχής, όσο και των ίδιων των μεταναστών.

Η αντιμετώπιση του συσσωρευμένου όγκου των προηγούμενων παράτυπων αφίξεων θα εξακολουθήσει να είναι δύσκολη. Η πολιτική μαζικών απελάσεων του κ. Trump είναι σκληρή και δαπανηρή. Είναι πολύ καλύτερο να αφήσουμε όσους έχουν ριζώσει να μείνουν, προστατεύοντας παράλληλα τα σύνορα και αλλάζοντας τα κίνητρα για τις μελλοντικές αφίξεις. Αν οι φιλελεύθεροι δεν οικοδομήσουν ένα καλύτερο σύστημα, οι λαϊκιστές θα οικοδομήσουν ένα χειρότερο.

© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com